1993: Η αποκάλυψη της δράσης των “Σατανιστών της Παλλήνης”
Τα εγκλήματα που αποκαλύφθηκαν λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά του 1994 ήταν πρωτόγνωρα στην Ελλάδα, που «πάγωσε» ακούγοντας ότι δύο αθώα θύματα θυσιάστηκαν για τις ιδεοληψίες των δολοφόνων τους. Η 14χρονη Δώρα Συροπούλου και η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα είχαν βρει μαρτυρικό θάνατο, για να εξευμενιστεί ο άρχοντας του σκότους…
Ο «αρχηγός» Μάκης Κατσούλας 21 χρόνων, σπουδαστής ψυχολογίας, που υπηρετούσε τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό, ο 19χρονος «υπαρχηγός» Μάνος Δημητροκάλης, στρατιώτης στη Χίο και η 18χρονη Δήμητρα Μαργέτη, που εργαζόταν σε κομμωτήριο στην Αγία Παρασκευή, πέρασαν εκείνη την ημέρα την πόρτα του τμήματος ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής και ταυτόχρονα έριξαν φως σε ένα θρίλερ που όμοιό του δεν είχε παρουσιαστεί στα εγκληματολογικά χρονικά.
«Εμένα ο άρχοντας σατανάς θα με σώσει», είπε με στόμφο ο Κατσούλας, την ώρα που οι αστυνομικοί τους συνόδευαν σιδηροδέσμιους από το αστυνομικό μέγαρο προς τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Ακόμη και την τελευταία στιγμή συμπεριφερόταν σαν «αρχιερέας» απέναντι στους μυημένους αλλά και φοβισμένους Δημητροκάλη και Μαργέτη, που «έσπασαν» πρώτοι και ομολόγησαν με λεπτομέρειες τα φρικτά τους εγκλήματα.
Με άντρο μια ερειπωμένη αποθήκη του παλιού εργοστασίου «Καμπάς» στην Κάντζα, προσηλύτιζαν επί τρία χρόνια νεαρά κορίτσια, επιβάλλοντας την σιωπή και τον τρόμο. Και όταν ο άρχοντας τους σκότους το πρόσταζε, προχωρούσαν σε ανθρωποθυσίες σε ερημική τοποθεσία στο Σέσι Κορωπίου.
Στις 27 Αυγούστου 1992, με πρόσχημα την μύηση στη λευκή μαγεία, συναντήθηκαν στο Πάρκο Χωροφυλακής, στη λεωφόρο Μεσογείων, με την 14χρονη Δώρα Συροπούλου, την οποία είχαν γνωρίσει μόλις πριν από λίγες ημέρες μέσω μιας φίλης τους. Μόλις είχε σχολάσει από το φροντιστήριό της στην οδό Μιχαλακοπούλου και δέχθηκε να τους ακολουθήσει. Την οδήγησαν με το αυτοκίνητο του Κατσούλα αρχικά στο Λυκαβηττό, όπου συμφώνησε να μυηθεί και στη συνέχεια στο Σέσι, όπου θα γινόταν η τελετή.
Ανάμεσα σε βράχους και θάμνους είχαν στήσει το σκηνικό του τρόμου. Όταν ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλης ξεγύμνωσαν τη νεαρή κοπέλα και της πέρασαν χειροπέδες, εκείνη αντέδρασε. Τότε την χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι και την στραγγάλισαν. Για να βεβαιωθούν ότι ήταν νεκρή, της έβαλαν μια πευκοβελόνα στην κόρη του ματιού. Στη συνέχεια την περιέλουσαν με βενζίνη και της έβαλαν φωτιά. Μάλιστα οι φλόγες ξέφυγαν από τον έλεγχό τους, με αποτέλεσμα να χρειαστεί η επέμβαση της Πυροσβεστικής για να την σβήσει.
Τη δεύτερη γυναίκα που θυσίασαν δεν την γνώριζαν. Η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα εργαζόταν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Ήταν βράδυ Μεγάλης Τετάρτης, 14 Απριλίου 1993. Μόλις είχε σχολάσει και επέστρεφε στο σπίτι της, όπου την περίμεναν ο σύζυγός της Φίλιππος και τα δύο παιδιά της. Εκτός από την τσάντα της, κρατούσε και μια σακούλα με μισό αρνί, δώρο από τη δουλειά της.
Οι δύο νεαροί εμφανίστηκαν με το αυτοκίνητο του Κατσούλα κοντά στη γέφυρα του Σταυρού Αγίας Παρασκευής και δήλωσαν αστυνομικοί της Ασφάλειας. Έδειξαν βιαστικά μια ταυτότητα του Κολεγίου Αθηνών, παρουσιάζοντάς την ως υπηρεσιακή και ένα αεροβόλο όπλο και ζήτησαν από την άτυχη γυναίκα να μπει στο αυτοκίνητο για να πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα για εξακρίβωση. Όμως την οδήγησαν αρχικά στο εργοστάσιο «Καμπάς» στην Παλλήνη.
Την ξεγύμνωσαν, της πέρασαν χειροπέδες, της πήραν τα χρυσαφικά και ο Κατσούλας την βίασε. Κατέληξαν στο Σέσι, όπου της συνέθλιψαν το κεφάλι με μια μεγάλη πέτρα. Το πτώμα της άτυχης 28χρονης βρέθηκε τρεις ημέρες αργότερα, το Μεγάλο Σάββατο…
Η άγρια κακοποίηση της Γαρυφαλλιάς Γιούργα, που παρέπεμπε σε κάτι περισσότερο από παρανοϊκούς δολοφόνους και η εξαφάνιση της Δώρας Συροπούλου, η οποία «τελευταία έκανε παρέα με κάτι παιδιά από την Παλλήνη», όπως έλεγαν οι πληροφορίες που έφτασαν στην Ασφάλεια, έστρεψαν τις έρευνες των αστυνομικών σε πιο συγκεκριμένα «μονοπάτια». Όταν οι έρευνες αυτές, στις οποίες είχε μπει πλέον ενεργά και ο ιδιωτικός ερευνητής Θεόδωρος Διαμάντης, άρχισαν να «ακουμπούν» παιδιά που ήξεραν, αλλά δεν είχαν μιλήσει έως τότε, τα στόματα άνοιξαν και οδήγησαν στην εξιχνίαση της πρωτοφανούς υπόθεσης. Κατσούλας και Δημητροκάλης οδήγησαν τους αστυνομικούς στο σημείο όπου είχαν σκοτώσει την 14χρονη Δώρα. Το μόνο που βρέθηκε ήταν το κρανίο της, σκεπασμένο με κλαδιά…
Ο Δημητροκάλης αποκάλυψε στην προανακριτική του απολογία πολλές άγνωστες πτυχές της υπόθεσης. Μίλησε για την σχέση του με την Μαργέτη, η οποία τον άφησε για τον Κατσούλα και περιέγραψε με λεπτομέρειες τις δύο ανθρωποθυσίες στο Σέσι. Αντιθέτως, ο Κατσούλας ήταν πιο φειδωλός. Είπε ότι έμπλεξε με τον σατανισμό όταν τελείωσε το σχολείο, μέσα από τα βιβλία «Νεκροκομικόν» και «Κόκκινος Δράκος» και ότι μύησε τα άλλα δύο παιδιά, την Μαργέτη στο δωμάτιο του, γυμνή πάνω σε ένα μαύρο πανί με την πεντάλφα και τον Δημητροκάλη σε μια ερημιά στον Υμηττό. Πάντως για τις ανθρωποκτονίες οι δύο φίλοι έριχναν τα βάρη ο ένας στον άλλο. Η Μαργέτη παραδέχθηκε ότι γνώριζε, αλλά δεν συμμετείχε.
Οι τρεις βασικοί κατηγορούμενοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι ως άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια και η δίκη τους αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών κάθισαν και άλλοι πέντε νεαροί, με μικρότερες κατηγορίες, όπως υπόθαλψη εγκληματία και ψευδορκία.
Μέσα σε κλίμα αντεγκλήσεων και έντασης από τους συγγενείς των θυμάτων, οι βασικοί κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν τον Ιούνιο του 1995 σε βαριές ποινές. Ο Κατσούλας σε δις ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 20 ετών, ο Δημητροκάλης σε δις ισόβια και κάθειρξη 15 ετών και η Μαργέτη σε ποινή κάθειρξης 18 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια στις δύο ανθρωποκτονίες, καθώς της αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Η ποινή της μειώθηκε κατά ένα έτος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έγινε τον Δεκέμβριο του 1997. Τρεις ανήλικες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης με αναστολή και αφέθηκαν ελεύθερες, ενώ άλλα δύο άτομα αθωώθηκαν.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2001 η Μαργέτη άφησε πίσω της την βαριά πόρτα των φυλακών Κορυδαλλού, με περιοριστικούς όρους. «Ό,τι έχω να πω, θα το πω στους ίδιους», είπε στους δημοσιογράφους, όταν την ρώτησαν εάν έχει να πει κάτι στους συγγενείς της Δώρας Συροπούλου και της Γαρυφαλλιάς Γιούργα. Ο Δημητροκάλης αποφυλακίστηκε το Μάρτιο του 2014 και ο Κατσούλας, μετά από δέκα και πλέον αιτήσεις, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια