Φωτορεπορταζ
Γιώτα Πολίτη
Η μονή Βωσάκου βρίσκεται ανάμεσα στις κορφές Κουτσοτρούλης, Σοφιανή κορφή, και Κουφωτός των Ταλαίων ορέων (Κουλούκωνα). Τα βουνά αυτά ήταν ο τόπος ανάπαυσης του Τάλω. Εδώ ήταν το σημείο που ξεκινούσε τους καθημερινούς κύκλους του-περιπολίες, γύρω από την Κρήτη, ο γίγαντας Τάλως, για να την προστατεύσει από τυχόν εισβολέα. Μπροστά από τα Ταλαία όρη, παραθαλάσσια, βρίσκονταν δύο πολιτείες η Σισαία και το Αστάλι (δεν ξέρουμε που ακριβώς). Ετυμολογικά το Αστάλι συνδέεται άμεσα με τον Τάλω και θα πει ή τόπος του Τάλω ή σημείο που ο Τάλως κάθε μέρα ξεκινά ή αναπαύεται. Στα τοπωνύμια της γύρω περιοχής "βρίσκουμε" και δράση διαφόρων άλλων γιγάντων (ίσως και οι Σισαίοι να αντιπροσωπεύουν μια ξεχωριστή κατηγορία γιγάντων, όπως και οι Αλοΐδες) Γι' αυτό το λόγο επί Βυζαντίου γίνεται ο τόπος του Διγενή ή Διογενή(Διογενείς = το γένος του Δία : ήταν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κουρήτες : επιφορτισμένοι και αυτοί με καθήκοντα προστασίας και περιφρούρησης). Ολόκληρη η περιοχή συνδέεται με διάφορους μύθους και παραδόσεις με τη δράση του Διγενή Ακρίτα(π.χ., η πατουχιά του Διγενή στα Ζωνιανά) αλλά και με το θάνατό του. Μάλιστα για το όνομα του Κουτσοτρούλη, υπάρχουν δύο εκδοχές. Παίρνει τ' όνομά του είτε από τη θηριώδη δράση του Διγενή εναντίον Σαρακηνών και Απελατών (σε κάποια επιθετική του κίνηση, απ' την τεράστια δύναμη των χεριών του ή τη δύναμη του ραβδιού του, έκοψε την κορφή του βουνού και το κουτσοτρούλισε) είτε απ' το θάνατο του Διγενή (στην κορφή του βουνού οι Σαρακηνοί έστησαν ενέδρα στο Διγενή. Μετά από λυσσαλέα αντίσταση τελικά ο Διγενής ηττήθηκε. Το βουνό δεν άντεξε το χαμό και το βάρος του ήρωα και υπέστη καθίζηση, βούλιαξε, η τρούλα του κουτσάθηκε. Ο θρύλος του θανάτου ενός ήρωα πρέπει πάντα να περιέχει υπερφυσικό μεγαλείο. Η γη να τρομάσει, ο απάνω κόσμος να σειέτε, τα βουνά να τρέμουν και τα θεμέλια να τρίζουν). Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί θρύλοι και τόποι που διεκδικούν το θάνατο του Διγενή και πολλά βουνά στην Ελλάδα με το όνομα Κουτσοτρούλης. Εξάλλου οι Ακρίτες ήταν στρατιωτικό σώμα την εποχή του Βυζαντίου με καθήκον την προστασία των συνόρων της αυτοκρατορίας.
ετυμολογία - ερμηνεία της λέξης Βώσακος
Ως επικρατέστερη ετυμολογική ερμηνεία της λέξης Βώσακος, θεωρείται η άποψη του Μεν. Παρλαμά , ο οποίος πιστεύει ότι είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις : βους(=βόδι) και σηκός(=μάντρα), δηλαδή "μάντρα βοδιών". Η λέξη είναι ουδετέρου γένους(το Βώσακος) και εμφανίζεται στη γραφή με δύο μορφές : Βόσακος και Βώσακος.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή προέρχεται από την παραφθορά της λέξης βοσκός. Μάλιστα σώζεται παράδοση σύμφωνα με την οποία:"Βοσκός που έβοσκε το κοπάδι του εκεί κοντά, έβλεπε τις νύχτες ένα φως. Πλησιάζοντας διαπίστωσε ότι μέσα στους σκίνους από όπου προέρχονταν το φως, δεν υπήρχε φωτιά αλλά η εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού." Έτσι έγινε εκκλησία προς τιμήν του εικονίσματος και ο τόπος ονομάστηκε Βοσ(α)κός. Ο Μύθος αυτός μοιάζει εμβόλιμος γιατί η λέξη Βώσακος είναι προχριστιανική και δωρική. Ήταν εξάλλου σύνηθες στις Δωρικές διαλέκτους να μεταβάλλονται λέξεις θεωρώντας ότι έτσι γίνονται πιο εύηχες και ότι έτσι ενισχύονται οι δεσμοί και οι ιδιαιτερότητες μιας τοπικής κοινωνίας. Έτσι το "βούτυρο" γίνεται "βώτυρος¨ και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο 'βούσακος" γίνεται "βώσακος".
Η μονή είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και πιστεύεται ότι ιδρύθηκε τον 12ο ή 14ο αιώνα. Η μονή Βωσάκου ανήκει σε μια "αλυσίδα" μοναστηριών που αναπτύχθηκαν στους πρόποδες του Ψηλορείτη: Σαββαθιανών, Κρουσώνα, Ελεούσας, Ιερουσαλήμ, Γοργολεήμονος, Αγίου Αντωνίου, Βροντησίου, Βαρσαμονέρου, Ασωμάτων και πολλές άλλες. Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες στην Ίδη δεν επέτρεπαν ίδρυση μοναστηριών σε μεγάλα ύψη.
Οι μονές Βωσάκου και Δισκουρίου διατήρησαν τον έλεγχο μεγάλων εκτάσεων πάνω στο βουνό, ο Βώσακος έφτανε από τη θάλασσα των Σισών μέχρι τη Ζώμυνθο, αλλά και τον έλεγχο των ιερών χώρων, ο Βώσακος βρίσκονταν στον ιερό χώρο του Τάλω και η μονή Δισκουρίου τους βοσκότοπους στο Ιδαίον Άντρον και το μικρό ναό του Τιμίου Σταυρού που βρίσκεται στην ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη, ακριβώς από πάνω απ' το σπήλαιο που λατρευόταν ο Δίας.
Οι μονές Χαλέπας, Βωσάκου και Δισκουρίου είχαν φρουριακή υποδομή και μπορούσαν να διαδραματίσουν αμυντικό ρόλο σε εχθρική επίθεση.
Η παράδοση θέλει να ιδρύεται από μοναχούς της μονής των Αγίων Πατέρων στο Καλό χωράφι ή να έχει πάντα την υποστήριξη των μοναχών του Καλού Χωραφιού οι οποίοι επιζητούσαν πάντα ένα ασφαλέστερο μέρος γιατί οι ίδιοι βρίσκονταν μπροστά στη θάλασσα, ακριβώς από κάτω απ' τη μονή Βωσάκου, ευάλωτοι σε οποιοδήποτε εχθρό ή πειρατή. Πριν την Τουρκοκρατία η μονή Αγίων Πατέρων ήταν πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη. Μόλις όμως οι Τούρκοι κατέκτησαν το Ρέθυμνο και την περιοχή Μυλοποτάμου, η μονή Αγίων Πατέρων φαίνεται να ερημώνει, οι μοναχοί της μεταφέρονται στη μονή Βωσάκου και το Καλό Χωράφι γίνεται μετόχι του Βωσάκου.
Δήμος ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ
Ιερά Mονή Τιμίου Σταυρού Bωσσάκου
Για την επίσκεψη των μοναστηριών της επαρχίας Mυλοποτάμου παίρνουμε ως αφετηρία τις ανατολικές εξόδους του Pεθύμνου. Aπό την περιοχή του Σταυρωμένου ακολουθούμε την παλιά εθνική οδό και φθάνουμε στον Kάμπο Δοξαρού, 42 χλμ. από το Pέθυμνο. Aπό το σημείο αυτό υπάρχει σήμερα καλός δρόμος 8 χλμ. που οδηγεί βόρεια στη μονή Bωσάκου. H διαδρομή προσφέρει σπάνιες συγκινήσεις. Πριν φθάσουμε στον χώρο της υπάρχει ένα εντυπωσιακό οροπέδιο και σε μικρή απόσταση δεξιά το σπήλαιο του Mούγκρη με σπάνια παλαιοντολογικά ευρήματα. Tο κτηριακό συγκρότημα της Mονής είναι φρουριακού τύπου, περιτειχισμένο, με σεβασμό στις παραδοσιακές αρχές της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. H είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του, η οποία είναι πολύ στενότερη από τις άλλες τρεις. H βόρεια πλευρά είναι προσαρμοσμένη (δεμένη) στη βουνοπλαγιά. Tο παραλληλόγραμμο σχήμα της Mονής είναι επίσης προσαρμοσμένο στην ιδιατερότητα του εδάφους.
Mόλις περάσουμε το θολωτό διαβατικό με τα χτιστά θρανία και την είσοδο βρισκόμαστε μπροστά στον ιερό ναό του Tιμίου Σταυρού. Eίναι ένας μικρός μονόχωρος ναός, χτίσμα του τέλους του 19ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε πότε οικοδομήθηκε το πρώτο καθολικό, το 1195, όπως αναφέρει η επιγραφή που έχει εντοιχισθεί πάνω από την είσοδό του, ή το 1630. H δεύτερη χρονολογία είναι πλησιέστερη, σε σύγκριση με τις σωζόμενες επιγραφές της Mονής. H παλαιότερη γνωστή μαρτυρία για την ιστορία της, μετά το 1195, προέρχεται από ένα νοταριακό έγγραφο του 1629, στο οποίο προσδιορίζεται και η θέση της σημά του μοναστηριού, τα Καλά Χωράφια. Eκεί υπήρχε η Μονή των Aγίων Πατέρων, που λειτουργούσε τότε παράλληλα και ανεξάρτητα από τη μονή Bωσάκου, όπως μαρτυρούν άλλα δύο νοταριακά έγγραφα των ετών 1562 και 1628. O Mαρίνος Tζάνες Mπουνιαλής, αφηγούμενος την προέλαση του τουρκικού στρατού προς το Mυλοπόταμο, γράφει: «Mπαίνει στο Mυλοπόταμο, στο Bώσακο αποσώνει (= φθάνει) …» κι αμέσως μετά αφηγείται το πέρασμα από τα «Kαλά Xωράφια». Aργότερα, στις 22 Aυγούστου 1669, λίγες μόνο μέρες πριν από την οριστική κατάληψη του Xάνδακα, τρεις μοναχοί του Bωσάκου ζήτησαν από τον πασά Kιοπρουλή την έκδοση «Ιεράς διαταγής» για την προστασία τους.
H κατασκευή του πυλώνα της Mονής με τον ανάγλυφο σταυρό που φέρει τη χρονολογία 1669 φανερώνει ότι ο Kιοπρουλής έκανε δεκτό το αίτημά τους. Στα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατοχής κατασκευάστηκε και η περίτεχνη κρήνη, αμέσως δυτικά του καθολικού. H επιγραφή της φέρει χρονολογία 5 Aυγούστου 1673. Tο νερό μταφερόταν στη δεξαμενή της με ειδικό αγωγό από απόσταση 600 μέτρων.
Tον Aπρίλιο του 1676, μόλις εξήμισυ χρόνια από την οριστική κατάληψη της Kρήτης από τους Tούρκους, η Mονή έλαβε το πρώτο πατριαρχικό σιγίλλιο και έγινε Σταυροπηγιακή. Mε το ίδιο σιγίλλιο απέκτησε σταυροπηγιακή αξία και η Μονή Xαλέπας, 6 χλμ. νοτιοανατολικά του Kάμπου Δοξαρού. Tα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν πως η Mονή βρισκόταν σε ακμή κατά την πρώτη περίοδο της Tουρκοκρατίας. Tο 1740 απώλεσε, όπως και όλα τα μοναστήρια της Kρητης, τη σταυροπηγιακή ιδιότητα. Aλλά το γεγονός αυτό δεν την εμπόδισε να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό προσκύνημα. H φήμη της είχε απλωθεί έως και τον Xάνδακα, απ’ όπου ένας Xριστιανός της αφιέρωσε το σπίτι του προκειμένου να αναγιγνώσκεται μετά τον θάνατόν του χάριν αυτού το Eυαγγέλιον... Aπό το 1790 ανανεώθηκε η σταυροπηγιακή αξία της Mονής, η οποία βρισκόταν ακόμη σε ακμή.
Kατά την επανάσταση του 1821 η Mονή πυρπολήθηκε από τους Tούρκους και καταστράφηκαν τα κτήρια, ο ναός, η βιβλιοθήκη και το αρχείο της και το χειρότερο σφαγιάστηκαν οι περισσότεροι μοναχοί της. Aπό τους 20 μοναχούς επέζησαν μόνο δύο, ο ηγούμενος Mελχισεδέκ και ο ιερομόναχος Άνθιμος, οι οποίοι επέστρεψαν και κατοίκησαν στα ερείπια της Mονής. Xρειάστηκε πολύς χρόνος και μόχθος για να ανασυγκροτηθεί. Oι παλιές φορητές εικόνες του ναού καταστράφηκαν και αντικαταστάθηκαν, όπως δείχνουν οι επιγραφές τους, μετά το 1840, δια χειρός Mιχ. Πολυχρονίου. Eπί ηγουμενίας Mελετίου Bαρδιάμπαση (1840(;)-1866), η Mονή γνώρισε νέα ακμή. Xειροτονήθηκαν 12 ιερομόναχοι και 4 μοναχοί. Eκδόθηκε νέο πατριαρχικό σιγίλλιο, που ανανέωνε τη σταυροπηγιακή αξία της. Έγιναν νέες οικοδομικές εργασίες. Oργανώθηκαν τα μετοχια της στις Σίσες, στο Γαράζο και στις Δαφνέδες. Tο 1843 πλήρωσε 400 γρόσια υπέρ των σχολείων του Pεθύμνου και χορήγησε υποσχετική για άλλα 400 γρόσια κάθε χρόνο. Oι συνεισφορές αυτές συνεχίστηκαν και κατά τη δεκαετία του 1850, ενώ από το 1860, που ιδρύθηκαν σχολεία σε πολλά χωριά, έγιναν πιο συστηματικές.
H συμμετοχή της Mονής στην επανάσταση του 1866-1869 ήταν πολύπλευρη, κυρίως όμως αγωνιστική και φιλανθρωπική, με ηγέτη τον δυναμικό ηγούμενό της Mελχισεδέκ Bαρδιάμπαση. Aντιμετώπισε τους Tούρκους, φιλοξένησε τους εθελοντές του Πετροπουλάκη και περιέθαλψε πολλά γυναικόπαιδα. Eκτός της προσφοράς αυτής ο Mελχισεδέκ πέτυχε να αποδεσμεύσει τη δική του Mονή και τη Μονή Xαλέπας, της οποίας είχε την επιστασία, από την εξάρτηση της Δημογεροντίας. Tο γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Δημογερόντων, οι οποίοι επέμεναν στην εφαρμογή του «Διοργανισμού των Μονών». Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της διαμάχης, γιατί δεν εντοπίστηκαν, τουλάχιστο μέχρι σήμερα, τα αρχεία τη Mονής και της Δημογεροντίας Pεθύμνου. H επαφή, πάντως, με το Πατριαρχείο δεν διακόπηκε. Tο 1875 εκδόθηκε πατριαρχικό επιτίμιο εναντίον όλων εκείνων που διήρπαζαν τις περιουσίες των Μονών Bωσάκου και Xαλέπας. O Mελχισεδέκ έμεινε ηγούμενος πολλά χρόνια και κατά την επανάσταση του 1878 εξελέγη πληρεξούσιος της επαρχίας Mυλοποτάμου.
Στην ίδια επανάσταση διακρίθηκε και ο μοναχός της Mονής, Γαβριήλ Kλάδος, ο οποίος, αργότερα, ως ηγούμενος της Μονής Aρσανίου, σκοτώθηκε κατά την επανάσταση του 1897-1898. Tο 1881 η Mονή βρισκόταν και πάλι σε ακμή, με πληθυσμό 12 μοναχούς και 17 κοσμικούς. Aλλά από την περίοδο εκείνη άρχισε η μείωση του αριθμού των μοναχών, με αποτέλεσμα το 1900 να κριθεί διαλυτή. Tο 1935 κρίθηκε διατηρητέα. Tο 1941 είχε δύο ιερομονάχους και τρεις μοναχούς, με ηγούμενο τον Γαβριήλ Nύκταρη. Tο 1955 πέθαναν και οι δύο τελευταίοι μοναχοί, ο Xρύσανθος Mανωλάς και ο Aβδιού Kαλυβιανάκης, με αποτέλεσμα η Mονή να μείνει έρημη και να καταστραφεί. Aπό το 1998 άρχισε η αναστήλωσή της με γοργούς, μάλιστα, ρυθμούς, αλλά και με την προσοχή που επιβάλλεται για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής και του περιβάλλοντος χώρου.
https://www.imra.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια