Πρωτ. π. Π. Μαριᾶτος:ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ Γιατί τιμᾶμε τήν Παναγία μας
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ’ ΛΟΥΚΑ (ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ)
ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
Γιατί τιμᾶμε τήν Παναγία μας
Τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας δέν τούς λατρεύουμε. Ἐπειδή ἡ Λατρεία ἀνήκει μόνον στόν Θεό. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν Θεομήτορα Μαρία, τήν Παναγία μας.
Ὅμως, ὀφείλουμε οἱ πιστοί νά τιμοῦμε ἰδιαιτέρως κάθε Ἅγιο. Εἰς τό ἔπακρον δέ τήν Παναγία.
Ἄς δοῦμε ποιοί λόγοι θεμελιώνουν αὐτήν τήν ὕψιστη ὀφειλομένη τιμή.
Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι πώς ἐκείνη ἦταν πού εἶπε τό μεγάλο «ναί» στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας. Ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ τῆς προανήγγειλε τόν παράδοξο Τόκο της, ταυτόχρονα τῆς ἀπήγγειλε τό πρῶτο «χαῖρε». Ἕνα «χαῖρε», πού ἀπό τότε θά τῆς ἀπονέμεται συνεχῶς στήν Ἱστορία, ἰδιαίτερα δέ στούς ἱλαρούς Ναούς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παιδιοῦ Της.
Τό νά ἀπαντήσει μιά ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» δέν ἦταν μιά ἁπλῆ ἐπιλογή. Ἦταν ὁ σοφώτερος λόγος στήν ἀνθρώπινη Ἱστορία, λόγος καίριος καί σωτήριος. Ἦταν λόγος συνειδητός, ὅπως φάνηκε ἀργότερα στήν συνάντηση τῆς Μαρίας μέ τήν Ἐλισάβετ : «Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι μοι πᾶσαι αἱ γενεαί».
Στήν φιλάνθρωπη κίνηση τοῦ Δημιουργοῦ πρός τό πλᾶσμα Του, μιά μόνον προϋπόθεση χρειαζόταν: νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος «ναί». Ναί ἔρχου Κύριε. Καί τό εἶπε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καρδιά καί τό στόμα τῆς Παναγίας.
Ἕνας δεύτερος λόγος, πού ἡ Παναγία δικαιοῦται τιμῆς, εἶναι πώς ἐπόνεσε πολύ. Μετέχοντας στόν κοινό ἀνθρώπινο πόνο, εἶδε τό Παιδί της νά ἀδικεῖται ὅσο κανένας ἄλλος. Τόν ἔχασε, δεμένον ἀπό τόν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ στόν Ἄννα, στόν Καϊάφα, στό Πραιτώριο. Καί τέλος, τόν εἶδε μαστιγωμένο καί αἱμόφυρτο νά ξεψυχάει στόν Σταυρό. Ποιά μάνα δέν θά σπάρασσε ἀπό τήν θλίψι; Ποιά μάνα δέν θά ἔλεγε μέσα της «γιατί;».
Εἶχε, ὅμως, ἡ Παναγία κάτι πού τήν κρατοῦσε : Τήν ἐμπιστοσύνη σ’ Ἐκεῖνον. Καθώς τῆς εἶχε πεῖ ὁ Συμεών, ὅταν μωρό ἔφεραν μέ τόν Ἰωσήφ τόν Ἰησοῦ στόν Ναό, ρομφαία θά ἔσχιζε τήν ψυχή της. Ἡ πίστη, ὅμως, σ’ Αὐτόν πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης, τήν ὁδηγοῦσε – ταυτόχρονα μέ τήν θλίψη- στήν προσδοκία.
Στό ἐξωκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Νικήτα, στά Κουφάρικα τοῦ Ποταμοῦ ὑπάρχει μία Ἁγιογραφία, 500 περίπου ἐτῶν, πού παριστᾶ τήν Σταύρωση. Σ’ αὐτήν μέ μοναδική τέχνη ἀπεικονίζονται δίπλα στόν Σταυρό ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωάννης. Ἡ θλίψη τοῦ ἠγαπημένου Μαθητή εἶναι θλίψη ἀπογνώσεως. Ἡ θλίψη τῆς Παρθένου εἶναι θλίψη ἐλπίδας γιά κάτι πού πρόκειται σύντομα νά ἔλθει.
Ὁ πόνος, λοιπόν, τῆς Παναγίας μας εἶναι ὁ δεύτερος λόγος ὀφειλομένης τιμῆς.
Τρίτος -καί σπουδαῖος- λόγος εἶναι ἡ αἰσθητή παρουσία της στήν ζωή μας, στή ζωή τῶν Χριστιανῶν.
Πότε μέ σημεῖα, πότε μέ ἐμφανή τροπή τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς μας στήν λύση τους, πότε μέ παρέμβαση στόν Υἱό της (παρέμβαση πρεσβευτική, ἀδιόρατη, σάν λεπτή αὔρα) ἡ Παναγία βρίσκεται ἀνάμεσά μας. Τῆς «ἐδόθη Χάρις πρεσβεύειν ὑπέρ ἡμῶν». Καί ἡ Ἐκκλησία τήν τιμᾶ. Τῆς ἀφιερώνει ἑορτές γιά ὁποιοδήποτε γνωστό συμβάν στήν ζωή της. Ὅπως καί αὔριο πού πανηγυρίζει τήν εἴσοδό της στόν Ναό. Καί τρέχουμε οἱ πιστοί στούς Ναούς μας νά γιορτάσουμε «τό προοίμιον τῆς εὐδοκίας» καί «τήν προκήρυξιν τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας».
Ἀλήθεια, ποιός θά μποροῦσε νά φανταστεῖ πῶς θά ἦταν ὁ κόσμος, χωρίς τήν ὕπαρξη τῆς Παναγίας;
Πρωτ. π. Π. Μαριᾶτος
Δεν υπάρχουν σχόλια