Header Ads

Header ADS

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ:ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ADELIN FM (φωτογραφίες)


 Ο ναός των Βλαχερνών υπήρξε το πιο γνωστό και το πιο φημισμένο ιερό της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη, με διαρκή ακτινοβολία σ᾽ ὁλόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.

Δύο ήταν οι εκκλησίες που δέσποζαν στις πρώτες δεκαετίες του 5ου μ.Χ. αιώνα επί του Κερατίου και έξω των χερσαίων τειχών της Βασιλεύουσας: ο ναός των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού κατά το Κοσμίδιον και η βασιλική της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τις Βλαχέρνες, τόπο με πλούσια βλάστηση, γνωστό για το πλήθος των ιχθύων και των κυνηγεσιών του. Το ναό έχτισε η αυτοκράτειρα Πουλχερία μεταξύ των ετών 450-453, έτος του θανάτου της και μαζί με τον Μαρκιανὸ (450-457) τον διακόσμησαν. Ο Κωδινός μας πληροφορεί ότι η αυτοκράτειρα "κατεκόσμησε" την εκκλησία με πολυτελή και ποικιλόχρωμη ορθομαρμάρωση, ενώ ο Λέων ο Γραμματικός προσθέτει ότι και "τοὺς ὀρόφους χρυσῷ ἐποίκιλε τε καὶ ἐκαλλώπισεν".

Ο "μέγας ναός των Βλαχερνών" - βασιλική τρίκλιτος από τις ωραιότερες και μεγαλύτερες της Κωνσταντινουπόλεως, της οποίας την "θαυμασίως ἐπεξειργασμένην" οροφή υποβάσταζαν κιονοστοιχίες από πράσινο μάρμαρο με κιονόκρανα λευκά "ἐξαιρέτως γεγλυμμένα καὶ χρυσοστόλιστα" - συνεχόταν με το Ιερόν Λούμα που έκτισε ο Λέων ο Μακέλλης και, διά του δεξιού κλίτους, με την Αγία Σορό, στην οποία φυλασσόταν η Αγία Εσθής της Θεοτόκου, ποὺ μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη τὸ 473.  Λαμπρός υπήρξε και ο εσωτερικός διάκοσμος της εκκλησίας με τον αργυροστόλιστο άμβωνα και το "ἐκπάγλου κάλλους" τέμπλο της, το πλαισιωμένο με χρυσωμένα ανάγλυφα.

Πολλοὶ αὐτοκράτορες, κατὰ καιρούς, ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον βοήθησαν στὴν ἀναδιοργάνωση τῶν Βλαχερνῶν μὲ διάφορες, δωρεές. Τὸ μέγεθος τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τοῦ ναοῦ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ Νεαρὰ τοῦ Ἡρακλείου, ἡ ὁποία ὁρίζει τὸ ἱερατεῖο καὶ τὸ προσωπικὸ ὡς ἐξῆς: 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσαι, 8 ὑποδιάκονοι, 20 ἀναγνῶστες, 4 ψάλτες καὶ 6 θυρωροί, συνολικὰ 74 ἄνθρωποι στὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου θρησκευτικοῦ κέντρου λατρείας τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Ὁ Ἰουστίνος ὁ Β´ (565-578) εἶχε προσθέσει δύο ἁψίδες, ἐνισχύοντας τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ σὲ κάποια νεώτερη φάση ὁ Ρωμανὸς Γ´ Ἀργυρὸς (1028-1034) διακόσμησε μὲ χρυσὸ καὶ ἀσήμι τὰ ἐσωράχια τῶν τοξοστοιχιῶν.
Χαρακτηριστικό ότι επί βασιλείας Κωνσταντίνου και Ρωμανού των Πορφυρογεννήτων, όταν έφθασαν προς συνθηκολόγηση από την Ταρσό οι πρέσβεις του Αμεριμνή, ο έπαρχος στόλισε κατά το έθος τη Χαλκή Πύλη με μεταξωτά υφαντά και "απλώματα" και διέταξε να αναρτήσουν "προς εντυπωσιασμόν" το θαυμαστής τέχνης πολυκάνδηλο των Βλαχερνών, που διέταξε και μετέφεραν στο Ιερό Παλάτιο της Μαγναύρας.

Το πιο γνωστό γεγονός στην ιστορία του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 όταν πολιορκήθηκε απὸ τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικὸ ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.

Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος το 627, ένα χρόνο μετά το θαύμα της Παναγίας, διέταξε όπως με την κατασκευή πρόσθετου τείχους ασφαλισθεί ο ναός της Βλαχερνίτισσας Παναγίας εντός της Βασιλίδος. Το τείχος αυτό, που ξεκινά πίσω από τον Άγιο Δημήτριο της Ξυλόπορτας, ακολουθώντας τα παράλια του Κερατίου, αναρριχάται από το Πενταπύργιο μέχρι τον τεχνητό λόφο των υπερύψηλων παλατίων των Βλαχερνών.

Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και ειδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πὼς στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας. Διασώθηκαν επίσης πολλές σφραγίδες με την εικόνα της. Ήδη από τον πατριάρχη Τιμόθεο (511-518) καθιερώθηκε η πανήγυρις, η λιτανεία δηλ. που γινόταν κάθε Παρασκευη με την εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία των Χαλκοπρατείων. Ορισμένες εορτές είχαν επίσημο χαρακτήρα: της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου), της Ορθοδοξίας, η Μεγάλη Παρασκευή και η Τρίτη του Πάσχα, η τοποθέτηση του πέπλου της Παναγίας (2 Ιουλίου), τα εγκαίνια της εκκλησίας (31 Ιουλίου), η ανάμνηση της σωτηρίας απὸ τους Αβαροπέρσες (7 Αυγούστου), η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), η ανάμνηση του φοβερού σεισμού το 740 (26 Οκτωβρίου).

Τὸ ἱερὸ τῶν Βλαχερνῶν, «ὁ μέγας νεώς» τῶν συγγραφέων τὸ ἀποτελοῦσαν τρία κτίρια: Ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία, τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων καὶ τὸ «λοῦσμα».

Ἡ ἐκκλησία εἶχε τὸ σχῆμα τῆς ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικῆς ὅπως οἱ ἀντίστοιχες Παναγία τῶν Χαλκοπρατείων καὶ ἡ μονὴ Στουδίου. Στὸν ἴδιο τύπο ξαναχτίστηκε, καθὼς φαίνεται, καὶ μετὰ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1070. Στὴν ἐσωτερικὴ ἐπένδυση γινόταν συνδυασμὸς ἔγχρωμης ὀρθομαρμάρωσης, ὡς τὴ μέση τῶν τοίχων, πρασίνου ἴασπι γιὰ τοὺς κίονες, χρυσοῦ καὶ ἀσημιοῦ γιὰ τὴν ἔξοχα τεχνουργημένη ὀροφή. Οἱ τοῖχοι πάνω ἀπὸ τὴν ὀρθομαρμάρωση ἔφεραν διάκοσμο ἀπὸ τοιχογραφίες καὶ ψηφιδωτὰ μὲ θέματα ἀπὸ τὸν Χριστολογικὸ κύκλο. Ὁ ἄμβωνας, ποὺ ἦταν τοποθετημένος στὴ μέση τοῦ κεντρικοῦ κλίτους ἦταν ὅλος ἀπὸ ἀσήμι. Ἐντυπωσιακὸ ἐπίσης ἦταν τὸ Εἰκονοστάσιο. Πληροφορίες γιὰ τὴν θαυμάσια εἰκονογράφηση καὶ τὸν ὑπόλοιπο διάκοσμο τοῦ ναοῦ μᾶς ἄφησε ὁ πρεσβευτὴς Clavijo, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τὶς Βλαχέρνες τὸ 1402 καὶ σὲ μεταγενέστερο κείμενο ὁ Ἰσίδωρος τοῦ Κιέβου (1385-1463) στὸ «Θρῆνο» του γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ περίλαμπρου ναοῦ.


Τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων ἢ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας σοροῦ ἦταν κυκλικὸ κτίσμα μὲ νάρθηκα, ποὺ βρισκόταν στὰ νότια τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ. Φιλοξενούσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λείψανα, τὸ ὠμοφόριο τῆς Θεοτόκου, τὸ πέπλο της καὶ τὴν Τιμία Ζώνη. Ρῶσσοι προσκυνητὲς τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. περιγράφουν τὰ κειμήλια καὶ ἀναφέρονται στὰ λείψανα πολλῶν ἁγίων (Παταπίου, Ἀθανασίου, Παντολέοντος, Ἀναστασίας).

Τὸ «λοῦσμα» χωριζόταν σὲ τρία μέρη: τὴν ἰματιοθήκη – «τὸ ἀποδυτόν», τὴ δεξαμενὴ – «τὸν κόλυμβον» καὶ τὸν Ἅγιο Φωτεινό. Ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν μὲ θόλο καὶ οἱ τοῖχοι ἦταν διακοσμημένοι μὲ εἰκόνες. Σὲ εἰδικὴ κόγχη βρισκόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ δεξαμενή, στὸ νερὸ τῆς ὁποίας κατέβαινε κάθε παρασκευὴ ὁ αὐτοκράτωρ καὶ λουζόταν, βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς αἴθουσας. Ἀπὸ τὶς πηγὲς δίνονται λεπτομερεῖς περιγραφὲς γιὰ τὴν τελετὴ τῆς εἰσόδου στὸ λοῦσμα καὶ τὶς διαδικασίες μέχρι τὴ λήψη τοῦ ἁγιάσματος: «…εἰσέρχονται τέλος εἰς τὸν Ἅγιον Φωτεινόν, εἰς τὸν ἐνδότερον θόλον καὶ ἅπτουσι κηροὺς ἔμπροσθεν τῆς μαρμαρίνου εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἐκ τῶν χειρῶν τῆς ὁποίας ἐκχύνεται τὸ ἁγίασμα».

Θὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὁ ρόλος ποὺ διεδραμάτισε ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν στὴ διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας καὶ προπαντὸς ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´. Ἐπειδὴ ἦταν τὸ λατρευτικὸ κέντρο τῶν Ὀρθοδόξων, παράλληλο μὲ τὴν Ἁγία Σοφία (π.χ. κάθε παρασκευὴ γινόταν ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες τῶν πιστῶν ἀφιερωμένες στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας) τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα καταστράφηκε. Ὅπως μας πληροφορεῖ σύγχρονη σχεδὸν πηγὴ «ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου», ποὺ γράφτηκε τὸ 808, οἱ εἰκονομάχοι ἀντικατέστησαν τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων μὲ παραστάσεις δέντρων, πτηνῶν καὶ θηρίων: «Τοῦ δὲ τυράννου τὸν σεβάσμιον ναὸν τῆς Παναχράντου Θεοτόκου τὸν ἐν Βλαχέρναις κατορύξαντες, τὸν πρὶν κεκοσμημένον τοῖς διατοίχοις ὄντα ἀπὸ τὲ τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως, ἕως θαυμάτων παντοίων καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ Ἀναλήψεως καὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθόδου διὰ εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως καὶ οὕτως τὰ τοῦ Χριστοῦ ἅπαντα μυστικὰ ἐξάραντος, ὀπωροφυλάκιον καὶ ὀρνεοσκοπεῖον τὴν ἐκκλησίαν ἐποίησε. Δένδρα καὶ ὄρνεα παντοῖα, θηρία τε καὶ ἄλλα τινα ἐγκύκλια διὰ κισσοψύλων, γερανῶν τε καὶ κορωνῶν καὶ ταώνων ταύτην περιμουσώσας, ἵν᾽ εἴπω ἀληθῶς ἄκοσμον ἔδειξεν».

Τότε ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ ξύλινη, ἀργυρόχρυση καὶ ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1030 κρυμμένη στὸν τοῖχο κατὰ τὶς ἐργασίες ἀνακαίνισης ποὺ ἔγιναν ἐπὶ Ρωμανοὺ Γ´ Ἀργυροῦ.

Εἶχε ἤδη δημιουργηθεῖ ὁ τύπος τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας, ποὺ διαδόθηκε μὲ ἀντίγραφα σὲ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὁλόσωμη, μετωπική, μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια. Στὸ στῆθος, σὲ μετάλλιο, παριστάνεται ὁ Χριστὸς εὐλογῶντας. Μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Βλαχερνίτισσας συνδέεται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ πέπλου ποὺ ἀνασηκωνόταν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἄννα ἡ Κομνηνή.

Ποικίλες οι περιπέτειες του άρρηκτα συνυφασμένου με τον Ακάθιστο προς την Υπέρμαχο Ύμνο ναού, που προσέλαβε μεγίστη αίγλη μετά την εποχή των Κομνηνών, καθώς η βασίλειος αυλή εγκαταστάθηκε έκτοτε στα παλάτια εδώ. Σε αυτόν έγινε και η στέψη του κυρ-Ιωάννη του Καντακουζηνού τον Μάιο του 1347, καθώς ένα χρόνο πριν είχε καταπέσει η ανατολική αψίδα της Αγίας του Θεού Σοφίας. Έναν αιώνα αργότερα, το 1434, εμπρησμός που προκάλεσαν οι αταξίες κάποιων αρχοντόπουλων, που κυνηγούσαν νεοσσούς περιστεριών κατέκαψε ολοσχερώς την εκκλησία το Λούμα της Βλαχερνίτισσας.

Τὸ 843, μὲ τὴ λήξη τῆς Εἰκονομαχίας, ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν ξεκίνησε ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ καθιερώθηκε γιὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων. Κατὰ τὴν παράδοση ἐξάλλου τὸ 944 τοποθετήθηκαν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέα Ἀβγάρου, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα.

Μετὰ τὸ 1204 καταλαμβάνουν τὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν οἱ Λατίνοι μέχρις ὅτου ὁ Ἰωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τὸν ἐξαγόρασε ἀπὸ τοὺς Καθολικούς, ὅπως καὶ πολλὰ μοναστήρια τῆς Πόλης. Τὸ 1348 Γενουάτες πειρατὲς μὲ τὶς πολιορκητικές τους μηχανὲς προκάλεσαν ζημιὲς στὸ ἱερό.

Ερειπωμένος παρέμεινε ο ναός και, λίγα χρόνια μετά την Άλωση, ο Pierre Gilles περιγράφει τα κατάλοιπα των τειχών του μεγάλου ναού της Πουλχερίας, τα οποία μάταια θα αναζητήσει στο επόμενο ταξίδι του. Είχε, όμως διατηρηθεί η βυζαντινή υπόγεια στοά, που έφερε το αγίασμα στο παρακείμενο "λουτρόν" ή λούμα, και συνέρρεαν σε αυτό αθρόως οι χριστιανοί, καθώς και στο πλησίον εντός του Πενταπυργίου αγίασμα του Αγίου Νικολάου.

Η ανέγερση του ναΐσκου πρέπει τελικά να πραγματοποιήθηκε λίγο πριν του 1860. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων, μας πληροφορεί ο Πασπάτης, "εὑρέθησαν τεμάχια μαρμάρου πορφυροῦ καὶ τμῆμα κίονος. Ταῦτα ἀνῆκον εἰς τὸ δάπεδον τοῦ βυζαντινοῦ ἁγιάσματος, διότι ἡ ἐκκλησία ἦταν ὑπεράνω αὐτοῦ".

Αξιόλογα ερείπια, κίονες, κιονόκρανα και θεμέλια ερυμνά, που εξαφανίστηκαν σχεδόν αμέσως, ανασκάφτηκαν, και το 1959, όταν κτιζόταν η πλυκατοικία έξω αριστερά του περιβόλου.

Σημαντικές οι καταστροφές που υπέστη ο χώρος αυτός κατά τα συμβάντα της 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955, κυρίως στο εσωτερικό, αλλά και στην ξύλινη στέγη και το νάρθηκα του ναΐσκου. Έκλεψαν τότε και το βαρύτιμο αργυρό υποκάμισο της Βλαχερνίτισσας Παναγίας και χάθηκε όλος ο συσσωρευμένος πλούτος του αγιάσματος. Με προσωπικό ενδιαφέρον του Αθηναγόρου του Α', ανακαινίσθηκε το προσκύνημα σχεδόν εκ βάθρων, και στις 26-6-1960 με πατριαρχική χοροστασία πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια και ο καθαγιασμός του ιερού των Βλαχερνών σκηνώματος.Πηγή: orthodoxianewsagency.gr











Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.