Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ των ΚΥΘΗΡΩΝ
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ των ΚΥΘΗΡΩΝ
Ένα έργο που γράφτηκε άγνωστο πότε και από ποιον και σε ποια γλώσσα και αναφέρετε σε δύο Κυθήριους, τον Αθέσθη και την Έλισο που πολέμησαν στο πλευρό του Αυτοκράτορα Ηράκλειου (610 - 641 μ. Χ.) κατά των Περσών, χάθηκε παντελώς. Το 1729, ένας άγνωστος Κεφαλλονίτης λόγιος το βρήκε και συγκινήθηκε τόσο πολύ από τον έρωτα και την τραγική ζωή των δύο νέων, ώστε αποφάσισε να το μεταφράσει σε ποιητικό αφηγηματικό λόγο. Και αυτή η μετάφραση χάθηκε για αιώνες. Θεία τύχη ανακαλύφθηκε, σχετικά πρόσφατα, το ένα και μοναδικό σωζόμενο αντίγραφό του και θεία τύχη έπεσε στα χέρια μου η ανατύπωση του. Εντυπωσιάστηκα από την πλοκή του έργου. Μου αποκαλύφθηκε ότι υπήρχαν ο «Ερωτόκριτος και η Αρετούσα» των Κυθήρων. Ένιωσα την ανάγκη ο ΑΘΕΣΘΗΣ και η ΕΛΙΣΟΣ να αναστηθούν, να γυρίσουν στα Κύθηρα, να τους μάθουμε, να τους τραγουδήσουμε. Ανάπλασα ποιητικά τους 1094 στίχους. Ένα δείγμα από το μοιρολόι της Έλισος για τον αγαπημένο της, νεκρό, Αθέσθη σας το παραθέτω.
«Αθέσθη! ζωοδότη μου, παλικαριάς καμάρι,
του έρωτά μου πυρκαγιά, της στράτας μου φανάρι, 910
πώς να πιστέψει ο λογισμός, τα μάτια πώς ν’ αντέξουν
το ματωμένο στήθος σου να δουν και να μην τρέξουν;
Χαριτωμένο πρόσωπο, του πόθου μου αχτίδα,
πώς μπόρεσα χωρίς ζωή κι ανάσα, σαν σε είδα;
Πώς τα χλωμά σου μάγουλα κεντούν την πεθυμιά μου; 915
φωτιές μου στέλνουν και νεκρά να κάψουν την καρδιά μου.
Το πρόσωπό σου λαμπερό, γιατί στο μέτωπό σου
δυο ήλιοι στραφταλίζουνε το φως των οφθαλμών σου.
Οι ομορφιές της νιότης σου από την πλάση φύγαν,
βασίλεψαν οι ήλιοι μου, οι ουρανοί μαυρίσαν. 920
Χειλάκια μου ολάνθιστα και μοσχομυρωμένα,
ωσάν τα τριαντάφυλλα σε κήπο ποτισμένα,
πώς να θωρώ την κόκκινη την κοραλλένια χάρη
που τώρα λευκανθήκατε ωσάν μαργαριτάρι;……
Τα Κύθηρα, τα ζάθεα, η πιο γλυκιά πατρίδα,
μαζί με σένα έχασαν της δόξας την ελπίδα.
Γι’ αυτόν, μικρό νησάκι μου, ν’ ανάψεις το καντήλι
και στα πιο μαύρα χρώματα να βάψεις το μαντήλι.
Τα σήμαντρά σου, πένθιμα, σ’ όλη την επαρχία 945
να διαλαλήσουν, στα βουνά, πως χάθηκε η ανδρεία.
Ω! συγγενείς και γείτονες, της φαμελιάς του μέλη,
πώς ημπορεί ν’ αντέξετε, που ο μαύρος Χάρος θέλει
απ’ όλους, τον καλύτερο, τον άξιο στρατηγό σας,
το παλικάρι που ‘χατε στις μάχες οδηγό σας; 950
Μηνύματα της συμφοράς, σ' αγέρι φορτωμένα,
τα στέλνω στην πατρίδα μας, Αθέσθη μου, για σένα,
να λυπηθούν οι συγγενείς, οι φίλοι να θρηνήσουν
κοπέλες, λυγερόκορμες, να σε μοιρολογήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια