Header Ads

Header ADS

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (Του Κάρολου Μπωντλαίρ 1821 – 1867) Επίκαιρο όσο ποτέ.



ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (Του Κάρολου Μπωντλαίρ 1821 – 1867) Επίκαιρο όσο ποτέ.

Τα θλιβερά γεγονότα αυτού του καλοκαιριού ξανάφεραν στον νου μου το ποίημα «Ένα ταξίδι στα Κύθηρα» του Κάρολου Μπωντλαίρ που από παλιά με είχε προβληματίσει. Ο συμβολισμός, η αυτοκριτική και η «κραυγή» του ποιητή για τα κακώς κείμενα της ανθρώπινης κοινωνίας συμπυκνώνονται σε τούτου το ποίημα του κορυφαίου Γάλλου λογοτέχνη και τεχνοκριτικού, που τελικά επέλεξε την αυτοχειρία για να απαλλαγεί από όσα τον κατέτρεχαν. Διαπιστώνοντας πως οι μεταφράσεις που υπάρχουν στα Ελληνική γραμματεία δεν είναι εύληπτες για έναν απλό αναγνώστη και απουσιάζει από αυτές η μουσικότητα που κυριαρχεί στους στίχους του Μπωντλαίρ (κατά τους ειδικούς) αποτόλμησα μια δική μου προσέγγιση – διασκευή. Διατήρησα τις 15 στροφές και τους 4 στίχους σε κάθε μία και δίχως να ξεφεύγω νοηματικά ή να παρερμηνεύω τον ποιητή, παρέδωσα τον λόγο στην Ελληνική γλώσσα και στον μουσικό 15σύλλαβο ίαμβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, προσπαθώντας να το μεταπλάσω σε οικείο, ώστε τα βαθιά νοήματα και οι συμβολισμοί του να προβληματίσουν περισσότερους από εμάς.
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
Του Κάρολου Μπωντλαίρ
Χορεύοντας εγέμιζε ελεύθερη η ψυχή μου
τα γοργοτάξιδα πανιά του πλοίου της ζωής μου
κι εκείνο, πιο ανάλαφρο, ξεπέρναγε τα σκάφη
λουσμένο στο ηλιόφωτο κι ανόθευτο χρυσάφι.
Μα ξάφνου φανερώθηκαν τα Κύθηρα στην άκρη
να τα σκεπάζει καταχνιά, να αναβλύζουν δάκρυ
γιατί μια Χώρα ξακουστή και χιλιοπαινεμένη
κατάντησε καμένη γη απ’ όλους ξεχασμένη.
Των ηδονών τα μυστικά στου Έρωτος τα μέρη
αναπολώ και κει θωρώ να φέρνει το αγέρι
της Αφροδίτης τη μορφή, τ’ αρχαίο φάντασμά της
εις τον αφρό του κύματος να το κρατεί ο Μπάτης.
Νησί δροσάτο που μυρτιές και άνθη το μυρώνουν
τα Έθνη το δοξολογούν καιρούς που δεν τελειώνουν
γιατί των νέων οι καρδιές τον αναστεναγμό τους
εκεί τον αποθέτουνε, θυμίαμα δικό τους
να σμίγει τιτιβίσματα από τα περιστέρια
σε σκιερά περάσματα και σ’ ανθηρά παρτέρια.
Και τώρα τ’ άγια Κύθηρα μια ξεραμένη χώρα
που φέρνει άναρθρες στριγκλιές του δειλινού η ώρα.
Μα πάνω απ’ τα βράχια του σαν κάτι ξεχωρίζει.
Ναός να είναι τάχα τες που Ιέρεια χαρίζει
το πυρωμένο της κορμί, ωσάν αγιοκέρι
μ’ ανάλαφρο το φόρεμα να το σηκώνει αγέρι;
Τρομάζαν τα γλαρόπουλα στον βόμβο των πανιών μας
και όσο προσεγγίζαμε οι κόγχες των ματιών μας
κρεμάλα αντικρίζανε, ορθή σαν κυπαρίσσι
καθώς αχνά τη φώτιζε ο ήλιος πριν να δύσει.
Τα όρνια γυροφέρνανε και μες τη δυσοσμία
στον κρεμασμένο χώνανε τα νύχια με μανία.
Τη σάπια σάρκα γεύονταν τα κοφτερά τους ράμφη
γιατί ο αιωρούμενος μηδέ νεκρός ετάφη.
Στα μάτια τρύπες άνοιγαν, ξεσχίζαν την κοιλιά του
στα γόνατα κρεμόντουσαν τα μαύρα σωθικά του
κι οργώνοντας τις σάρκες του, μ’ ανίερη κακία
τα αχαμνά ξερίζωναν με βδελυρή αηδία.
Πιο κάτω απ’ τα πόδια του, στα χώματα, γυρνούσαν
αγρίμια κι αγριόσκυλα, π’ ανήμπορα κοιτούσαν.
Απ’ όλα τους ξεχώριζε μια ύαινα στη μέση
που καρτερούσε μερτικό απ’ τον νεκρό να πέσει.
Ω! Κρεμασμένε, δύστυχε! Στη γη των Κυθηρίων
αμίλητος υπόμεινες τη φρίκη μαρτυρίων.
Για πράξεις και για πόθους σου που σ’ άλλους δεν αρέσουν
σε κρέμασαν κι αρνήθηκαν σε μνήμα να σε θέσουν.
Ταπεινωμένο σ' ένιωσα κι η συμφορά ενώνει.
Σαν είδα πώς διαλύεσαι επάνω στην αγχόνη
ο εμετός ανέβηκε, μου στάθηκε στο στόμα
τα βάσανά μου ξύπνησαν… με τυραννούν ακόμα.
Βουβός, με δέος σε θωρώ φτωχέ μου Κρεμασμένε!
Τα ίδια ράμφη δέχομαι κι εγώ, αγαπημένε
να τρέφω με τις σάρκες μου τ’ αχόρταγα κοράκια
και τα σαγόνια των θεριών να με ποθούν κομμάτια.
Ο ουρανός αστραφτερός κι η θάλασσα πλανεύτρα
μα μαύρα τα κατάντησε η μοίρα μου η ψεύτρα
και την καρδία μου έντυσε με σάβανο ο Χάρος
γιατί εκεί στο ψήλωμα δεν εκρεμόταν άλλος.
Ω! Αφροδίτη. Στο νησί, δεν είδα μια κολώνα.
Κρεμάλα, μόνο, έστεκε με τη δική μου εικόνα.
Δως μου, ψυχή μου, δύναμη να πάψω να σπαράζω
και τον καθρέφτη να θωρώ… χωρίς να αηδιάζω.
Διασκευή: Κοσμάς Μεγαλοκονόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.