.

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗΣ

Ποίημα του Ευσκίου Πεύκη

Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές.

Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη,
εκούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές.

Μα η Γαλανή Παντιέρα επάνω στον ιστό της
ψηλά στον Παρθενώνα
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρό της
κυμάτιζεν ακόμα!

Στον ιερό το χώρο της δόξας της παλιάς
με τ’όπλον εις τον ώμο βημάτιζε ο τσολιάς

κι εκεί μες στα συντρίμμια των δοξαστών μαρμάρων
του ‘παν πως η Ελλάδα
βρίσκεται τώρα σκλάβα
στα χέρια των βαρβάρων!

Των Ούνων η αντάρα στην ακοή του φθάνει,
δαγκώνοντας τα χείλη γονάτισε στη γη

μπροστά εις την Σημαία κι ορκίσθει «να πεθάνει,
αν από τον ιστό της εκείνη κατεβεί».

Σαν τελείωσε τον όρκο επρόβαλε από πέρα
Ούνος επιλοχίας και δίνει προσταγή:

-Τσολιά, τη Γαλανή σου, κατέβασε, Παντιέρα,
η Σβάστικα του Φύρερ επάνω ν’ ανεβεί…

Εις του φρουρού τα στήθη σαν να ‘μπηξε μαχαίρι
μ’ αγριεμένο μάτι κοιτά το Γερμανό

και με θυμό του λέει: -Με το δικό μου χέρι,
των Σημαιών τ’ αστέρι
εγώ δεν κατεβάζω από τον ουρανό…!

Τη Γαλανή Παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό
σκύβει και τη φυλάει, τριγύρω του τη δένει
και πέφτει στο γκρεμό!

Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
-Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό,
τωρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ‘ρθει η μέρα
τη Γαλανή Παντιέρα
και πάλι ν’ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό!

 Πηγή: Βίντεο στο youtube