Εξόριστοι από το Σιγκλιό (Αντικύθηρα) στα Περβόλια την περίοδο της Κατοχής
Σήμερα, ο κ. Γιώργος Καρεφυλάκης, ο 93χρονος Περβολιανός, με καταγωγή από τα Μεσόγεια Κισσάμου θα μας εξιστορήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο μια θλιβερή ιστορία της Κατοχής, που αφορά την εκτόπιση όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων του Σιγκλιού (των Αντικυθήρων).
Για να την εννοήσουμε καλύτερα, ας πούμε προηγουμένως δυο λόγια για το Σιγκλιό, έτσι λένε τα Αντικύθηρα οι Κισσαμίτες μα και οι ναυτικοί.
Το Σιγκλιό, είναι ένα μικρό μικρό νησάκι έκτασης 20 τ. χλμ, απέχει από το Καστέλι 18 ν.μ. και από τα Κύθηρα 22 ν.μ. Άγονος και ορεινός τόπος, οι κάτοικοι είναι είτε ψαράδες, είτε ναυτικοί. Παλαιότερα είχε αρκετούς κατοίκους, στα μέσα του 20ου αιώνα ξεπερνούσαν τους 800, τώρα ζήτημα να είναι γύρω στους 20. Η θέση του, όμως, είναι σπουδαία στο σημείο που βρίσκεται, ανάμεσα στην Κρήτη και στα Κύθηρα, μπορεί όποιος το κατέχει να ελέγχει το πέρασμα, ειδικά σε περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων. Στο Σιγκλιό και στα Κύθηρα κατέφευγαν κυνηγημένοι Κρητικοί από τους Τούρκους, ειδικά μετά την επανάσταση του 1866 και αρκετοί έμειναν μόνιμα εκεί, ακόμα και ο Δήμαρχος Κυθήρων και Αντικυθήρων είναι Κισαμίτης, ο κ. Χαρχαλάκης. Και τώρα ο λόγος στον κ. Γιώργο. Που λες, κύριε Δάσκαλε, καλοκαιράκι έμπαινε και πηγαίναμε, ένα απογευματάκι με τον “σιόκαιρό” μου, τον μακαρίτη τον Συμεών Κατσανεβάκη, προς την Πλατεία στο Εικονοστάσι, εκεί που είναι τώρα οι Πέντε δρόμοι και βλέπουμε πολλά γερμανικά αυτοκίνητα να ξεφορτώνουν κόσμο. Σιμώσαμε και είδαμε από κοντά “κακοπορεμένους” ανθρώπους.
Άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους ως και ένα παπά ξυπόλητο, όλοι με μπόγους στην πλάτη και στα χέρια και είδη οικοσκευής που τα έθεταν με προσοχή στο χώμα, μα και ξύλινα βαρέλια, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Το πιο παράξενο, όμως για μας ήταν ότι κατέβαζαν από τα γερμανικά φορτηγά και ζώα. Γαϊδούρια και κατσίκες πολλές, κάτι μιτσιαλές κατσίκες λες και ήταν “ριφάκια”. Σιμώσαμε πιο πολύ, μπήκαμε ανάμεσά τους και τους ρωτήσαμε. – Από πού είστε, τι γυρεύετε εδώ; – Σιγκλιώτες είμαστε και μας έδιωξαν οι Γερμανοί από τον τόπο μας και πήραμε μαζί μας ό,τι μπορούσαμε. Αμέσως, τρέχω στο σπίτι μας και λέω στον πατέρα μου. – Μπαμπά, πιο πέρα στο Εικονοστάσι κουβαλήσανε οι Γερμανοί όλους τους Σιγκλιώτες. – Κουζουλάθηκες μωρέ, τι είναι αυτά που λές; – Αλήθεια είναι μπαμπά.
Πήγαμε μαζί με τον πατέρα μου στην Πλατεία στο Εικονοστάσι και ίσαμε είκοσι νοματαίοι τον αγκαλιάσανε, γιατί είχαμε σχέσεις και συγγενείς στο Σιγκλιό. Πήραμε στο σπίτι μας δυο οικογένειες, Τραχαλάκηδες, με τα ζωντανά τους, δυο γαϊδουράκια και κάμποσες κατσίκες. Το ’μαθε και ο παππούς μου, ο Μύρων και πήρε κι αυτός δυο οικογένειες, Πλουμίδηδες, συγγενείς μας κι αυτοί. Υπόψη ότι η γυναίκα του προπάππου μου, του Φραγκιού, η Ελένη Αλιβιζάκη ήταν από το Σιγκλιό. Πέραν από εμάς και άλλοι πολλοί χωριανοί πήραν κατατρεγμένες οικογένειες στα σπίτια τους, σε αυτό συνέβαλε και ο νέος πρόεδρος του χωριού ο Παλιός (Μαθιός Παλιουδάκης) με καταγωγή από τον Φονέ Αποκορώνου.
Ο προηγούμενος πρόεδρος, ο θείος μου ο Καράκης, παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Παλιός που ήξερε και Αγγλικά και συνεννοούνταν καλύτερα με τους Γερμανούς. Τα ζωντανά των εκτοπισθέντων περνούσαν μια χαρά, στο χωριό, ποτίζαμε τις μανταρινιές, το χορτάρι ήταν άφθονο και ένιωθαν πιο καλά από τον τόπο τους. Είπαμε και παραπάνω ότι κουβαλούσαν όλες οι οικογένειες και ξύλινα βαρέλια, όχι με κρασί, αλλά με παστωμένα ψάρια. Ψαράδες ήταν οι πιο πολλοί, τα ψάρια δεν τα πουλούσαν εύκολα, λόγω της πολύ αραιής συγκοινωνίας, ούτε υπήρχαν ψυγεία και καταψύκτες, τα πάστωναν λοιπόν και τα κατανάλωναν “εν καιρώ” όπως κάναμε κι εμείς εδώ παλιά με το χοιρινό κρέας που το κάναμε πηχτή. Εδώ, στο χωριό μας, λίγοι έμειναν για πολύ καιρό, οι πιο πολλοί έφυγαν αλλού για να βρουν δουλειά. Τώρα για το πότε επέστρεψαν στο νησί τους, δεν το ξέρω, ούτε έμαθα γιατί τους εκτόπισαν οι Γερμανοί. Ας είναι καλά το διαδίκτυο, που μας απάντησε και στα δύο ερωτήματα. Αναφέρει η κα Ελένη Χάρου για το δράμα των Αντικυθήρων.
Στις 7 Μαΐου του 1944 έξι μεγάλα γερμανικά βενζινόπλοια προσέγγισαν στον κόλπο των Αντικυθήρων με την εντολή να εκκενωθεί το νησί από όλο τον ντόπιο πληθυσμό, διότι οι Γερμανοί τους κατηγορούσαν ότι είχαν μετατρέψει τα Αντικύθηρα σε κέντρο πληροφοριών για τους συμμάχους και ότι τροφοδοτούσαν τα υποβρύχια των συμμάχων. Τα βενζινόπλοια, τούς μετέφεραν στα Χανιά και στο Καστέλι της Κρήτης. Η περιπέτειά τους κράτησε ως τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, οπότε επέστρεψαν στο νησί τους. Όταν γύρισε και ο εξόριστος ιερέας πήγε με όλο τον κόσμο στο Άγιο Μύρωνα, τον πολιούχο του νησιού και έψαλαν τη δοξολογία για τη διάσωση και τον επαναπατρισμό τους.
*Ο καταγραφέας Μανιαδάκης Γεώργιος, είναι συν/χος δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια