Kλέφτικα Τραγούδια:Γράφει η φιλόλογος Αδαμαντία Τριάρχη-Μακρυγιάννη
Γράφει η φιλόλογος Αδαμαντία Τριάρχη-Μακρυγιάννη
Στο ευρύ πλαίσιο των ποικίλων εκδηλώσεων, με σκοπό να τιμηθούν τα 200 χρόνια από το 1821, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλετισμό και τη Δημοκρατία, εξέδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο και από αισθητική άποψη, υπό τον τίτλο «Κλέφτικα Τραγούδια», μεταφρασμένα σε πέντε γλώσσες (1824-1843).
Διαπρεπείς οι μεταφραστές, με πρώτο στην υπό αναφοράν έκδοση τον Γάλλο φιλόλογο και εκδότη Κλωντ Φοριέλ, στον οποίο οφείλουμε ευγνωμοσύνη για την πολύτιμη προσφορά του στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824-25. Μετά τον Γκαίτε, επίσης της ευγνωμοσύνης μας, που δημοσίευσε ελληνικά δημοτικά στο περιοδικό του το 1823, είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι η δύο τόμων συλλογή «Chants populaires de la Grèce moderne» – Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Μεταφρασμένα στα γαλλικά σε «ρυθμικό πεζό λόγο» με εξαιρετικό πρόλογο και πλούσιο σχολιασμό δια χειρός του ελληνομαθούς Φοριέλ, κατ’ αρχήν διαφοροποίησαν και αναθέρμαναν τον φιλελληνισμό.
Ο σκοπός του διορατικού φιλέλληνα, όπως τον εξέθεσε από την αρχή του προλόγου του, πραγματοποιήθηκε με άριστο τρόπο. Τα τραγούδια του σκλαβωμένου ελληνικού λαού, περιφρονημένου από λογίους της Ευρώπης, τον ανέδειξαν άξιο τιμής. Φώτισαν άπλετα τη νεότερη μορφή του, με ανάγλυφες τις αρετές, του έρωτα της ελευθερίας, της ανδρείας, της περιφρόνησης του θανάτου προ της υποταγής, και με το χάρισμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, εφάμιλλο των προγόνων του. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είχαν μέχρι και εξαιρετική απήχηση τα ελληνικά τραγούδια και οι απόψεις του Φοριέλ για την Ελλάδα. Οδήγησαν στην απεριόριστη εκτίμηση, ότι η συμπαράταξη με την επανάστασή της προέκυπτε ως χρέος προς το παρόν των Ελλήνων και όχι αποκλειστικά προς το αρχαίο παρελθόν τους.
Από την «ηρωική ραψωδία»
των κλεφτών (1)
Η ανά χείρας έκδοση περιλαμβάνει μία ανθολογία κλέφτικων τραγουδιών, με τα πρωτότυπα κείμενα να έχουν αντικριστά τις μεταφράσεις τους. Τις προσέφεραν εκτός του Γάλλου φιλολόγου, οι Γκαίτε και Μύλλερ, Σέρινταν και Μπος, Τομμαζέο, Γκνιέντις και Ευλάμπιος, στα γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και στα ρωσικά. Πλαισιώνονται από τον πρόλογο του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνου Τασούλα και από δύο θεματικά κείμενα. Τα υπογράφουν οι επιμελητές του βιβλίου Παντελής Μπουκάλας και Αλέξης Πολίτης, διακεκριμένοι στην έρευνα και την εκδοτική κίνηση των επιτευγμάτων της δημοτικής μας μούσας.
Πατρίδα αυτής της ραψωδίας είναι η ορεινή Ελλάδα, όπου για δεκαετίες άκμαζαν η κλεφτουριά και το αρματολίκι. Αναφερόμαστε στη Ρούμελη, Θεσσαλία, Ήπειρο και σε τμήμα της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Λίγα κλέφτικα τραγούδια προέρχονταν από το Μοριά. Το βιβλίο, εκτός της σημασίας των μεταφράσεων, δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε, με ιδιαίτερη προσοχή τον κόσμο των ορεσίβιων μαχητών μας. Έναν ιδιότυπο κόσμο πολύ σκληρών ανδρών, στο πλαίσιο των άγριων χρόνων τους, αλλά τελικώς «ανδρείας και λευτεριάς», σύμφωνα με στίχο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Μετά το 1821, τα τραγούδια του από τοπικά έγιναν πανελλήνια, διότι αρματολοί και κλέφτες διαδραμάτιζαν σημαντικότατο ρόλο στην επανάσταση.
Οπωσδήποτε από τα τέλη του 17ου αιώνα, κάποιοι από όλους, αναλφάβητοι, ίσως και κλέφτες, αλλά με καλλιτεχνική ιδιοφυία, τραγουδούσαν καπετάνους κλεφτών – αρματολών, κυρίως με το εύκολο στην ακοή μέτρο του δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Πρώτα οι βουνίσιοι χωρικοί ένθερμα υποδέχονταν τις γνωστές τους ιστορίες, άντρες και γυναίκες τις τραγουδούσαν και τις χόρευαν. Ωστόσο, «οι πρώτοι διδάξαντες» είναι άγνωστοι, διότι δεν ενδιαφέρονταν και δεν υπήρχε λόγος να ξεχωρίσουν από το κοινό αίσθημα.
Τα κλέφτικα τραγούδια -και όχι μόνον αυτά- γεννήθηκαν από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού και αποτελούσαν την έκφρασή του. Την ανυπόταχτη ελληνική ψυχή της εποχής τους επιδίωκαν να τραγουδούν εκείνοι οι ονομαζόμενοι «πρωτόγονοι» επαναστάτες και, χωρίς να το ξέρουν, συνέθεταν το ηρωικό προοίμιο της μεγάλης επανάστασης.
Ασφαλώς το Εικοσιένα σχεδίαζαν Έλληνες έμποροι ή επιχειρηματίες του εξωτερικού, καραβοκύρηδες και λόγιοι δια της Φιλικής Εταιρείας, (2) αλλά για να εκπληρωθεί το καθολικό όνειρο της απελευθέρωσης του γένους, όπως αποδεικνύουν οι αμέτρητοι τραγουδιστές από την «Ιλιάδα της νεότερης Ελλάδας». Και ο λαϊκός Μακρυγιάννης των Απομνημονευμάτων, το 1834-1839 επιγραμματικά είδε τους κλέφτες σαν «τη μαγιά της Λευτεριάς»!
Οι λεβέντες των βουνών δεν ήταν μυθικά, αλλά υπαρκτά πρόσωπα και αρκετά παρέμειναν γνωστά. Με συντομία τα τραγούδια τους, ωστόσο τα διακρίνει εκφραστικότατη λιτότητα και, κάποτε, φυσικός ο δραματικός τόνος. Μόνον από ένα οριακό επεισόδιο του πολεμικού βίου ή από τον τρόπο του θανάτου τους μαθαίνουμε ποιοι ήταν οι τραγουδισμένοι καπετάνοι και τα κλεφτόπουλα.
Η ορεινή «κατατρεγμένη Ελλάδα» -όπως την αποκαλεί ο καταπληκτικός Φοριέλ- πάλλει πλήρης ζωής κυριολεκτικά, ακόμη και τις ώρες του θανάτου. Στα βουνά αυτής της γης, με την εικόνα τους στο ρωμαλέο ήθος του κλέφτη, ακόμη και γυναίκας «κλέφτικα ντυμένης» -όπως η Διαμάντω ή η «Αρκαδιανή»- ποτέ δεν υπάρχει μοναξιά. Κορφοβούνια, μεγαλόπρεπα δέντρα των δασών και ιδίως πουλιά «με ανθρώπινην λαλίτσαν», είναι οι συνοδοιπόροι, οι συνομιλητές ή οι συμπάσχοντες σε εκείνον τον ελεύθερο και ποιητικό κόσμο. Και τα πάντα εκφράζει τέλεια η αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη νεοελληνική γλώσσα τους, που εμπνέει απόλυτη εκτίμηση ιδιαίτερα στον Γάλλο φιλόλογο – εκδότη καθώς και τον ωραιότερο ύμνο της.
Ορισμένα τραγούδια
Του Μπουκοβάλλα
Τ’ είν’ ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται;
Μήνα θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται,
κι ουδέ θεριά μαλώνουν.
ο Μπουκοβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους,
στη μέσην στο Κεράσσοβον,
και στην καινούριαν χώραν.
Κόρη ξανθή εχούιαξε από το παραθύρι:
– «Πάψε, Ιαννή, τον πόλεμον,
πάψε και τα τουφέκια,
να κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός,
να σηκωθ’ η αντάρα,
να μετρηθεί τ’ ασκέρι σου,
να ιδούμε πόσοι λείπουν».
Μετρούντ’ οι Τούρκοι τρεις φορές,
και λείπουν πεντακόσιοι.
Μετρούνται τα κλεφτόπουλα,
τους λείπουν τρεις λεβέντες.
Επήγ’ ο ένας στο νερόν, κι άλλος ψωμί να φέρει,
ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι.
Το τραγούδι του κλέφτη καπετάνου της Ακαρνανίας Γιάννη Μπουκοβάλλα ή Μπουκουβάλλα, που προστάτευε τον τόπο του και την Ήπειρο από τις επιδρομές της Αρβανιτιάς, μεταφράστηκε και στις πέντε γλώσσες του βιβλίου. Η πρώτη μορφή του στα γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά και δύο παραλλαγές από τους Γκαίτε και Τομμαζέο. Οι στίχοι θύμιζαν αδρά στον τότε ακροατή μόνον τα απαραίτητα της άνισης σύγκρουσης και το παραστατικό αποτέλεσμα αποδείκνυε την άγρια τόλμη του πασίγνωστου Μπουκουβάλλα, στα μέσα του 18ου αιώνα. (3)
Το όνειρον του Δήμου
«Δεν σ’ τό ειπα Δήμο μια φορά,
δεν σ’ τό ειπα τρεις και πέντε·
χαμήλωσε το πόσι σου· σκέπασε τα τσαπράζια·
να μη τα ιδ’ η Αρβανιτιά,
ρίχνουν και σε σκοτώνουν
από τ’ ασήμια τα πολλά, κι από την περηφάνιαν;»
Λαλούν οι κούκοι στα βουνά
κι οι πέρδικες στα πλάγια.
Λαλεί κι ένα μικρόν πουλί στου Δήμου το κεφάλι·
μον’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρώπινην λαλίτσαν:
«Δήμο μου, τ’ είσαι κίτρινος,
και τ’ είσ’ αραχνιασμένος;»
«Πουλάκι κι αν μ’ ερώτησες, να σου τ’ ομολογήσω·
έγειρα ν’ αποκοιμηθώ, ύπνον να πάρ’ ολίγον·
και είδα εις τον ύπνον μου,
στον ύπνον που κοιμούμουν,
είδα τον ουρανόν θολόν, και τ’ άστρα ματωμένα,
το δαμασκί σπαθάκι μου βαμμένον μες στο αίμα»
Το κοινότατο όνομα Δήμος (Δημήτρης) έφεραν πολλοί κλέφτες καπετάνοι. Έμμεσες και αινιγματικές ήταν οι πληροφορίες του λαϊκού τραγουδιστή για κάποιον αντρειωμένο Δήμο. Χάθηκε εξαιτίας της ασυμβίβαστης υπερηφάνειας του, σύμφωνα με το τραγούδι, αλλά ο ίδιος μίλησε για το βέβαιο τέλος, όπως το είδε σε όνειρο, με το σπαθάκι του «βαμμένο μες στο αίμα». Κατά τον Φοριέλ «όχι από τα νεότερα της συλλογής του… ερεθίζει ευχάριστα τη φαντασία» και την πρωτοτυπία του τίμησαν τέσσερις μεταφραστές.
Σαν επίμετρο
Ο Χάρος και αι ψυχαί
Το τί ’ναι μαύρα τα βουνά
και στέκουν βουρκωμένα·
μην’ άνεμος τα πολεμά, μηνά βροχή τα δέρνει;
Κι ουδ’ άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βραχή τα δέρνει·
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νεούς απ’ εμπροστά,
τους γέροντες κατόπι,
και τα μικρά παιδόπουλα, στη σέλ’ αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες κι οι νέοι γονατίζουν.
«Χάρε μ’, για κόνεψε σ’ χωριό,
κόνεψε σ’ κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κι οι νέοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα,
να μάσουν τα λουλούδια».
«Κι ουδέ σ’ χωριό κονεύω ’γω,
κι ουδέ σε κρύα βρύση·
έρχοντ’ οι μάνες για νερό,
γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ’ ανδρόγυνα, ξεχωρισμόν δεν έχει.
Κλείνοντας την παρούσα προσπάθεια, μεταφέρεται και το παραπάνω μοιρολόι, από τη συλλογή Φοριέλ, (4) ο οποίος του έδωσε τον τίτλο. Στο βουνίσιο λυπητερό τραγούδι, ξανά η πρωτοτυπία, αλλά εξαιρετικού θαυμασμού. Ο λαός, με το «εύρημα» της κρύας βρύσης, άγνωστο από ποιον τόπο, με νοσταλγικές και τραγικές εικόνες, εκφράζει τη λατρεία της ζωής και τον άμετρο πόνο του παντοτινού χωρισμού. Ακόμη και ο άτεγκτος Χάρος του τραγουδιού «Ο βοσκός και ο Χάρος»4, δείχνει να αντιλαμβάνεται την οδύνη ζωντανών και αποθαμένων, όταν, μετά από μια συνάντησή τους, «ξεχωρισμόν δεν έχει». Αυτός ο θρήνος ποιητικής αλήθειας, που λέγεται ότι εθαύμαζε ιδιαίτερα ο μεγάλος Γκαίτε, μπορεί να παραβληθεί με τη θλίψη του Δία της Ιλιάδας (Ρ441 και εξής). Βλέποντας τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα να θρηνούν με «δάκρυα θερμά» τον σκοτωμένο Πάτροκλο, ο ύψιστος Θεός αισθάνεται πικρές τύψεις, που τα οδήγησε ως δώρα στους δυστυχέστερους από όλα τα όντα θνητούς.
Κατόπιν όλων αυτών, είχε σχέση με την πραγματικότητα ο επιφανής λόγιος Μάρκος Ρενιέρης (και όχι μόνον εκείνος) όταν έγραφε το 1842, στον Ιταλό λογοτέχνη Νικολό Τομμαζέο την άποψή του; «Ο μεγάλος ποιητής της Ελλάδος δεν είναι ούτε ο Σούτσος ούτε ο Σολωμός, είναι ο λαός της». (5)
Τέλος, εκφράζομε την ευχή τα Λύκεια της Ελλάδας και του Απόδημου Ελληνισμού να αποκτήσουν τα «Κλέφτικα τραγούδια» σε ηλεκτρονική μορφή. Θα προσφέρουν πολλά στα σχολεία μας, που ελπίζομε σύντομα να γιορτάσουν το Εικοσιένα όπως του πρέπει, με φυσική παρουσία.
Παραπομπές
1.
Παύλος Καλλιγάς, Μελέται και λόγοι, τ. 1, 1889, σ. 489.
2.
Δημήτρης Καιρίδης, Η Ελληνική Επανάσταση και η «ανατολίτικη ενοχή» μας.
Εφημερίδα Αμαρυσία, 24-07-2021.
3.
Μιχαήλ Περάνθης, Ανθολογία Ποιήσεως, τόμος 3ος, εκδόσεις Περάνθη.
4.
Κλωντ Φοριέλ, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Α’ τόμος, σελ. 289 και 244.
5.
Γ. Θ. Ζώρας, «Σολωμός και Θωμαζαίος». Επτανησιακά μελετήματα, τ. 2, 1959, σελ. 167.
Δεν υπάρχουν σχόλια