Στα Κύθηρα του Στέφανου Ρόκου
Ο Στέφανος Ρόκος |
Αυτό που, κυρίως, με γοητεύει στη ζωγραφική του Στέφανου Ρόκου, είναι ότι αποδίδει μια εικόνα σταθερή, χωρίς να φαίνεται ακίνητη.
«Άμα δεν ξέρεις τίποτε με τα χέρια σου, γίνεσαι απάνθρωπος» μου είχε πει κάποτε ο Αλέκος Φασιανός. Τότε θεώρησα πως ο ζωγράφος αναφέρεται απλώς στην τέχνη του, ίσως με μία δόση εξιδανίκευσης του χειροποίητου χαρακτήρα της ζωγραφικής. Το πραγματικό νόημα της φράσης, μου αποκαλύφθηκε μέσα από την κουβέντα με τον νεότερο ομότεχνό του, Στέφανο Ρόκο.
Η ζωγραφική των δύο μοιάζει πολύ σε αυτό: φεύγει από τη διάσταση του τελάρου και κυκλοφορεί σε βιβλία, δίσκους, θεατρικά προγράμματα, μας γνωρίζει ταινίες ή συναυλίες, ενδύεται το περιεχόμενό τους και τα συστήνει με έναν τρόπο αμιγώς προσωπικό. Και αν ο Φασιανός είναι από τους πιο γνωστούς ζωγράφους στο εξωτερικό, τότε ο γεννημένος το ’77 Ρόκος, είναι από τους καλλιτέχνες που σταθερά και με δυνατές συνεργασίες, χτίζει μια διεθνή πορεία.
Αυτό που, κυρίως, με γοητεύει στη ζωγραφική του Στέφανου Ρόκου, είναι ότι αποδίδει μια εικόνα σταθερή, χωρίς να φαίνεται ακίνητη. Όποιος παρακολουθεί τον εικαστικό από την πρώτη του ατομική στο «Αγκάθι» (2001) έως την τελευταία του έκθεση στο Μπενάκη της Πειραιώς, θα δει πώς εξελίσσει ένα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού εν κινήσει.
Στις δύο διαστάσεις, ο καλλιτέχνης έχει πετύχει τούτο το οξύμωρο: να καταγράφει τον χρόνο που περνά.
Τα έργα του μοιάζουν περισσότερο με «φιλμ μικρού μήκους», όπου ο θεατής βλέπει, ακούει, αισθάνεται τις ρεαλιστικές ή φανταστικές σκηνές της ζωγραφικής του. Κι αυτό είναι ένα κατόρθωμα που λίγοι ζωγράφοι το έχουν καταφέρει, πόσο μάλλον στην ηλικία του.
Την αφορμή της συνέντευξης έδωσε η παρουσία του στην ομαδική έκθεση που οργάνωσε η γκαλερί «follow your art», στο Καψάλι των Κυθήρων. Λίγο πριν την επιστροφή στην Αθήνα και τις υποχρεώσεις, ο καλλιτέχνης μιλά από το αγαπημένο του νησί για έναν προορισμό που ετοιμάζει.
Στέφανος Ρόκος: «Στο νησί ήρθα για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του ’15 κι έκτοτε το επισκέπτομαι κάθε χρόνο. Τότε, θυμάμαι, στα εγκαίνια της έκθεσης του Άγγελου Αντωνόπουλου, γνώρισα τη Γεωργία Τσέρη, η οποία μου πρότεινε να οργανώσει μια ατομική έκθεση τον επόμενο χρόνο.
To 2016 λοιπόν παρουσίασα ένα μέρος της ενότητας «Η Εποχή του Ηλεκτρισμού». Από τότε, συμμετέχω στις ομαδικές της γκαλερί και παρουσίασα μια δεύτερη ατομική το 2019, με τις μεταξοτυπίες και τις μονοτυπίες που προέκυψαν κατά τη δημιουργία τους στο εργαστήριο μεταξοτυπίας Tind, από την ενότητα «Stefanos Rokos: Nick Cave & The Bad Seeds’ No More Shall We Part: 14 paintings 17 years later» (το εκθεσιακό γεγονός φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2019, ενώ τον ίδιο τίτλο φέρει το βραβευμένο ντοκιμαντέρ από τις Ρηνιώ Δραγασάκη και Αρασέλη Λαιμού).
Η μεταξοτυπία είναι αρκετά παρεξηγημένη στις μέρες μας. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Είναι παρεξηγημένη γι’ αυτούς που νομίζουν ότι πρόκειται για φωτογραφική αναπαραγωγή ενός ζωγραφικού έργου. Στην ουσία, είναι ένα αυτόνομο έργο που έχει δική του τεχνική. Η λογική είναι αυτή της χαρακτικής κατά την ευρύτερη έννοια, κι αν καταλάβει ο κόσμος τα στάδια της δημιουργίας ενός έργου με την μέθοδο της μεταξοτυπίας, δεν θα υπάρχει ίχνος παρεξήγησης.
Η αγορά δεν προκάλεσε παρανοήσεις;
Βεβαίως, ειδικά την περίοδο του ’80, υπήρξε στην Ελλάδα άνθηση της μεταξοτυπίας των αντιτύπων που προέρχονταν από ζωγραφικά έργα – και όχι μόνο της κανονικής μεταξοτυπίας -, τα οποία ήταν απρόσιτα στο ευρύ κοινό όπως έργα μεγάλων ζωγράφων, πχ του Μόραλη, του Τσαρούχη.
Οι καλλιτέχνες ενέκριναν το αποτέλεσμα της εκτύπωσης και αριθμούσαν και υπέγραφαν τα αντίτυπα. Προσοχή όμως: με αυτή τη μέθοδο τα αντίτυπα ήταν τυπωμένα σε καλό χαρτί και με καλά μελάνια, αλλά στην ουσία το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ καλής ποιότητας αφίσα, με αρίθμηση και υπογραφή του καλλιτέχνη. ’Ετσι σιγά σιγά ευτελίστηκε ο όρος της μεταξοτυπίας, η οποία έχει πολλή χειρωνακτική δουλειά από πίσω, μήτρες, λέηερς και πάρα πολύ δημιουργική και καλλιτεχνική διαδικασία εκτύπωσης των αντιτύπων που απαιτεί γνώση και εμπειρία.
Και πάντως, οι δύο καλλιτέχνες δούλευαν και μεταξοτυπίες, δεν τις παρήγαγαν μαζικά με ελαφρά καρδιά.
Φυσικά, έχουμε σπουδαία έργα από τον Μόραλη, τον Τσαρούχη και πολλούς ακόμα μεγάλους ζωγράφους τα οποία δημιουργήθηκαν με την κλασική μέθοδο της μεταξοτυπίας , αλλά τότε ήταν που εκμεταλλεύτηκαν πολλοί στον χώρο του εμπορίου της τέχνης την έννοια της αναπαραγωγής των αντιτύπων. Αυτό γέννησε μια ευκολία στις πωλήσεις και ξέφυγε η φωτογραφική αναπαραγωγή, υποκαθιστώντας στα μάτια πολλών την αυτόνομη ζωγραφική αξία.
Σήμερα η μεταξοτυπία «κινδυνεύει» από ψηφιακές τεχνικές;
Σε καμία περίπτωση. Είναι χειροποίητη κι εντελώς διαφορετική από τη λογική του ψηφιακού. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μεγάλη επιστροφή σε χειροποίητες πηγές, διότι ο κόσμος έχει κουραστεί με τα ψηφιακά. Θέλει να νιώσει το προσιτό, το ανθρώπινο χέρι μέσα στο έργο.
Το βλέπω και στη μουσική με την επιστροφή στα βινύλια, ενώ η κεραμική είναι ξανά παρούσα. Κι ένας από τους λόγους που βοήθησαν σήμερα να γίνει η χειροποίητη τεχνική της μεταξοτυπίας της μόδας, είναι το εργαστήριο Tind με το οποίο συνεργάζομαι κι εγώ τα τελευταία δέκα χρόνια.
Εκεί, πατέρας και γιος, οι Χρύσανθος και Μανώλης Αγγελάκης, δουλεύουν σε συνεργασία με τους εικαστικούς, την αυθεντική μεταξοτυπία. Τι εννοώ με αυτό: ακόμη και 200 αντίτυπα να παράξεις, το καθένα έχει μια ελάχιστη, μικρή διαφορά από το προηγούμενο και το επόμενο. Είναι όλα τους, ελαφρώς μοναδικά.
Ο Φασιανός έλεγε ότι πρέπει να εμπιστεύεσαι το τυχαίο, ακόμη και το «λάθος», γιατί είναι αυτό που δίνει χάρη στο έργο. Το πιστεύεις κι εσύ;
Απολύτως! Τα έργα μου είναι γεμάτα λάθη… (γέλια). Αυτά γίνονται τελείως τυχαία κι απροσδόκητα, αλλά τα εντάσσω στο τελικό αποτέλεσμα. Και μ’ αυτά χτίζεται το έργο.
Για το έργο σου, νιώθω ότι δουλεύεις όπως ο μοντέρ. Είναι δηλαδή σαν να βλέπω ζωγραφικά «καρέ», που το ένα διαδέχεται ή παρεισφρέει μέσα στο άλλο με μια αντίληψη που είναι εντελώς δική σου. Το διαβάζω σωστά;
Δεν μου το έχουν ξαναπεί, αλλά ναι, συμφωνώ και μου αρέσει αυτή η ανάγνωση. Πάντα, από την πρώτη μου ατομική κιόλας, έκανα κολάζ με χαρακτικά έργα μου, με λεπτομέρειες από τυπώματα που έκανα επίτηδες περίεργα ή που δεν ήταν σωστά στο τελικό τους αποτέλεσμα.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, δουλεύω πάλι με αυτήν την λογική χωρίς να κάνω κολάζ. Τα στοιχεία αυτά του «μοντάζ» που λες ότι υπάρχουνε, γίνονται τελείως συνειδητά, χωρίς να προσθέτω πια και να επικολλώ άλλο υλικό. Και βέβαια, υπάρχει πολύ αυτό το θέμα με τα layers, το ένα πάνω στο άλλο κι αποσπασματικά δεμένα στιγμιότυπα από μία αφήγηση.
Πολλοί επικεντρώνονται στη μουσική όταν μιλούν για το έργο σου.
Η μουσική υπήρχε πάντα στη δουλειά μου από τα φοιτητικά μου χρόνια, πιο άγουρα στην αρχή, και μετά εντάχθηκε πολύ συνειδητά, ώσπου έγινε εμφανής στη δεύτερη ατομική μου έκθεση με τίτλο «Θόρυβος και Χρήσιμα Αντικείμενα» που παρουσιάστηκε το 2005 στην Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι.
Έκτοτε, για πολλά χρόνια, έμεινε συνδεδεμένη με το έργο μου, εννοιολογικά, αλλά και πρακτικά. Για παράδειγμα, διοργάνωνα στα εγκαίνια live με συγκροτήματα και στα έργα υπήρχαν ευθείες αναφορές με στίχους, με αποκορύφωμα την έκθεση που προέκυψε από την συνεργασία μου με τον Νικ Κέιβ στο Μουσείο Μπενάκη.
Για πρώτη φορά, όμως, δεν θα υπάρχει καμία μουσική αναφορά στην επόμενη ατομική έκθεση που ετοιμάζω. Ήταν ανάγκη να βάλω ο ίδιος «τρικλοποδιά» στον εαυτό μου, γιατί μετά από την επιτυχία και την προβολή με τον Κέιβ, ήθελα να «μαζευτώ» και να ασχοληθώ με ένα θέμα που δεν είχα κάνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και το φανταζόμουν. Κάτι καινούργιο για μένα.
Έλεγα ότι δεν θα σε ρωτήσω τίποτε για τον Κέιβ – έχουν γραφτεί πάρα πολλά -, όμως το έργο σου χαρακτηρίζει η μουσικότητα, επειδή έχει ρυθμό κι αυτό πρέπει να είδε ο Κέιβ σε σένα. Το επισημαίνω γιατί δεν σου «χαρίστηκε» απλώς, αλλά είδε πράγματα στη δουλειά σου που του πήγαιναν.
Μα κι ο ίδιος μου είχε πει πως είχε δεχτεί στο παρελθόν πολλές προτάσεις για αντίστοιχες συνεργασίες. Όντως, είδε κάτι κοινό, αλλά και διαφορετικό μαζί. Είναι σα να βλέπουμε το ίδιο πράγμα από διαφορετικές γωνίες. Ίσως ο κόσμος περίμενε μία ζωγραφική απεικόνιση των τραγουδιών του σε μαύρο-άσπρο, μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στη ζωγραφική μου, αλλά είναι δοσμένα με χρώμα. Την τελευταία δεκαετία που γνωριζόμαστε με τον Κέιβ, τα παρακολουθεί, του αρέσουν και, σίγουρα, βρίσκει κάτι κοινό με τη μουσική του.
Όσον αφορά το ρυθμό, αυτός θα παραμείνει στο έργο μου κι είναι άλλωστε κάτι που το επιδιώκω. Δεν θέλω μια στατική εικόνα, αποζητώ στην εικόνα μία ροή. Νομίζω πρόκειται γίνει περισσότερο εμφανές σε ένα animation που ετοιμάζω για την επόμενη έκθεση. Παρόμοια, μέσα στα έργα θα υπάρχει η αίσθηση της μουσικότητας και ο ρυθμός.
Προηγούμενα μίλησες για το χειροποίητο και φάνηκε πόσο σου αρέσει να δουλεύεις με τα χέρια, να πιάνεις υφές, υλικά. Αυτό είναι κληρονομιά της μητέρας σου, δηλαδή δάνειο από τη χαρακτική; (σημ. η γνωστή χαράκτρια Ρουμπίνα Σαρελάκου)
Και της μητέρας μου, αλλά και του πατέρα μου που είναι γλύπτης (Κυριάκος Ρόκος). Ως παιδί είχα μεγάλη περιέργεια για το πώς γίνονται οι ξυλογραφίες που έφτιαχνε η μητέρα μου και μάλιστα έλεγα μικρός ότι θα γίνω «ζωγράφος και χαράκτρια» (γέλια). Ο αδελφός μου ο Δημήτρης είναι επίσης ζωγράφος, όλοι δουλεύουμε τελείως χειρωνακτικά.
Το έργο σου το βλέπουμε και σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών. Πολλοί καλλιτέχνες, αν δε βλέπουν με καχυποψία, τουλάχιστον δυσπιστούν για το καλλιτεχνικό βάρος που έχουν αντικείμενα καθημερινά, είδη «της αγοράς». Αυτή η αντίληψη θεωρείς ότι ισχύει ακόμη και καλλιεργείται στα νέα παιδιά της Σχολής Καλών Τεχνών;
Θυμάμαι στα χρόνια των σπουδών στην ΑΣΚΤ, φοιτητές να σχολιάζουν με σκληρό τρόπο τον Μυταρά για τις επιλογές του∙ επειδή έδινε έργα του για μαντήλια, κούπες, αντικείμενα σπιτιού και ήταν πολύ αυστηροί απέναντι σε αυτό.
Ποτέ δεν ήμουν αυτής της αντίληψης και πιστεύω ότι η ζωγραφική μου, αν οπωσδήποτε πρέπει κάπου να την κατατάξουμε, είναι μία pop τέχνη με αναφορές underground μέχρι popular.
Με αυτή την έννοια μου αρέσει η ζωγραφική μου να κοσμεί εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων, να χρησιμοποιηθεί ως μοτίβο σε ένα ωραίο φόρεμα, στα πάντα. Αρκεί να γίνεται σωστά και με την έγκρισή μου.
Αλλά και η Καλών Τεχνών πια βγάζει πολλούς φοιτητές που ασχολούνται καλλιτεχνικά με το ντιζάιν και τη μόδα, με τη γραφιστική εφαρμοσμένη τέχνη και γίνονται σαφώς πολύ καλύτερα πράγματα απ’ ότι στη δική μου την εποχή. Για παράδειγμα, μια ομάδα αποφοίτων της Σχολής Καλών Τεχνών είναι η «Serapis» που σχεδιάζει και δημιουργεί τυπώματα σε ρούχα με εξαιρετικό αποτέλεσμα. Αυτό το θεωρώ ισάξιο με ένα έργο τέχνης.
Νέα δουλειά σου πότε θα δούμε;
Τον Απρίλιο του 2022 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Θα είναι μια σημαντική έκθεση για μένα, καθώς καταπιάνομαι με ένα θέμα που δεν με είχε απασχολήσει ποτέ ως τώρα, ένα σύντομο μεγάλο εσωτερικό ταξίδι στο εξωτερικό.
Στα Κύθηρα τι βρίσκεις;
Εδώ και επτά χρόνια βρίσκω μια ησυχία παρόμοια με αυτή στη Νάξο όπου έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια. Νιώθω πια οικεία σε ένα χώρο όπου μου αρέσουν τα πάντα και αισθάνομαι – χωρίς να θέλω ν’ ακουστεί βαρύ – ότι γίνομαι μέρος του νησιού. Σημεία αναφοράς που αναζητώ κάθε χρόνο είναι η Χύτρα (το νησάκι απέναντι), το Κάστρο, σπίτια αγαπημένων φίλων μέσα στη Χώρα και βέβαια, η γκαλερί και το μπαρ της Γεωργία και του Αντώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια