Ο Σπύρος Πλουμίδης διηγείται τους κινδύνους που έζησε στην Κρήτη και τα Αντικύθηρα όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο συμπάροικος Σπύρος Πλουμίδης διηγείται τις περιπέτειες και τους κινδύνους που έζησε στην Κρήτη και τα Αντικύθηρα όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Η ιστορία αυτή που θα αφηγηθούμε ξεκινάει από τα Αντικύθηρα το 1941, με τον 9χρονο τότε Σπύρο Πλουμίδη, να καταγράφει μέσα από τα κιάλια του τις πρώτες στιγμές της Μάχης της Κρήτης, σκηνές που θα αποτυπωθούν για πάντα στη μνήμη του.
Κάτοικος σήμερα του Albury της Αυστραλίας, ο 87χρονος Σπύρος Πλουμίδης, θυμάται πόσο δραστικά άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη, η ήρεμη ζωή του στο νησί των Αντικυθήρων. Τα ψαρέματα με τον πατέρα του, τα περιβόλια τους με τα φρούτα, ακόμα και το σπίτι τους, θα χαθούν, και στη θέση τους θα μπει ο πόλεμος.
Τα επόμενα πέντε χρόνια της ζωής του μετακινείται μεταξύ Κρήτης και Αντικυθήρων, «πάντα σε μια βάρκα ή πάνω στα βουνά». Θα δει αεροπλάνα να πέφτουν, αλεξιπτωτιστές να σκοτώνονται στον αέρα, θα έρθει αντιμέτωπος με το τουφέκι του Γερμανού και θα μάθει ακόμα να αναγνωρίζει και να αποσυναρμολογεί τις νάρκες που βρίσκονται σκορπισμένες στη θάλασσα και τις αμμουδιές.
Ατρόμητος όπως ήταν και έξυπνος, δεν ήταν λίγες οι φορές που βοήθησε τον αγώνα των Κρητικών. «Ήθελαν να με κάνουν αντάρτη. Βοηθούσα συχνά, αλλά δεν μου άρεσε όλος αυτός ο σκοτωμός και απέφευγα να ‘καταταχθώ’».
Όταν ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης, ο 9χρονος Σπύρος βρισκόταν στην κορυφή μιας πλαγιάς κοντά στο χωριό του το Κάστρο, και κοίταζε συγκλονισμένος μέσα από τα κιάλια του, την αεροπορική επίθεση των Γερμανών.
«Ο ουρανός ήταν γεμάτος αεροπλάνα, εκείνη τη μέρα. Καμιά φορά δεν μπορούσες να διακρίνεις ούτε το μπλε του ουρανού. Χτύπαγαν τα βαπόρια. Δύο αεροπλάνα χτυπημένα έπεσαν κατευθείαν πάνω σε δύο βαπόρια και τα βούλιαξαν. Τα ανατίναξαν όλα».
Ίσως ο Σπύρος Πλουμίδης να είδε εκείνη τη μέρα τη βύθιση του πολεμικού πλοίου HMS Gloucester στα δυτικά των Κυθήρων (15 μίλια μακριά από τα Αντικύθηρα) όταν χτυπήθηκε από ένα γερμανικό μαχητικό αεροσκάφος που στοίχισε τη ζωή σε 722 στρατιώτες και ναυτικούς.
«Και καθώς κοιτούσα μέσα από τα κιάλια μου είδα να πέφτει κι άλλο χτυπημένο αεροπλάνο που ερχόταν από την Κρήτη. Έπεσε στη θάλασσα, πιο έξω από το Κάστρο. Ο πατέρας μου με έναν φίλο του ήταν εκεί κοντά για ψάρεμα και πήγανε να σώσουν τους αεροπόρους. Ήταν γκρεμός στο σημείο αυτό οπότε δεν μπορούσαν να βγουν στη στεριά. Καθώς ήταν Γερμανοί τους πήγανε στις φυλακές που είχε το Κάστρο και ειδοποίησαν ένα υποβρύχιο να έρθει να τους πάρει».
Η ΚΡΥΦΗ ΕΞΟΔΟΣ ΓΙΑ ΚΡΗΤΗ ΜΕ ΒΑΡΚΑ ΚΑΙ ΚΟΥΠΙΑ
Δεν άργησε να έρθουν τα πάνω κάτω και για τους κατοίκους των Αντικυθήρων. «Δόθηκε εντολή να φύγουμε όλοι από το νησί για την Κρήτη, γιατί το νησί μας θα το βούλιαζαν». Το νησί των Αντικυθήρων το ήθελαν για να αποκτήσουν τον έλεγχο της θάλασσας στην περιοχή, καθώς βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, στην είσοδο του Αιγαίου, ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Πάρα πολλοί νησιώτες έφυγαν τότε με τα βαπόρια των Γερμανών για τα Χανιά.
«Εμείς όμως φύγαμε μόνοι μας. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και οι δύο αδελφάδες μου μπήκαμε σ’ ένα μικρό βαρκάκι. Γινόταν χαμός ακόμα με τα αεροπλάνα. Και έτσι κρυφτήκαμε στην παραλία Παντακιανά, στα Αντικύθηρα. Η παραλία είχε μια σπηλιά όπου μπορούσαν να χωρέσουν 2-3 καΐκια».
«Το ξέραμε το μέρος. Ψαρεύαμε συχνά εκεί κοντά. Είχε πάντα μπονάτσα. Ήμασταν λοιπόν δύο καΐκια, μοιραστήκαμε ό,τι είχαμε μεταξύ μας και μείναμε εκεί δυο-τρεις μέρες μέχρι να δούμε καλή μέρα και να φύγουμε χωρίς να μας πάρουν είδηση τα αεροπλάνα. Θέλαμε να πάμε στην Κρήτη. Ο πατέρας μου είχε μία ξαδέλφη κοντά στο Καβούσι (στο νομό Χανίων). Φύγαμε από τη σπηλιά νύχτα. Το φεγγάρι έλαμπε σαν να ήταν μέρα. Ξημέρωνε πια όταν φτάσαμε Κρήτη μετά από 6-7 ώρες με τον πατέρα μου στο κουπί. Όταν φτάσαμε στην ακτή, κάποιοι ψαράδες μας φώναξαν να προσέξουμε τις νάρκες και μας έδειξαν πώς να βγούμε στο λιμανάκι τους».
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΑ ΖΩΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
«Οι Γερμανοί έδωσαν εντολή να πάρουμε τα ζώα μας στην Κρήτη γιατί το νησί θα το χαλνούσαν. Εμείς είχαμε 160 πρόβατα στο νησί και κάποια στιγμή θα πήγαινα μόνος μου να τα φέρω στην Κρήτη».
«Πήγαμε στο Καστέλι και μαζί με έναν ξάδερφό μου ξεκινήσαμε για Αντικύθηρα να φέρουμε τα ζώα πίσω στο Καβούσι. Είχαμε περιβόλια, κότες και πρόβατα και ένα μοσχάρι, το οποίο χάσαμε. Το φάγανε οι Γερμανοί. Βρήκαμε το κουφάρι του πάνω από ντουφέκια που είχανε κρύψει».
Σε μια άλλη περίσταση, ήταν δεν ήταν 10 χρονών, κατέβαζε τα πρόβατά τους στο λιμάνι για να τα πάει στο Καστέλι. «Στο δρόμο μου, ήταν δύο Γερμανοί που όταν με είδαν άρχισαν τις πιστολιές. Τουφεκιές έσκαγαν δίπλα μου. Άρχισα να τρέχω. Τα πρόβατα όμως είχαν τα κουδούνια οπότε δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε όπου και να πηγαίναμε. Μας βρήκαν και σημάδεψαν τα τουφέκια πάνω μου. Ανάμεσα στα πρόβατα ήταν και το αρνί της αδελφής μου που το είχαμε περισσότερο σαν κατοικίδιο.
Ήταν παχύ-παχύ και το προσέχαμε ιδιαίτερα. Ο Γερμανός έδειξε αυτό το αρνί και μου είπε να το κουβαλήσω στην πλάτη μου. Πού να το σηκώσω; Έβγαλα τη ζώνη μου και προσπάθησα να το δέσω πάνω μου. Όταν το κατέβασα τελικά, μου ρίχνει ο ένας μια κλοτσιά που με στέλνει να σέρνομαι στα χαλίκια. Σηκώθηκα κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα».
ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΞΥΠΝΟΣ ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ, ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΕΠΑΙΡΝΕ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Όταν κατέβηκαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, υπήρχε σχέδιο των Κρητικών να τους προϋπαντήσουν.
Η πρώτη σειρά των Γερμανών στρατιωτών όδευε προς τον Πλάτανο. «Τρεις νεαροί, κρυφτήκαμε πάνω στις οροφές των σπιτιών και παραμονεύαμε. Ο Πλάτανος ήταν ένα σταυροδρόμι και περιμέναμε να δούμε ποιο δρόμο θα επέλεγαν. Κρατούσαμε τις σφεντόνες έτοιμες και όταν έστριψαν οι Γερμανοί στείλαμε την πέτρα στην κατεύθυνση που πήραν. Με το κεφάλι κάτω δίναμε το σήμα. Κι έτσι οι Κρητικοί τους περίμεναν και τους διέλυσαν».
«Το Καβούσι όπου μέναμε, ήταν κοντά στον προφήτη Ηλία όπου είχαν την έδρα τους οι αντάρτες. Ήταν πολύ ψηλά και πάντα απορούσα πώς κατάφεραν να χτίσουν εκκλησία εκεί πάνω. Οι αντάρτες πέταγαν από εκεί ψηλά φωτοβολίδες και έλαμπε η νύχτα. Οι Γερμανοί, βλέπεις, όταν κατάλαβαν ότι δεν τα βγάζουν πέρα με τους Κρητικούς έστειλαν αλεξιπτωτιστές. Αλλά όπως πηδούσαν από τα αεροπλάνα, δεν πρόφταιναν να αγγίξουν το έδαφος και τους σκότωναν οι αντάρτες. Το έβλεπα αυτό καθώς τους έριχναν και έπεφταν κάτω σκοτωμένοι και πολύ με στεναχωρούσε. Ήταν πολύ άσχημο. Χιλιάδες σκοτώθηκαν έτσι και δεν μπορούσα να το χωνέψω.
Τουλάχιστον να τους άφηναν να φτάσουν κάτω και μετά να πιαστούν».
Κατά τη διάρκεια της Αντίστασης, πολλές φορές έδειξε τα κρυφά μονοπάτια στα βουνά στους Αυστραλούς και Άγγλους στρατιώτες, που προσπαθούσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία. «Έσμιγαν με τους αντάρτες στα βουνά και βοήθαγαν και εκείνοι τους Κρητικούς».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ
«Όταν γυρίσαμε πίσω δεν είχαμε σπίτι να μπούμε μέσα. Βρήκαμε σφαίρες μέσα στους τοίχους». Ο πόλεμος ακόμα συνεχιζόταν και από το σπίτι τους θα περάσουν Ιταλοί, Αυστραλοί, Άγγλοι και στο τέλος οι Γερμανοί. «Οι Ιταλοί το μόνο που ήθελαν ήταν να φάνε και να πιούνε. Οι Γερμανοί ήθελαν να τα καταστρέψουν όλα».
Προς το τέλος του πολέμου επέστρεψα στην Κρήτη για να δω τους φίλους μου. Εκεί μου έμαθαν πώς να βρίσκω νάρκες στις αμμουδιές. Τις μαζεύαμε και τις ανοίγαμε. Ήταν πολύ λεπτή και επικίνδυνη δουλειά. Έπρεπε να τα ελέγξεις πολύ καλά πριν τα αγγίξεις».
Ο νεαρός Σπύρος Πλουμίδης θα βρει αρκετές φορές τον μπελά του με τις νάρκες. Μια φορά κουφάθηκε για τρεις μήνες, ενώ μια άλλη, παραλίγο να κάψει το νησί του. «Τη γλίτωσα, λέω, θα τα παρατήσω. Είπα στον πατέρα μου, θα τα παρατήσω και θα πάω στην Αυστραλία».
Στην Αυστραλία ήρθε 19 χρόνων χάρη στην πρόσκληση που του έστειλε ο θείος του. Την εβδομάδα που έφυγε του ήρθε το χαρτί να πάει στον στρατό. «Τριάντα πέντε μήνες στρατιώτης με δύο αδελφές, τους γονείς μου και να έχουμε χάσει τα πάντα, δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να πάω στην Αυστραλία να βοηθήσω την οικογένειά μου».
Μαθημένος στην περιπέτεια και τον κίνδυνο, ο Σπύρος Πλουμίδης θα διαλέγει πάντα τον πιο δύσκολο δρόμο στη ζωή του. Στην Αυστραλία θα γυρίσει όλη τη χώρα, επιλέγοντας τις δύσκολες δουλειές που έβρισκε σε διάφορα σημεία στον δρόμο του. Κάποια στιγμή εγκαθίσταται στην επαρχιακή πόλη Glen Innes, όπου οι Έλληνες ήταν ελάχιστοι. Αλλά χάρη στη συμμετοχή του στον πόλεμο, απέκτησε το σεβασμό της κοινωνίας. Δεν ήταν λίγοι οι Αυστραλοί που είχαν επιστρέψει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχοντας παλέψει δίπλα στους Έλληνες.
Τους δικούς του στα Αντικύθηρα συνεχίζει να τους βοηθάει για χρόνια. Θα επιστρέψει στο νησί μόνο όταν η μητέρα του, μεγάλη και άρρωστη πια, τον παρακαλεί να γυρίσει «για να σε πάω στην εκκλησία να παντρευτείς και να φτιάξεις τη ζωή σου». Εκεί θα παντρευτεί τη Χρυσούλα και μαζί θα γυρίσουν στην Αυστραλία. «Πήγα στην Ελλάδα και παντρεύτηκα την καλύτερη στον κόσμο. Είναι καλή σε όλα της. Πενήντα χρόνια τώρα ήμαστε παντρεμένοι, με τέσσερα παιδιά και εγγόνια. Δουλέψαμε σκληρά και είμαι χαρούμενος».
Δεν υπάρχουν σχόλια