Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας:ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ (30-10-2022) ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
Στή σημερινή Eὐαγγελική περικοπή ὁ Χριστός μέ παραβολή μᾶς παραγγέλλει νά ἀποστρεφόμαστε μέν τήν ἀλαζονεία καί τήν ὑπεροψία τοῦ πλούτου, πού γεννᾶ τήν φιληδονία καί τήν ἀπανθρωπιά∙ νά ἀγαποῦμε δέ καί νά τήν ἐπιδιώκουμε τήν φιλάνθρωπη διάθεση καί τήν συνδυασμένη μέ τήν ἀρετή φτώχεια.
Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος καί ντυνόταν μέ πολύτιμα ἐνδύματα. Διασκέδαζε κάθε μέρα λαμπρῶς. Καλοπερνοῦσε. Ἀπό τήν μία, μέ τόν τρόπο πού ντυνόταν, εὔκολα καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπηρετοῦσε, κατά κόρον, τήν μάταιη κενοδοξία. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ καλοπέραση καί ἡ τρυφή φανέρωνε τήν μαλθακότητα, τήν σύγχυσή του καί τήν ἄμετρη ἠδονική ἀπόλαυσή του. Δέν τόν ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο. Ἦταν μιά ψυχή πού θά ἔλεγες ὅτι ἤπιε τό νερό τῆς λησμοσύνης. Λησμονεῖ ποιά εἶναι ἡ φύση της, ποιός θά εἶναι ὁ ἀπολογισμός τῆς ζωῆς της, καί πόσο ἀνώφελη ἡ μετάνοιά της μετά τόν θάνατο. Διότι ἡ μετάνοια ὠφελεῖ τότε, ὅταν ἐκεῖνος πού ἀλλάζει γνώμη ἔχει τήν δυνατότητα τῆς διορθώσεως. Ὅταν ὅμως ἡ διόρθωση γίνεται ἀκατόρθωτη, δηλ. μετά τόν ἀποχωρισμό ἀπό τό σῶμα, ἡ λύπη εἶναι ἀνώφελη καί ματαία ἡ μετάνοια, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Ἦταν καί κάποιος φτωχός πού τόν ἔλεγαν Λάζαρο. Ὄχι μόνο πτωχός ἀπό χρήματα καί ἀπό τά ἀναγκαῖα γιά τή ζωή, ἀλλά ἐπιπλέον καί ἄρρωστος. Μία ὀδυνηρή ἀσθένεια χωρίς θεραπεία, τόν κρατοῦσε πεσμένο στήν πύλη τοῦ πλουσίου. Ἐκεῖ, χωρίς οἰκία, χωρίς οἰκογένεια. Θέαμα γιά ὅσους ἔμπαιναν στήν ἔπαυλη καί γιά ὅσους ἔβγαιναν. Καί ἄν τά σκυλάκια εἶχαν «τό ἐλεύθερο», νά χορταίνουν ἀπό τά ψίχουλα τῶν πλούσιων γευμάτων, γιά τόν Λάζαρο, οὔτε αὐτό ἐπιτρεπόταν. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ περίβλεπτη μέν ἀπό τούς περαστικούς, ριγμένη δέ καί παραμελημένη. Καρφωμένη στό χῶμα.
Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου γιά τόν πτωχό καί γιά τόν πλούσιο. Τότε στόν μέν πτωχό ἦρθαν ἄγγελοι νά τόν προστατεύσουν καί νά τόν ὑπηρετήσουν καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ δέ πλούσιος ἀποθανών, ἐτάφη. Αὐτή εἶναι μονολεκτικά ἡ ἄδοξη κατάληξη καί τό τέλος τῶν φιλόπλουτων, πού ἀνεμπόδιστα στήν ἐδῶ ζωή ἁμαρτάνουν χωρίς ἔλεος.
Μάταια ἱκετεύει ὁ πλούσιος τόν Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο νά τοῦ δροσίσει μέ λίγο νερό τήν γλῶσσα του. Ὁ Ἀβραάμ, οὔτε ἀπό τά κλάματά του κάμπτεται, οὔτε τόν βγάζει ἀπό τήν ὀδύνη. Μέ αὐστηρό φρόνημα ἐπικυρώνει τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός τοποθέτησε τόν καθένα ἐκεῖ πού τοῦ ἄξιζε.
Εἶναι ὁλοφάνερο. Δέν εἶναι ὁ κάθε πλούσιος καταδικασμένος, ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος πού ζεῖ μέ προαίρεση ἴδια μέ ἐκείνη πού εἶχε ὁ σύγχρονος τοῦ Λαζάρου. Οὔτε, ὅμως, καί κάθε φτωχός εἶναι δίκαιος, ἀλλά ἐκεῖνος πού εἶναι σάν τόν Λάζαρο. Ἡ Γραφή ἐδῶ μακαρίζει τόν πτωχό ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος ὑπομένει τούς πόνους καί μόχθους μέ ψυχή φιλόσοφη. Καρτερεῖ δέ μέ γενναιότητα, μετριοφροσύνη καί ταπεινότητα ἤθους τίς διάφορες περιστάσεις τῆς ζωῆς. Σέ αὐτόν τελικά χαρίζεται ἡ αἰώνια ἀπόλαυση κοντά στόν Κριτή καί Μισθαποδότη τῆς ἀρετῆς Κύριο, πού προσκαλεῖ τούς δικαίους λέγοντας: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἠτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν» (Ματθ. 25,34). Ἀμήν.-
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια