Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας: ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ!
ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ!
«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι
ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)
Ἑορτή, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις μεγάλη. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου.
Νὰ τὸν ἐγκωμιάσουμε, νὰ τὸν ἐπαινέσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. Τὸν ἐπαίνεσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Εἶπε γιὰ τὸν Ἰωάννη ὅτι «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ»· ἀπ᾽ ὅσους γεννήθηκαν στὸν παλαιὸ κόσμο δὲν ὑπάρχει ἄλλος μεγαλύτερος. Στὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα, ἂς δοῦμε τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ὅπως τὸ ἱστορεῖ σήμερα ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου, ἀγαπητοί μου, στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἡρῴδης ὁ Μέγας. Ὁ Ἡρῴδης ὁ Μέγας ἦταν μία ἐγκληματικὴ φυσιογνωμία, ἐγκληματίας μὲ στέμμα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων παιδιῶν του, εἶχε καὶ ἕνα γυιὸ μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα· ἦταν ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας, ἀντάξιος τοῦ πατέρα του στὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀσωτία. Αὐτός νυμφεύθηκε μία σεμνὴ κόρη θυγατέρα τοῦ βασιλέως Ἀρέτα τῆς Ἀραβίας, ἀλλὰ δὲν φάνηκε πιστὸς σ᾽ αὐτήν. Σὲ ἕνα ταξίδι του στὴ Ῥώμη ἔπεσε στὰ δίχτυα αἰσχροῦ ἔρωτος.·Ἡ Ἡρῳδιάς, γυναίκα τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ του, νύφη του δηλαδή, αἰχμαλώτισε τὴν καρδιά του. Ἔτσι καὶ αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἡρῴδη, καὶ αὐτὸς ὁ Ἡρῴδης ἐγκατέλειψε τὴ νόμιμη γυναῖκα του γιὰ νὰ πάρῃ τὴ συγγενῆ του· ἔγινε αἱμομίκτης.
Στὰ ἀνάκτορα τώρα πιὰ ἡ Ἡρῳδιάς, ἡ παλλακίδα καὶ ἀνδροχωρίστρα, καμάρωνε ὡς βασίλισσα. Τὸ σκάνδαλο ἦταν μεγάλο. Μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν τόσοι ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, νομομαθεῖς, διδάσκαλοι. Αὐτοί, ὡς φύλακες τοῦ θείου νόμου, ἔπρεπε νὰ ἐλέγξουν τὴν παράβασι αὐτή, τὸ δημόσιο σκάνδαλο. Ἤλεγξε κανείς;
«Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή». Ἐὰν ἤλεγχαν, θὰ ἔχαναν τὶς θέσεις καὶ τὴ ζωή τους. Κανείς δὲν τολμοῦσε. Ἕνας μόνο, μέσ᾿ τὸ νεκροταφεῖο αὐτὸ ποὺ δημιουργοῦσε ἡ δικτατορία τοῦ Ἡρῴδου, ἕνας παρουσιάστηκε· ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα κ᾽ ἔρριξε τὸν κεραυνό. -«Βασιλιᾶ, εἶπε, οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Πόσες λέξεις εἶν᾽ αὐτές; Οὔτε δέκα, ἀλλὰ ζυγίζουν περισσότερο ἀπὸ χιλιάδες κηρύγματα. Ὁ Ἰωάννης ἔβαλε τὸν δάκτυλο εἰς «τὸν τύπον τῶν ἥλων». Ἤλεγξε σφοδρῶς τὴ διαφθορὰ τοῦ Ἡρῴδου. Τὸ ἀποτέλεσμα· ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς.
Εκεῖ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, καὶ στὰ ἀνάκτορα ἡ παλλακίδα καὶ αἱμομίκτρια μαζὶ μὲ τὴν κόρη της, ποὺ ἦταν κι αὐτὴ σὰν τὴ μάνα της. Καὶ αὐτὸ τὸ κορίτσι ἔγινε αἰτία νὰ φονευθῇ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Πῶς;
Ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, ἡ Σαλώμη, βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξῃ τὸ χορευτικό της ταλέντο, ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του κ᾽ ἔκανε στὰ ἀνάκτορα χοροεσπερίδα καὶ δεῖπνο μὲ προσκεκλημένους τοὺς ἀξιωματούχους του. Ἐκεῖ ἔτρωγαν κ᾽ ἔπιναν, καὶ στὸ τέλος ἄρχισε ὁ χορός, χορὸς ἀνατολίτικος, ἀνήθικος, ὅπου διέπρεψε ἡ Σαλώμη. Οἱ συνδαιτυμόνες τὴ χειροκροτοῦσαν, ἡ μάνα της καμάρωνε, κι ὁ Ἡρῴδης μεθυσμένος πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἡδονοβλεψία τῆς λέει· –«Μὲ ἐνθουσίασες, μὲ αἰχμαλώτισες, μὲ κυρίευσες· εἶμαι ἕτοιμος νὰ σοῦ δώσω ὅ,τι ζητήσῃς, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου»!
Ἡ κόρη τι ζήτησε; Πῆγε στὴ μάνα της, κι αὐτὴ τὴ συμβούλεψε· –Ὅσο ὁ Ἰωάννης ζῇ καὶ ἐλέγχει, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Ἀσφάλειά μας εἶναι ὁ θάνατός του. Γι᾽ αὐτὸ νὰ ζητήσῃς ἕνα καὶ μόνο· τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ… Ὤ κακία γυναικός! ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· σὲ τί βάραθρο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσῃ τὴ γυναῖκα ἡ ἐκδίκησι! Ὁ Ἡρῴδης ἀναγκάστηκε νὰ ὑποκύψῃ· στρατιῶτες του πῆγαν στὴ φυλακὴ καὶ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ τοῦ τιμίου Προδρόμου.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ συντομία εἶναι τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Ἀπὸ τότε ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης πέρασαν πολλοί αἰῶνες, μὰ ἡ διαφθορὰ ποὺ βασίλευε στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρῴ¬δου ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ καὶ σήμερα. Στὸν αἰῶνα αὐτόν, στὴν τόσο διεφθαρμένη κοινωνία μας, χρειαζόταν ἕνας Ἰωάννης! Ἂν ζοῦσε στὴ γῆ ἐκεῖνος, ἀσφαλῶς δὲν θὰ χαριζόταν σὲ κανένα.
Σὰ νὰ τὸν βλέπω νὰ πηγαίνῃ – ποῦ;
Πρῶτα – πρῶτα στὰ νυκτερινὰ κέντρα, ποὺ φύτρωσαν ἀμέτρητα στὴν πατρίδα μας, σὰν μανιτάρια στὴν κοπριά, καὶ διαφθείρουν τὴ νεολαία. Ἐκεῖ θὰ πήγαινε καὶ θά ᾽λεγε· Παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, μακριὰ ἀπὸ ᾽δῶ! -«Οὐκ ἔξεστί σοι», δὲν σᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ὀρ¬γιάζετε ἔτσι, αὐτὸ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ ἤθη σας!…
Μετὰ θὰ πήγαινε στὰ σπίτια ποὺ ζοῦν ἀστεφάνωτοι, ποὺ δὲν εἶναι ἕνα καὶ δυὸ ἀλλὰ πλῆθος. Οἱ δικηγόροι ζοῦν κ᾽ ἔχουν πλουτίσει ἀπ᾽ τὰ διαζύγια, κι ὁ τόπος γέμισε ἀπὸ σπίτια παράνομα μὲ παλλακίδες. Δὲν εἶναι πλέον μία, εἶναι πολλὲς οἱ Σαλῶμες καὶ Ἡρῳδιάδες. Ἐκεῖ λοιπὸν θ᾽ ἀκουγόταν σὰν κεραυνὸς ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν» αὐτὴ τὴ γυναῖκα!…
Καὶ ὁ Πρόδρομος θὰ συνέχιζε τὸν ἔλεγχο πηγαίνοντας ποῦ; Θὰ πήγαινε στὴ βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ νομοθετεῖ αὐτόματο διαζύγιο καὶ ἀποποινικοποιεῖ τὴ μοιχεία, -ἀλλά και τόσα ἄλλα σήμερα…- Θὰ καταντήσῃ αὐτὴ ἡ πατρίδα, νὰ μπορῇ νὰ ἀσελγῇ κάθε ἀσελγὴς δημοσίᾳ στὸ δρόμο, κι ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ θὰ διαμαρτύρωνται γιὰ τὴν ἀκολασία τῆς διαφθορᾶς. Και έδῶ θα χρειαζόταν ἕνας Πρόδρομος.
Τέλος, ὁ Ἰωάννης θὰ πήγαινε στὴν Ἱ. Σύνοδο, ἐκεῖ ποὺ συνεδριάζουν οἱ ἐπίσκοποι, καὶ θὰ ἔλεγε καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ δικά τους «Οὐκ ἔξεστί σοι» -και θα ήταν πολλά και αυτά-.
Ἀδελφοί μου, ζοῦμε σὲ ἐποχὴ μεγάλης διαφθορᾶς. Οἱ θεομηνίες (σεισμοὶ, λοιμοί κ.λπ.) δὲν μᾶς σωφρονίζουν. Ἐξακολουθοῦμε τὸ βιολί μας, τὴν ἁμαρτία μας. Κλῆρος καὶ λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, ὅλοι ἔχουμε φύγει ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Θ᾽ ἀκούσουμε σήμερα τὸν Ἰωάννη τὸν Προδρόμο; Θ᾽ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας; Μακάρι. Δὲν τὰ ἀνοίγουμε; Τὰ κλείνουμε; Ἔ τότε, δὲν συνεχίζω. Πιάστε τὰ βιβλία, ρωτῆστε νὰ μάθετε ποιό ἦταν τὸ τέλος τῆς Σαλώμης, τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ τοῦ Ἡρῴδου, καὶ θὰ φρίξετε· τέλος ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.
Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, ν᾽ ἀνοίξῃ τὰ αὐτιὰ ὅλων μας, ν᾽ ἀκούσουμε τὸ σάλπισμα τῆς μετανοίας, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὄλεθρο, ποὺ ὁπωσδήποτε μᾶς περιμένει. Μή γένοιτο!
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια