Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καί ἡ Ἐπανάσταση (Ἀφιέρωμα στόν Θ. Κολοκοτρώνη) τοῦ Σαράντου Ι. Καργάκου
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καί ἡ Ἐπανάσταση
(Ἀφιέρωμα στόν Θ. Κολοκοτρώνη)
τοῦ Σαράντου Ι. Καργάκου
ΣΗΜΕΡΑ, ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας, κλῆρος καί λαός, τιμᾶ μέ τόν ἄχραντο λόγο τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τήν σώζουσα τόν ἑλληνικό λαό κατά τή μακρά καί περιπετειώδη καί πολυβάσανη ἱστορία του, εἶναι καλό νά ἀποσπασθοῦμε, ἔστω γιά λίγο, ἀπό πολλά «προοδευτικά», πού σάν βαρίδια μᾶς σέρνουν καθημερινά στό βυθό. Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε δέν μᾶς ἀρέσει, θρησκεύοντες καί μή θρησκεύοντες, ὀφείλουμε νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ Ἐπανάσταση, πέρα ἀπό ἄλλα μορφικά στοιχεῖα, κοινωνικά, οἰκονομικά, ἰδεολογικά, εἶχε ἕναν ἔντονο θρησκευτικό χαρακτῆρα. Λέγει ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ: «Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὅπου ὅλοι μέ τάς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καί εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο νά κλαύσω ἀπό τήν προθυμίαν πού ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση.» (Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα στήν ἔκδοση Γ. Βαλέτα 1958, σελ. 99). Κι ὅταν μετά ἀπό λίγο τό ἀρχικό του σχέδιο γιά τόν ἀποκλεισμό τῆς Τριπολιτσᾶς ἀπέτυχε καί τότε τόν ἐγκατέλειψαν ὅλοι, ὁ Γέρος βρῆκε παρηγοριά καί δύναμη προσπέφτοντας στή χάρη τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῶν Ἑλλήνων ὑποκατέστησε τήν Πρόμαχο Στρατηγό τῶν προγόνων μας. Συνεχίζει ὁ Γέρος στήν ἀφήγησή του:
«Ἔκατσα ἕως πού ἐσκαπέτισαν (=ἔφυγαν, σκόρπισαν) μέ τά μπαϊράκια τους, ἀπέ ἐκατέβηκα κάτου· ἦταν μιά ἐκκλησιά εἰς τό δρόμο (ἡ Παναγιά στό Χρυσοβίτσι), καί στό καθησιό μου ἦταν ὁπού ἔκλαιγα γιά τήν Ἑλλάς: “ Παναγία μου, βοήθησε καί τούτη τή φορά τούς Ἕλληνας διά νά ἐμψυχωθοῦν!” καί πῆρα ἕνα δρόμο κατά τήν Πιάνα. Εἰς τό δρόμο ἀπάντησα τόν ξάδελφό μου Ἀντώνιον τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη μέ ἑφτά ἀνίψια μου, ἐγίνηκαμε ἐννιά καί τό ἄλογό μου... δέκα· ἐγώ ἤμουν χωρίς τουφέκι»!
Ποτέ δέν ἀπέλιπαν ἀπό τόν Κολοκοτρώνη τό χιοῦμορ καί ἡ ἐπιγραμματικότητα. Ἀλλά αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού ἀπό παιδί κρατοῦσε τουφέκι, χωρίς καμμία κατήχηση, εἶχε μιά θρησκευτικότητα παππουδική πού τόν ἔδενε ψυχικά μέ τήν Παναγιά, τήν ὁποία συνεχῶς τήν ἔβαζε κριτή του. Ἀκόμη καί τή διαταγή γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ προδότη Νενέκου μέσα στήν ἐκκλησιά τήν ὑπέγραψε. Μιλώντας μετά τόν Ἀγῶνα πρός τούς νέους στήν Πνύκα τούς εἶπε:
«Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας, καί νά τήν στερεώσετε, διότι ὅταν ἐπιάσαμε τά ὄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος. Ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καί φυλάττουν μιά θρησκεία. Καί αὐτοί οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καί μισοῦντο καί ἀπό ὅλα τά ἔθνη, μένουν σταθεροί εἰς τήν πίστη τους» (ὅπ. π., σ. 282)
Ἐδῶ ἔχουμε μιά ἀπό τίς πρῶτες θετικές ἑλληνικές καταθέσεις ὑπέρ τῶν διωκομένων σέ ὅλα τά ἔθνη Ἑβραίων. Ὀφείλω, ὅμως, νά παρατηρήσω ὅτι ἡ θρησκευτικότητα τοῦ Κολοκοτρώνη δέν ἦταν παθητική, ἦταν ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ. Γι’ αὐτό, ἄς ἀκούσουμε ἀπό τόν ἴδιο δύο δικούς του Ἀκάθιστους Ὕμνους:
«Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμε τό Ναύπλιο, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον (Σημ.: Ἄγγλος πλοίαρχος) νά μέ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: “Πρέπει οἱ Ἕλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμό, καί ἡ Ἀγγλία νά μεσιτεύσει”.Ἐγώ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: “Αὐτό δέν γίνεται ποτέ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ἐμεῖς, καπετάν Ἅμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δέν ἐκάμαμε μέ τούς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί ἄλλοι, καθώς ἡμεῖς, ἐζούσαμε ἐλεύθεροι ἀπό γενεά εἰς γενεά. Ὁ βασιλεύς μας (Σημ.: ἐννοεῖ τόν Κων/νο Παλαιολόγο) ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτεινό πόλεμο μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ἦταν πάντοτε ἀνυπότακτα”. Μέ εἶπε: “ποία εἶναι ἡ βασιλική φρουρά του, ποῖα εἶναι τά φρούρια;” – “Ἡ φρουρά τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια ἡ Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά”. Ἔτσι, δέν μέ ὁμίλησε πλέον.» (ὅπ. π. σ. 179).
Ἄν μιλοῦσαν ἔτσι στούς ξένους καί οἱ τωρινοί πολιτικοί μας, δέν θά ἀσκούγαμε πολιτική σέ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ. Θά μοῦ πεῖτε, οἱ συνέπειες. Ὅταν ἀγωνίζεται κανείς γιά κάτι πού ὑπερβαίνει τή χοϊκότητά του, δέν λογαριάζει τίς συνέπειες. Πολλοί μιλοῦν γιά ρεαλισμό καί ἐννοοῦν τό ρεαλισμό τῆς κόττας, τό ρεαλισμό τοῦ «Κάτσε στ’ αὐγά σου». Συνεχίζει ὁ Γέρος:
«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἄν δέν εἴμεθα τρελλοί, δέν ἐκάμαμε τήν ἐπανάσταση (...) Τώρα, ὁπού ἐνικήσαμε, ὁπού ἐτελειώσαμε μέ καλό τόν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινούμεθα» (ὅπ. π. σσ. 179-180).
Τό τί πρέπει νά πράξει ἕνας ἄξιος τῆς ἱστορίας του λαός τό καταστατοποιεῖ ὁ Κολοκοτρώνης μέ τήν ἀπόκριση πού ἔστειλε στόν Ἰμπραήμ, πού ἀπειλοῦσε ὅτι θά ἀφανίσει τή Μεσσηνία:
«Αὐτό ὁπού μᾶς φοβερίζεις, νά μᾶς κόψεις καί κάψεις τά καρποφόρα δέντρα μας, δέν εἶναι τῆς πολεμικῆς ἔργον, διατί τά ἄψυχα δένδρα δέν ἐναντιώνονται εἰς κανένα, μόνο οἱ ἄνθρωποι ὅπου ἐναντιώνονται ἔχουνε στρατεύματα καί σκλαβώνεις, καί ἔτσι εἶναι τό δίκαιο τοῦ πολέμου. Μέ τούς ἀνθρώπους καί ὄχι μέ τά ἄψυχα δένδρα (νά τά βάνεις)· ὄχι τά κλαριά νά μᾶς κόψεις, ὄχι τά δένδρα, ὄχι τά σπίτια πού μᾶς ἔκαψες, μόνο πέτρα ἀπάνω στήν πέτρα νά μή μείνει, ἡμεῖς δέν προσκυνοῦμε. Τί, τά δένδρα μας ἄν τά κόψεις καί τά κάψεις, τήν γῆν δέν θέλει τήν σηκώσεις καί ἡ ἴδια ἡ γῆς πού τά ἔθρεψε, αὐτή ἡ ἴδια γῆ μένει δική μας καί τά ματακάνει (=ξαναδημιουργεῖ). Μόνον ἕνας Ἕλληνας νά μείνει, πάντα θά πολεμοῦμε καί μή ἐλπίζεις πώς τήν γῆν μας θά τήν κάμεις δική σου, βγάλτο ἀπό τό νοῦ σου» (ὅπ. π. σσ. 189-190).
Αὐτά εἶναι «μπουκιές ἀπό λιονταρίσιο μυαλό», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Καζαντζάκης, μπουκιές πού δέν προσφέρονται στό σημερινό σχολεῖο, στό ὁποῖο προσφέρεται μιά παιδεία «νια-νιά», μιά παιδεία, ὅπως εἶπα κάποτε σέ μιά ὁμιλία μου στό Πολεμικό Μουσεῖο, παρουσία τοῦ κ. Τόσκα, πού δέν προσφέρεται εἰς ἡρωισμόν, ἀλλά συχνά δυστυχῶς εἰς... ἡρωίνην! Ἡ τελευταία ἔρευνα στά πανεπιστημιακά καταστήματα ἀποτελεῖ θλιβερή ἐπιβεβαίωση. Θά μοῦ πεῖτε «ἄλλα χρόνια τότε, ἄλλα χρόνια σήμερα». Ἀλλά τό κάθε σήμερα εἶναι παιδί τοῦ χθές. Ὅλα τά χθές γίνονται ρίζες· ἐμεῖς, οἱ ἑκάστοτε ἐμεῖς, εἴμαστε τά φύλλα. Ἄν σπάσουμε τίς ρίζες (καθότι ριζοσπάστες!), θά μαραθοῦμε, ὅπως ψυχικά κινδυνεύουμε νά μαραθοῦμε ἐδῶ καί χρόνια, ραντιζόμενοι ἀπό μιά ὄξινη βροχή πνευματικῆς συσκοτίσεως καί διαβολῆς, ὥστε τό ’21 νά μή λάμπει ἥλιος στήν ψυχή μας. Εὐτυχῶς, ὅμως, πού τά δύο συλλαλητήρια ἀπέδειξαν ὅτι τό ’21 παραμένει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος μας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, παρακάλεσα στό συλλαλητήριο τῶν Ἀθηνῶν νά ψαλεῖ ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Καί ψάλθηκε. Ὄχι, δέν θά πέσουμε σέ καθιστικό ὕπνο ...
Ἐγράφη εἰς τήν οἰκίαν μου ἐπί τῶν ὁδῶν Θεοδ. Κολοκοτρώνη καί Νικηταρᾶ
Δεν υπάρχουν σχόλια