Γεώργιος Σουρής: Ένας «Ρωμηός» φιλόσοφος και «Φασουλής»
Ο Γεώργιος Σουρής ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής, χρονογράφος, δημοσιογράφος και εκδότης. Υπήρξε δεινός παρατηρητής της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του, και με το μοναδικό του ταλέντο παρουσίαζε, με κωμικό τρόπο, τα όσα, συχνά δραματικά, συνέβαιναν. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος ψυχολόγος του ελληνικού λαού. Εξαιτίας της οξείας παρατηρητικότητάς του, αλλά και της ευστροφίας του, ήξερε και καταλάβαινε τον Έλληνα, τον «Ρωμηό», και από την καλή και από την ανάποδή του. Έγραφε για τα κακώς κείμενα της χώρας και του λαού με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο και με εξαιρετικό, σπάνιο χιούμορ. Ο Γεώργιος Σουρής ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος, εκτός των άλλων, που μπορεί να έπαιζε τον ρόλο ενός «Φασουλή», ωστόσο είχε μια ματιά τόσο διεισδυτική που έβλεπε καθαρά τα μακρινά και τα κρυφά της πολύπαθης Ελλάδας.
«Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος και την ζωή μου σύρω
μ’ ολίγα ψευτοδάκρυα, μ’ ολίγα ψευτογέλοια
κι άμα κυττάζω στα ψηλά και χαμηλά και γύρω
όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια».
«Όλα πρόβλημα και γρίφος κι όλα λόγια του αέρα…
Ε! Σοφοί, δεν μ’ απαντάτε; Την κακή ψυχρή σας μέρα.
Κι όμως τόση βασιλεύει αρμονία θαυμαστή,
που κι ο δύσπιστος πιστεύει κι ο πιστεύων δυσπιστεί.
«Φασουλής Φιλόσοφος» – Γεώργιος Σουρής
Παρ’ ολίγον ιερέας
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του, Χριστόφορος Σουρής, γεννημένος στα Κύθηρα, ήταν έμπορος υφασμάτων με αξιόλογη περιουσία και κύρος. Όταν ο ποιητής ήταν ακόμη μικρό παιδί, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Σκοπός αυτής της μετεγκατάστασης ήταν η επιθυμία του Χριστόφορου Σουρή να στηρίξει οικονομικά τον αδερφό του και να δουλέψει συνεταιρικά μαζί του, καθώς η επιχείρηση του βρισκόταν στα όρια της χρεοκοπίας. Θέλοντας, όμως, να τον σώσει από την οικονομική καταστροφή και να σώσει και το όνομα και την υπόληψη της οικογένειάς του από το στίγμα της χρεοκοπίας, πτώχευσε τελικά και ο ίδιος.
Έτσι ο νεαρός Γεώργιος μεγαλώνει πια σε μια σχεδόν άπορη οικογένεια και ζει στα πρώτα του χρόνια τις στενοχώριες μιας τέτοιας ασφυκτικής κατάστασης. Παρόλα αυτά κάνει προσπάθεια να σπουδάσει, όπως ήταν συμφωνημένο εξαρχής και με την παρότρυνση των γονιών, έχοντας την πρόθεση να γίνει κληρικός. Η έλλειψη, ωστόσο, των οικονομικών μέσων τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του, λίγο πριν ντυθεί το ράσο του παπά. Ο ίδιος άνθρωπος που αργότερα θα σατύριζε τα κακώς κείμενα του κλήρου, τελειώνοντας το γυμνάσιο, δεν έγινε τελικά ιεράς, αλλά μετανάστευσε στην Ρωσία για να εργαστεί κοντά σε κάποιον συγγενή του, σιτέμπορο.
Η μικρή αυτή ξενιτειά, δύο μηνών μόλις, κατέδειξε στον ίδιο τον Γεώργιο Σουρή, ότι οι στίχοι του, που είχε ήδη αρχίσει να γράφει, ήταν σημαντικότεροι από σιτηρά. Ταυτόχρονα, το σύντομο διάστημα στην Ρωσία φαίνεται πως έδρασε καθοριστικά στην απόφαση, ή μάλλον στην θέληση να αφιερωθεί στο γράψιμο. Γράφει στο ποίημά του «Εγώ στην Ρωσία»:
« Ήξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά
και τότε το εμπόριον παράδωσα προς λήθην
και προς τας Μούσας έστρεψα τον έρωτά μου όλον».
Πηγή εικόνας: http://www.peri-grafis.net/ – Ελαιογραφία φιλοτεχνημένη από τον Τρ. Καλογερόπουλο το 1889, η οποία ανήκει στην κόρη του ποιητή Μυρτώ Λουμπιώτη.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, εργάστηκε στο συμβολαιογραφείο του Γρυπάρη, πατέρα του μετέπειτα επιφανούς πολιτικού και διπλωμάτη. Η εργασία του ήταν μάλλον βαρετή, αφού ήταν αντιγραφέας, δηλαδή αναπαρήγαγε χειρόγραφα αντίγραφα από το πρωτότυπο συμβόλαιο, ωστόσο έπρεπε να την κάνει για να μπορεί να βιοπορίζεται. Το ίδιο διάστημα όμως βρήκε τον τρόπο και τον χρόνο να βρίσκεται κοντά σε αυτό που ήθελε πραγματικά να κάνει. Έπαιρνε μέρος σε θεατρικούς θιάσους, συμμετέχοντας ερασιτεχνικά σε διάφορες παραστάσεις, δημοσίευε σατιρικά ποιήματα στον «Ασμοδαίο», τον «Αριστοφάνη», στο «Μη χάνεσαι» και σε άλλα γνωστά περιοδικά εκείνης της εποχής και, ταυτόχρονα, γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή, με σκοπό να πάρει δίπλωμα φιλολογίας.
Την Άνοιξη του 1883 ο Γεώργιος Σουρής, ξεκίνησε την κυκλοφορία της εφημερίδας «Ρωμηός», η οποία εκδιδόταν αποκλειστικά με την δική του δουλειά και μόνο, και η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη, πράγμα το οποίο του έδινε χαρά και φτερά για να πάει ψηλότερα. Την χαρά αυτή, όμως, επισκίασε κάπως, η αποτυχία στις πανεπιστημιακές εξετάσεις, οπότε και οι καθηγητές του, τού αρνήθηκαν το πτυχίο της φιλολογίας. Η αστεία ειρωνεία είναι, ότι ο καθηγητής του κος Σιμτέλος, τον απέρριψε στο μάθημα τη μετρικής. Ο άνθρωπος, που αργότερα θα θαυμαζόταν ως μετρ της μετρικής από σπουδαίους ποιητές όπως ο Παλαμάς, απορρίφθηκε στο μάθημα που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα.
Φυσικά η απογοήτευση δεν κράτησε πολύ και αυτό φαίνεται στους παρακάτω στίχους:
«Μετά μεγάλης μου χαράς στου φίλους αναγγέλλω,
πως εξητάσθην των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και το σπανό Σεμτέλο,
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες αρχίζουμε σαν πρώτα
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!».
Είχε μιαν αγάπη και την έλεγαν Μαρί
Το 1873, ο ποιητής γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου, το γένος Αργέντη Ροδοκανάκη, με καταγωγή από την Χίο. Αν και ο γάμος ήταν από συνοικέσιο, οι δυο τους ερωτεύτηκαν και παρά τις αντίξοες συνθήκες, στην αρχή της γνωριμίας τους, παντρεύτηκαν τον Γενάρη του 1881.
Εκείνη την εποχή τα συνοικέσια ήταν κάτι συνηθισμένο, και κατά τους τύπους, τη γνώμη για κάποιον επικείμενο γάμο δεν εξέφραζαν μόνο οι γονείς των υποψήφιων μελλόνυμφων αλλά και οικογενειακοί φίλοι. Έτσι ο Ανδρέας Συγγρός, φίλος της οικογένειας Κωνσταντινίδη, δεν θεωρούσε τον σατυρικό ποιητή αντάξιο της Μαρίας και έφερε αντιρρήσεις. Αντίθετα, ένας άλλος φίλος της οικογένειας Κωνσταντινίδη, ο Μιχαήλ Μελάς, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων, ενέκρινε σφόδρα το συνοικέσιο, τόσο που ανέθεσε στην μεγαλύτερη κόρη του να στεφανώσει το ζευγάρι.
Ο έρωτας όμως θα ερχόταν ανάμεσα τους έτσι κι αλλιώς, απ’ ότι φάνηκε. Όταν η Μαρία ήταν 14 ετών, και μετοίκησε στην Αθήνα με την μητέρα της από την Πόλη, για να ολοκληρώσει τις σπουδές της, ο Γεώργιος Σουρής, 20 ετών φοιτητής τότε, ήταν εκείνος που ανέλαβε να την προγυμνάσει στα μαθήματα. Το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύχθηκε γρήγορα, και αν και θα ήταν αναμενόμενη, κυρίως, η χαρά από το περιβάλλον τους, τελικά τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Ο ευεργέτης της Μαρίας, ο οποίος φρόντιζε για την ανατροφή και τις σπουδές της, δεν ήθελε πλέον αυτόν τον γάμο και έτσι απέσυρε κάθε οικονομική βοήθεια, όταν είδε πως η Μαρία ήταν αποφασισμένη να παντρευτεί και δεν θα άλλαζε γνώμη.
Για να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην, η κοπέλα παρέδιδε μαθήματα γαλλικών και ελληνικών σε σπίτια φίλων και γνωστών ενώ η μητέρα της, ταυτόχρονα, διορίστηκε προϊσταμένη στο τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Η κατάσταση όμως έτσι όπως εξελίχθηκε, στεναχωρούσε την νεαρή Μαρία, και ο ποιητής της έλεγε συχνά για να την παρηγορήσει: «Μη μου στεναχωριέσαι Μαρί μου. Έχε μου εμπιστοσύνη και κάτι θα γίνω κι εγώ μια μέρα».
Από την αρχή ως το τέλος, το ζευγάρι έζησε μαζί με απόλυτο σεβασμό, κατανόηση, τρυφερότητα και κυρίως αγάπη. Η Μαρία εξελίχθηκε σε μια δυναμική γυναίκα και για τον άντρα της ήταν η μούσα του αλλά κι η συνεργάτης και προστάτιδά του. Αφιερώθηκε στον ποιητή της, βοηθώντας τον και αναλαμβάνοντας τα πάντα, ακόμα και την διανομή της εφημερίδας «Ρωμηός» στην επαρχία, μιας και ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα αφηρημένος, τόσο που ποτέ δεν θα έβρισκε τα γυαλιά του αν δεν ήταν κοντά του η Μαρία, και απόλυτα αφοσιωμένος στους στίχους του. Μάλιστα, υπήρξαν φορές, που ο ποιητής έγραφε για μέρες σκυμμένος πάνω από το επόμενο φύλλο της εφημερίδας του, αρνούμενος να αφήσει τους στίχους του για να πάει οπουδήποτε, ακόμα και αν έπρεπε να κουρευτεί. Τότε η Μαρία αναλάμβανε και χρέη μπαρμπέρη.
Μαζί έκαναν 5 παιδιά. Η Μαρία, ωστόσο, έλεγε τρυφερά και χαριτολογώντας, πως έχει έξι, υπολογίζοντας για παιδί της και τον Γεώργιο Σουρή. Αυστηρή μητέρα αλλά και στοργική και με αληθινή αξιοπρέπεια και θαυμαστή ψυχική δύναμη, η Μαρί, στάθηκε στην οικογένειά της, βράχος αγάπης, ως το τέλος της ζωής του αγαπημένου της και ως το δικό της τέλος. Η Μαρία Κωνσταντινίδη πέθανε στις 23 Απρίλη 1934, αφού προηγουμένως είχε την τιμή να παραστεί, μαζί με τα παιδιά της, στα αποκαλυπτήρια της προτομής του συζύγου της στο Ζάππειο, που έγινε με πρωτοβουλία του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός, το 1932.
Ο Παύλος Νιρβάνας, έγραψε την επομένη του θανάτου της: «Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί… θα τη ζητούσε διαρκώς “που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;” όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του!»
Ο «Σύγχρονος Αριστοφάνης» στα φιλολογικά σαλόνια της Αθήνας
Το έργο του μεγάλου μας σατυρικού ποιητή χαρακτηριζόταν από μεγάλη γονιμότητα με πληθώρα στίχων. Υπήρξε πάντα καλοπροαίρετος, αν και καυστικός. Σχολίαζε τον λαό, τους άρχοντες και τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να προσβάλλει ή να ξεπέφτει σε βρισιές και χυδαιότητες. Πρώτα απ’ όλα όμως σχολίαζε τον εαυτό του. Συχνά αυτοσαρκαζόταν, και σπουδαίο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημά του «Η Ζωγραφιά μου». Έγραφε με μια γλώσσα μικτή, χρησιμοποιώντας αρκετά την δημοτική αλλά και συχνά λόγιες και παλαιότερες λέξεις και φράσεις.
Γι’ αυτή του την γλώσσα αλλά και γενικότερα για το ύφος των στίχων του, δεχόταν συχνά επικρίσεις. Είναι γνωστή η κόντρα του με τον Γιάννη Ψυχάρη αλλά και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ου αιώνα. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν «στιχοπλόκο», δίνοντας μια υποτιμητική σημασία στην συγκεκριμένη λέξη και στους στίχους του. Τον κατηγόρησαν κάποιοι, υποστηρίζοντας πως το έργο του στερείται ποιητικής αξίας κι ότι είναι εντελώς επιφανειακό.
Ο Γεώργιος Σουρής όμως, έγινε και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές μας. Είχε τους επικριτές του, αλλά είχε περισσότερους θαυμαστές και φίλους. Εκτός από τους απλούς ανθρώπους, που «καταβρόχθιζαν» την εφημερίδα του «Ρωμηός» και κάθε ποίημά του, και λάτρευαν να βλέπουν παραστάσεις με τα θεατρικά του έργα, πολλοί από τους συναδέλφους του, επίσης σπουδαίοι ποιητές, συγγραφείς και άνθρωποι του φιλολογικού κύκλου, τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν ειλικρινά, χαρακτηρίζοντάς τον ως « Σύγχρονο Αριστοφάνη». Ζήλευαν τον στίχο του για την άνεση, και την ποικιλία στο μέτρο, την τέλεια αίσθηση του ρυθμού και την ομοιοκαταληξία. Η οξυδέρκειά του, η ευστροφία του και η αγνή αίσθηση του χιούμορ περιπλέκονταν στους στίχους του με αξιοσημείωτο τρόπο.
Αν και στην προσωπική του ζωή, ήταν πράος και μάλλον μελαγχολικός, στην ποίησή του εμφανίζεται ιδιαίτερα ζωηρός. Σκοπός της ποίησής του είναι να αφυπνίσει με αυτόν τον μοναδικό τρόπο, την κοινή γνώμη και να ανοίξει τα μάτια των πολιτών στην όλο και περισσότερο διαφαινόμενη υποκρισία των πολιτικών που, από εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή και να επηρεάζει όλο και πιο έντονα την ζωή των Ελλήνων. Αλλά στόχος του, ήταν και η αυτογνωσία του λαού. Να μπορέσει να δει ότι μέρος του προβλήματος είναι και αυτός ο ίδιος, ο κάθε πολίτης, με τα ελαττώματα του, την νοοτροπία και τις συνήθειες που δεν λέει να τις αλλάξει.
Γι’ αυτούς τους λόγους έγραψε τον «Φασουλή», έναν δικό του καραγκιόζη. Ο ήρωας, του χαρακτηρίζει τον μέσο λαϊκό τύπο. Ένας άνθρωπος εγωιστής, άτακτος και φαιδρός, κουτσομπόλης, αντιφατικός και επιπόλαιος αλλά και έξυπνος κατεργάρης που κοροϊδεύει και κοροϊδεύεται και είναι άξιος και έτοιμος να κάνει αυτά για τα οποία κατηγορεί και χλευάζει τους άλλους.
Ο Γεώργιος Σουρής αγαπήθηκε αληθινά γιατί έγραφε αληθινά, εκφράζοντας απόλυτα την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Κατάφερε το αξιοσημείωτο, σχολιάζοντας τα στραβά, τα δραματικά και τα δυσάρεστα με ελαφρότητα και χιούμορ, δίνοντας εκτός από προβληματισμό και τέρψη στους αναγνώστες του. Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία και σημαντικότατη για την Ιστορία η εφημερίδα του «Ρωμηός» την οποία έγραψε εξολοκλήρου ο ίδιος, σχολιάζοντας έμμετρα τα σοβαρά και τα φαιδρά της εποχής του. Ο «Ρωμηός», πλέον είναι ένα έργο διαχρονικό. Εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε ο Σουρής, είχαν επίσης μεγάλη επιτυχία, αφού σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας.
Με την καθημερινή παρουσία του, ο «Ρωμηός» έγινε η αγαπημένη εφημερίδα του λαού και ο Σουρής το πιο γνωστό όνομα στον τόπο. Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σουρής με το έργο του αγκάλιασε το λαό, μιλούσε τη γλώσσα του και του ανέλυε τα προβλήματα του. Γι’ αυτό λόγο αγαπήθηκε περισσότερο απ’ όλους τους σύγχρονους του, και στην εποχή ακριβώς που ο λαός είχε ανάγκη από τη βοήθεια που του πρόσφεραν οι ποιητές του. Ενδεικτικές της απήχησης του «Ρωμηού», όχι μόνο στο λαό, αλλά και στους πνευματικούς ανθρώπους, είναι οι επόμενες κρίσεις:
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, έγραψε:
«Χαίρε Σουρή, συ όστις απέδειξες ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα».
Επίσης ο Εμμανουήλ Ροΐδης:
«Κατά την ορθήν του Αριστοτέλους διάκρισιν του ζώου από τον άνθρωπο, ότι μόνον ο άνθρωπος γελά μεγάλη χρεωστούσιν οι Έλληνες ευγνωμοσύνην εις τον ποιητή του «Ρωμιού», τον επί δεκαετίας ήδη παρέχοντα εις αυτούς, κατά πάσαν εβδομάδα, αφορμήν να επιδείξουν τον τοιούτον ανθρωπισμό των».
Ο «Ρωμηός» ήταν ο καθρέπτης της ελληνικής κοινωνίας, που έδειχνε όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματά της. Ο Σουρής δεν ήταν μόνο ένας σατυρικός ποιητής. Ήταν ένας αληθινός φιλόσοφος. Εξάλλου, υπήρξε, επιπλέον, άριστος μεταφραστής αρχαίων κειμένων, μεταφράζοντας μεταξύ άλλων τις “Νεφέλες” του Αριστοφάνη.
Ο Γεώργιος Σουρής αγαπούσε τον άνθρωπο, τον απλό λαϊκό άνθρωπο, γι’ αυτό και του πρόσφερε το γλυκό γέλιο στις πίκρες του, αλλά και τους συναδέλφους του. Είναι γνωστά τα φιλολογικά σαλόνια του, οι ωραίες μαζώξεις και οι ξεχωριστές καλλιτεχνικές παρέες που οργάνωνε τακτικότατα, είτε στο σπίτι του στην Αθήνα, στην οδό Πινακωτών 15 (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) είτε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο, το οποίο υπεραγαπούσε και πήγαινε συχνά για να ξεκουραστεί αλλά και για να γράψει.
Ο λατρεμένος μας Γεώργιος Σουρής
Ο μεγάλος μας ποιητής έφυγε από την ζωή στις 26 Αυγούστου του 1919. Άφησε την τελευταία του πνοή στο αγαπημένο του Νέο Φάληρο, ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς του. Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε φοβερή θλίψη σε όλο τον κόσμο που τον διάβαζε και τον εκτιμούσε, εκτός από τους πολύ δικούς του ανθρώπους.
Η εφημερίδα εμπρός στα φύλλα της Φ8213/27.8.1919 και Φ8214/28.8.1919 δημοσίευσε λεπτομέρειες για τις αιτίες του θανάτου του αλλά και για την κηδεία του. Ακολουθούν αυτούσια αποσπάσματα από τα κείμενα της εφημερίδας: «Μετά βαθυτάτης ὄλως συγκινήσεως καί λύπης βαθυτάτης θά μάθη τό ἑλληνικόν κοινόν τόν θάνατον τοῦ ἀγαπητοτάτου τῶν ποιητῶν του, τοῦ λαοφιλεστάτου ποιητοῦ τοῦ “Ρωμῃοῦ” Γεωργίου Σουρῆ. Ὁ θάνατος αὐτοῦ ὅστις ἀποτελεί μίαν τῶν λαμπροτέρων κορυφῶν τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς ποιήσεως ἐπῆλθε χθές κατόπιν νόσου ἡ ὁποία ἐβασάνισε τόν φιλόγελων καί φιλοπαίγμονα ποιητήν τοῦ “Φασουλῆ” καί τοῦ “Περικλέτου” ἐπί πολύ χωρίς ὁ σωματικός κάματος νά δυνηθῆ νά ἐξαντλήσῃ τήν ἀμάραντον ἰκμάδα τοῦ ἀττικωτάτου πνεύματος του. Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἀποθνήσκει ἐν ἡλικίᾳ 66 ἐτῶν, μοναδικόν φαινόμενον σατυρικοῦ ποιητοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δι’ ὁλοκλήρου ἐνός βίου ἐσατύρισο τούς πάντας καί τά πάντα, καταλείπει μόνον φίλους φανατικούς, καί τοῦτο ὄχι μόνον μεταξύ τῶν στενωτέρων γνωριμιών οἱ ὁποίοι ηὐτύχησαν νά ἐκτιμήσουν καί ν’ ἀγαπήσουν τάς σπανίας ὄντως ἀρετάς τοῦ εὐγενοῦς, ἡσύχου καί σιωπηλοῦ ἀνδρός, ἀλλά καί μεταξύ τοῦ πανελληνίου κύκλου τῶν ἀναγνωστῶν του, ὁλόκληρον τόν πανελλήνιον κύκλον τῶν ἀναγνωστῶν του. Διότι ἡ σατυρικωτάτη “Μούσα” του δεν ἦτο ἡ πληγώνουσα και φαρμακώνουσα, ἐλαφρά, χαρίσσα, παιγνώδης καί μετά πολλῆς δυνάμεως κομψή, ἐγέλα, ἀλλ’ ἄνευ πικρίας καί ἄνευ χολῆς, ἐθύμωνεν ἐνίοτε, ἀλλ’ ἄνευ κακίας, ἀλλ’ ἰδίως ἠστείζετο καί ἔτερπε.[…]
Μία ἐντελῶς ἰδιάζουσα πανελλήνιος φυσιογνωμία ἐξέλιπε χθές. Ὁ Γεώργιος Σουρῆς, ὁ ἐκδότης τοῦ κλασικοῦ “Ρωμῃοῦ” ὅστις συναπέθανε χθές μετά τοῦ ποιητοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ Σουρῆ ἑπέλθων ἀπροσδοκήτως μετά ὀλιγοήμερον ἀσθένειαν, ἐπροξένησε γενικήν λύπην, διότι δέν ὑπάρχει ἰσως Ἕλλην ὄστις νά ἀγνοῇ τόν ἰδιόρρυθμον ποιητήν τοῦ “Φασουλῆ” καί τοῦ “Περικλέτου”.
Ὁ Σουρῆς, πολύ καλά εἰς τήν ὑγείαν του, ἡσθάνθη κακοδιαθεσίαν καί δύσποιαν τήν παρελθοῦσαν Πέμπτην. (σ.σ. 22.8.1919) Ἐκλήθη τήν ἐπομένην ὁ κ.Σπύρος Λιβιερᾶτος, ὃστις ἐξετάσας τόν ποιητήν, εὖρεν αὐτόν ὃσον οὐδέποτε ἴσως ἄλλοτε καλλίτερα. Ἐν τούτοις ὁ ποιητής δέν ἐκαλλυτέρευσε. Καί εἰς διάστημα δύο ἡμερῶν κατεβλήθη μέχρι σημείου λίαν ἀνησυχητικοῦ διά τήν οἰκογένειαν του. Ἐν τῷ μεταξύ τόν ἐπεσκέφθηκαν ὄλοι οἱ φίλοι του, οἱ ἰατροί οἱτινες δέν ἀπέκρυψαν ἀπό τούς οἰκείους του ὄτι ἡ θέση του ἦτο κρίσιμος.
Ἡ Κυβέρνησις ἐκτιμῶσα τάς ὑπηρεσίας τοῦ ποιητοῦ ἀπένειμεν εἰς αὐτόν τόν Ἀνώτεροβ Ταξιάρχην, διέταξε δέ ὄπως ἡ κηδεία αὐτοῦ νά γίνῃ δημοσία δαπάνη. Ἐπίσης ὁ κ. Δήμαρχος, παρεχώρησε δωρεάν τάφον διά τον ποιητήν. Ὡς φυσιογνωμία ὁ Σουρῆς ἦτο λίαν ἰδιόρρυθμος. Ἔτρεφε μακρά μαλλιά καί γένεα, ἡ ἀγαθότης δέ καί η καλωσύνη ἦσαν ζωγραφισμένα εἰς τό πρόσωπόν του.Τό πρῶτον φύλλον τοῦ “Ρωμῃοῦ” ἐξέδωκε τήν 2 Ἀπριλίου 1883. Τό τελευταῖον φύλλον τοῦ “Ρωμῃοῦ” ἐξεδόθη τήν 17 Νοεμβρίου 1918.
Ὁ Σουρῆς ἐξερχόμενος τῆς οἰκίας του, ἦτο πάντοτε ἀπένταρος. Ἐζητοῦσε μόνον ἀπό τήν σύζυγον του κυρίαν Μαρί μίαν δεκάραν τήν ὁποίαν ἔδιδεν εἰς τόν πρῶτον ἐπαίτην τόν ὁποῖον ἤθελε συναντήσει. Πῶς ὁ Σουρῆς ἀπέκτησεν ἔπαυλιν εἰς τό Φάληρον εἶναι ἰστορία γνωστή εἰς τόν ἀρκετά εὐρύν κύκλον λογίων καί ἄλλων οἴτινες περιστοίχιζον τόν ποιητήν. Τό οικόπεδον τό προσέφερεν εἰς τόν Σουρῆν ἡ οἰκοδομική Ἑταιρεία Σγούτα και Σία. Τό δέ κτίριον ἐπλήρωσαν οἱ έκ τῶν θαυμαστῶν τοῦ ποιητοῦ Συγγρός, Χωρέμης καί Στεφάνοβικ. Μίαν φοράν θύελλα κατέστρεψε τήν ταράτσαν τῆς ἐπαύλεως τοῦ Σουρῆ. Καί ὁ “Ρωμῃός” διά τοῦ στόματος τοῦ “Φασουλῆ” ἔκλαιε καί ὠδύρετο διά τό ἀτύχημα.
Τήν ἐπομένην ὁ Σουρῆς ἐλάμβανεν ἐκ μέρους τοῦ ἀειμνήστου Συγγροῦ 5.000 δραχμάς διά τήν ἐπισκευήν τῆς ταράτσας. Καί ὁ Σουρῆς ὡσεί μετανοῶν: Τί κρίμα νά μή γράψω ὄτι μοῦ ἔπεσε ὄλο τό σπίτι. Τόν Σουρῆν ἠμφισβήτουν τά Κύθηρα καί ἡ Χίος. Ἀνακαλύφθη ὄμως ληξιαρχική πρᾶξις κατά τήν ὁποίαν ἀπεδεικνύετο ὄτι ὁ Σουρῆς ἐγγενήθη ἐν Σύρῳ κατά τό ἔτος 1853. Ἑπομένως ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 66 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του θά γίνῃ σήμερον τήν 4ην μ.μ. εἰς τον Ναόν τοῦ Ἀγίου Γεωργίου (Καρύτση)».
Ο Γεώργιος Σουρής προτάθηκε 5 φορές για το βραβείο λογοτεχνίας Νομπέλ, από το 1907 ως το 1912.
Στο παρακάτω βίντεο αξίζει να ακούσετε το σύντομο και επίκαιρο, θεατρικό έργο του Γεωργίου Σουρή «Η Επιδημία».
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Τα τελευταία λόγια του Γεωργίου Σουρή πριν πεθάνει και η κηδεία του (26 Αυγούστου 1919) –
Ομάδα Syros Agenda – 24 Σεπτεμβρίου 2019 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.istorikathemata.com –
Τελευταία πρόσβαση: 25/8/2021
Σουρής Γεώργιος: Λατρεμμένο Λόγιο Πειραχτήρι! – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://www.peri-grafis.net – Τελευταία πρόσβαση: 25/8/2021
Γεώργιος Σουρής – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: el.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 25/8/2021
Πρέπει να συγχέεται ο Γεώργιος Σουρής με το καρναβάλι; – Παναγιώτης Κουλουμπής – 5 Μαρτίου 2018 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: syrosstories.wixsite.com – Τελευταία πρόσβαση: 25/8/2021
Γεώργιος Σουρής – George Souris – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.athenssculptures.com – Τελευταία πρόσβαση: 25/8/2021
Άπαντα του Γεωργίου Σουρή (Βιβλίο) Τόμος Α’ – ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΑΚΛΗΣ Γ. ΣΑΚΑΛΗΣ – 1954
Δεν υπάρχουν σχόλια