Περί διώξεως Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος
Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Μετά την πρόσφατη επί διήμερο συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ήλθε και πάλι στο προσκήνιο η γνωστή και επί μήνες διαιωνιζόμενη υπόθεση των δύο Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, του Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά και του Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ.
Για να κρίνουμε την νομιμότητα της νέας αυτής εξελίξεως, θα πρέπει να δούμε το σχετικό απόσπασμα από το ίδιο το Δελτίο Τύπου, που εξέδωσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Το απόσπασμα έχει ως εξής:
«Συνήλθε επί διήμερο, την Τετάρτη 25 και την Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος της 164ης Συνοδικής Περιόδου, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
- Λαβούσα υπ’ όψιν την εισήγηση της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων σχετικώς προς τις επιστολές και λοιπές ενέργειες των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά και Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ και κατόπιν της από 15ης Ιουλίου ε.έ. αποφάσεώς Της, εδέχθη τους εν λόγω Αρχιερείς για να παράσχουν προφορικές εξηγήσεις αναφορικώς προς τις επιστολές και λοιπές ενέργειές τους, με τις οποίες εξεδήλωσαν απειθαρχία και έλλειψη σεβασμού προς την ομόφωνη απόφαση του συλλογικού οργάνου διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως προς την έκτακτη διαδικασία τελέσεως των Ιερών Ακολουθιών εξαιτίας των υγειονομικών περιορισμών.
Μετά την ακρόασή τους θεώρησε ανεπαρκείς τις παρασχεθείσες εξηγήσεις και ζήτησε την εκ μέρους τους επικαιροποίηση των υπεσχημένων κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία και την Διαβεβαίωση τους, ως προς την συμμόρφωσή τους προς τις εκάστοτε συνοδικές αποφάσεις.
Μετά ταύτα, αρνηθέντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών να αποδεχθούν την πρόταση της Δ.Ι.Σ., όρισε ομοφώνως – δυνάμει του άρθρου 143 του Νόμου 5383/1932 «Περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» – ανακριτές, διά μεν τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, και διά δε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμο».
Λοιπόν, όπως προκύπτει από το παραπάνω κείμενο, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 143 του ν. 5383/1932 και να προχωρήσει την διαδικασία διώξεως των δύο προαναφερθέντων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών.
Αυτό που μένει, είναι να δούμε, αν ορθώς προχώρησε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος στην απόφαση αυτή.
Κατά το άρθρο 143 πργφ. 1: «Η Ιερά Σύνοδος λαβούσα γνώσιν είτε κατ' ακολουθίαν μηνύσεως είτε άλλως πως ότι Αρχιερεύςυπέπεσεν εις παράπτωμα επαγόμενον εκκλησιαστικήν ποινήν εντέλλεται, εάν κρίνη, ότι συντρέχει περίπτωσις διώξεως, εις ένα των Αρχιερέων, όπως προβή εις τας αναγκαίας ανακρίσεις μετά προηγουμένην πρόσκλησιν του κατηγορουμένου προς παροχήν πληροφοριών».
Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να ασκηθεί δίωξη κατά Αρχιερέα, θα πρέπει:
• Να ενεργήσει η Ιερά Σύνοδος. Ως τέτοια νοείται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και όχι η Σύνοδος της Ιεραρχίας, καθόσον όπου ο ν. 5383/1932 αναφέρεται στην «Ιερά Σύνοδο» - ιδίως στις διατάξεις περί τρόπου συγκροτήσεως των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων – εννοεί σαφώς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και όχι την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας.
• Η οποία, είναι αυτή που θα λάβει γνώση είτε κατόπιν μηνύσεως είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ότι Αρχιερέας τέλεσε κανονικό παράπτωμα, το οποίο επισύρει εκκλησιαστική ποινή.
• Και η οποία, μόλις πληροφορηθεί τα υπό 2) στοιχεία και κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση διώξεως πρέπει εντός ευλόγου χρόνου να ορίσει μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ως ανακριτή, αφού όμως προσκληθεί προηγουμένως και ο κατηγορούμενος για παροχή πληροφοριών.
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς, ότι απαίτηση του νόμου είναι η χρονική συνάφεια και διασύνδεση μεταξύ της γνώσεως ότι τελέστηκε τιμωρητέο κανονικό παράπτωμα και του ορισμού ανακριτή για την άσκηση της διώξεως.
Τηρήθηκε όμως αυτή η προϋπόθεση στην περίπτωσή μας;
Στις 11 και 12 Μαΐου 2021 συνεδρίασε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και συζήτησε μεταξύ άλλων και την συμπεριφορά δύο Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, του Μητροπολίτη Κυθήρων και του Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας σε σχέση με τον εορτασμό της περιόδου του Πάσχα.
Από το εκδοθέν Δελτίο Τύπου προκύπτει ότι:
Πρώτον, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (βλ. στο Δελτίο Τύπου, στοιχείο Α):
α) έλαβε γνώση ενεργειών εκ μέρους κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος,
β) οι οποίες εκδηλώθηκαν εκ προθέσεως, δηλαδή με δόλο, και
γ) αφορούσαν στην παραβίαση ομοφώνων συνοδικών αποφάσεων, με τις οποίες ρυθμίσθηκαν θέματα εορτασμού κατά την πασχαλινή περίοδο.
Δηλαδή, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ήδη την προτεραία της συνεδριάσεώς της γνώριζε την τέλεση από κληρικούς της Εκκλησίας της Ελλάδος – και δη Μητροπολίτες - του κανονικού παραπτώματος της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση.
Δεύτερον, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (βλ. στο Δελτίο Τύπου, στοιχείο Β):
α) αποφάσισε να απευθυνθεί στην Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, ζητώντας από την Επιτροπή να σχηματίσει φακέλους και να υποβάλλει εισηγήσεις, σχετικώς με τις ενέργειες, στις οποίες θα έπρεπε η αιτούσα Διαρκής Ιερά Σύνοδος να προχωρήσει, με αφορμή τις επιστολές και λοιπές ενέργειες των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Κυθήρων και Αιτωλίας και Ακαρνανίας και
β) αποφάσισε, ότι εν λόγω Αρχιερείς δεν πειθάρχησαν και δεν σεβάστηκαν την ομόφωνη συνοδική απόφαση σε σχέση με την έκτακτη διαδικασία τελέσεως των Ιερών Ακολουθιών εξαιτίας των υγειονομικών περιορισμών.
Δηλαδή, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ήδη τον Μάϊο του 2021 αναβίβασε την Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων σε ρόλο ανακριτή αλλά και νομικού συμβούλου αυτής και ταυτοχρόνως απεφάνθη, ότι οι προαναφερθέντες Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες διέπραξαν το κανονικό παράπτωμα της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση.
Συνεπώς, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τον Μάϊο του 2021:
• Αφού έλαβε πληροφορίες ήδη για την πιθανή τέλεση τιμωρητέων κανονικών παραπτωμάτων, αποφάσισε και την συνέχιση της διαδικασίας. Όρισε λοιπόν και ανακριτή την προαναρφερθείσα Επιτροπή, μόνον που ο ορισμός αυτός έγινε κατά παράβασιν της κείμενης νομοθεσίας και δη του άρθρου 143.
• Διαπίστωσε μάλιστα και οριστικώς ότι οι προαναφερθέντες Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες διέπραξαν το κανονικό παράπτωμα της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση, ενώ υποτίθεται, ότι η έρευνα περί αυτού είναι έργο του ανακριτικού οργάνου.
Τρίτον, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απεφάνθη επίσης (βλ. στο Δελτίου Τύπου, στοιχείο Γ), ότι ο ένας εκ των δύο Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών – ο Κυθήρων και Αντικυθήρων – τέλεσε εκ νέου και για δεύτερη φορά το ίδιο παράπτωμα.
Συγκεφαλαιώνοντας, τον Μάϊο του 2021 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, έλαβε γνώση περί τελέσεως κανονικού παραπτώματος από δύο Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, μάλιστα δε για τον έναν εκ των δύο, τον Κυθήρων, γνώριζε, ότι τέλεσε εκ νέου και για δεύτερη φορά το ίδιο παράπτωμα.
Αντί, λοιπόν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 143 πργφ. 1 Ν. 5383/1932, στην συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου του Ιουνίου 2021:
α) να καλέσει τους δύο Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες για παροχή εξηγήσεων και
β) εφόσον έκρινε τις εξηγήσεις μη ικανοποιητικές, να ορίσει έναν Αρχιερέα ως ανακριτή και έκαστο των δύο Μητροπολιτών,
η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απείχε από οποιαδήποτε απόφαση, αν και τονίζω, όχι μόνον είχε πληροφορηθεί περί της τελέσεως κανονικών παραπτωμάτων αλλά είχε αποφανθεί και περί της κατ’ ουσίας τελέσεώς τους.
Τούτο σημαίνει, ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν άσκησε τις εκ του νόμου αρμοδιότητές της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και δεν ανήκει η άσκησή τους στην διακριτική ευχέρειά της, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί η εκ του νόμου αυτονόητη απαίτηση της κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 143, μόλις έλθουν σε γνώση των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στοιχεία περί τελέσεως κανονικών παραπτωμάτων.
Συνεπώς, η αντίδραση αυτή – ή μάλλον καλύτερα η μη αντίδραση – της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου αφαίρεσε από την κυοφορούμενη – τότε – διαδικασία το νόμιμο υπόβαθρο για την μετέπειτα εφαρμογή του άρθρου 143 πργφ. 1 του ν. 5383/1932.
Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται και από τις μετέπειτα εξελίξεις. Ειδικότερα, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, αφού άφησε να παρέλθει άπρακτη η συνεδρίαση του Ιουνίου 2021, συνεδρίασε τον Ιούλιο του 2021.
Και στην συνεδρίαση αυτή αποφάσισε επιτέλους, δύο και πλέον μήνες μετά την γνώση των στοιχείων για τέλεση κανονικών παραπτωμάτων, να καλέσει τους δύο Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες για παροχή των εξηγήσεων του άρθρου 143 πργφ. 1 ν. 5383/1932 στην συνεδρίαση του Αυγούστου 2021, δηλαδή πλέον τρεις και πλέον μήνες μετά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασθένησε έτι περαιτέρω την άμεση διασύνδεση πληροφορήσεως περί τελέσεως τιμωρητέων κανονικών παραπτωμάτων και κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 143 πργφ. 1 Ν. 5383/1932.
Στην συνεδρίαση, λοιπόν, του Αυγούστου 2021, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, αφού άκουσε τις εξηγήσεις των δύο Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αποφάσισε τον ορισμό ανακριτών, για την συνέχιση της διαδικασίας διώξεως των δύο Μητροπολιτών.
Όμως, λόγω της παρελεύσεως τριών μηνών από τον χρόνο, που η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έλαβε γνώση στοιχείων περί τελέσεως τιμωρητέων κανονικών παραπτωμάτων, διερράγη η εκ του νόμου απαιτούμενη χρονική συνάφεια και αμεσότητα μεταξύ της ως άνω γνώσεως και της κινήσεως της διαδικασίας διώξεως, με αποτέλεσμα να απόλλυται η νομική βάση για την συνέχιση της διαδικασίας του άρθρου 143 πργφ. 1 Ν. 5383/1932.
Η δε διάρρηξη αυτή δεν θεραπεύεται, διότι η εκτός του πνεύματος του νόμου χρονική απόσταση μεταξύ γνώσεως των στοιχείων περί τελέσεως κανονικών παραπτωμάτων και κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 143 πργφ. 1 δεν δύναται να καλυφθεί εκ των υστέρων.
Άπαξ και παρήλθε ο εύλογος χρόνος μεταξύ γνώσεως και κινήσεως της διαδικασίας, η κίνηση της διαδικασίας χάνει το κύριο θεμέλιο της και καθίσταται κατά νόμον αβάσιμη.
Πολλώ δε μάλλον, όταν η παρέλευση του ευλόγου αυτού χρόνου οφείλεται σε υπαιτιότητα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, δηλαδή του αρμοδίου οργάνου, διότι η ίδια αρνούμενη να ασκήσει τις εκ του νόμου αρμοδιότητές της, υπέβαλε ερώτημα για τον τρόπο ασκήσεώς τους παρανόμως προς την Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Υποθέσεων, την οποία έχρισε επίσης παρανόμως κατ’ ουσίαν ανακριτή.
Οπότε, ούτε και επανάληψη της διαδικασίας σε ορθότερη βάση είναι δυνατή.
Δεν γνωρίζω, τι θα πράξουν οι δύο Ανακριτές αλλά και οι δύο Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες. Λύσεις βεβαίως πάντα υπάρχουν.
Το μόνο που γνωρίζω – και θα το επαναλάβω για μία ακόμη φορά – είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος χρειάζεται μια Σχολή Εκκλησιαστικών Δικαστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια