ΓΙΑΝΝΗΣ και ΑΝΝΑ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΥ : ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Υπάρχει σε κάθε εποχή μια μικρή κατηγορία ανθρώπων που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους συνθέτουν μια προσωπικότητα που αγγίζει πολλές φορές τα όρια του μύθου. Σ’αυτή την κατηγορία ανήκει το θρυλικό ζεύγος Πετροχείλου. Η αγάπη τους για την σπηλαιολογία έγινε η αιτία για να αφιερώσουν όλη τους την ζωή σ’αυτήν. Άφησαν πίσω τους το «παιδί» τους, την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία με ένα πολύτιμο κληροδότημα το αρχείο 10000 εξερευνημένων σπηλαίων, βαράθρων και υπόγειων ποταμών που βρίσκονται στον Ελλαδικό χώρο.
Η Ελλάδα, εξαιτίας των πλούσιων ασβεστολιθικών πετρωμάτων της, διαθέτει τεράστιο αριθμό σπηλαίων που υπολογίζεται, με τις μετριότερες εκτιμήσεις, ότι πρέπει να ξεπερνά τις 15.000. Απ’ αυτά έχουν επισημανθεί και καταγραφεί μέχρι σήμερα πάνω από 10.000, αριθμός αρκετά μεγάλος, που δίκαια τοποθετεί τη χώρα
μας σαν μια από τις πλουσιότερες σε σπήλαια στον κόσμο.
Το ζεύγος του Γιάννη και Άννας Πετροχείλου υπήρξαν οι θεμελιωτές της Ελληνικής Σπηλαιολογίας.
Ίδρυσαν την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (Ε.Σ.Ε.) το 1950 και ξεκίνησαν μαζί με τους στενούς συνεργάτες τους -πρώτα μέλη της Εταιρείας -τη συστηματική εξερεύνηση, χαρτογράφηση και εμπεριστατωμένη μελέτη των ελληνικών σπηλαίων από επιστημονικής και τουριστικής πλευράς.
Σήμερα στο αρχείο της Ε.Σ.Ε. υπάρχουν καταγεγραμμένα , εξερευνημένα και χαρτογραφημένα 8500 σπήλαια!
Δυστυχώς, ο Γιάννης Πετρόχειλος έφυγε νωρίς από την ζωή το 1960. Έτσι, το κοινό όραμα που είχαν και θα έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα από το έργο της εταιρείας πέρασε στα χέρια της Άννας Πετρόχειλου, που διετέλεσε πρόεδρος της εταιρείας για 20χρόνια και παρέμεινε επίτιμη πρόεδρος ως το τέλος της ζωής της το 2001.
Στα 51 χρόνια ενεργού δράσης, κατάφερε να εξερευνήσει πάνω από 1000 σπήλαια , βάραθρα και υπόγεια ποτάμια.
Η Άννα Πετροχείλου είναι σχεδόν μια μυθική μορφή στην ιστορία της Σπηλαιολογίας με επιδόσεις που δύσκολα θα ξεπεραστούν.Γεννημένη στην Σμύρνη έχει πάθος με την ορειβασία. Το 1930 γίνεται η πρώτη Ελληνίδα που θα πατήσει την κορυφή του Ολύμπου (Μύτικας 2917μ.) μαζί με την Αμαλία Καλιαμπέτσου. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τον Γιάννη Πετρόχειλο. Το 1935 θα κατακτήσει την κορυφή των Άλπεων. Θα ακολουθήσει ο Μαύρος Παγετώνας της Νορβηγίας και θα προσεγγίσει τον Βόρειο Πόλο( 81μοιρες)
Το 1938 ο Γ. Πετρόχειλος θα πάει με υποτροφία του Υπουργείου Παιδείας στην Σορβόννη , προκειμένου να παρακολουθήσει ανώτερα μαθήματα γεωλογίας και παλαιοντολογίας. Η Άννα Πετροχείλου θα τον ακολουθήσει και θα παρακολουθήσει ως ακροάτρια όλο τον κύκλο των μαθημάτων.
Επιστρέφοντας στα Κύθηρα όπου ο Πετρόχειλος δίδασκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο των Κυθήρων, το ζεύγος, με δικά του έξοδα εξερευνά το πρώτο του σπήλαιο, αυτό της Αγίας Σοφίας Μυλοποτάμου Κυθήρων.
Το 1949 στη Βαλάνς της Γαλλίας ιδρύεται η Διεθνής Σπηλαιολογική Εταιρεία. Την Ελλάδα εκπροσωπείται από το ζεύγος Πετροχείλου, που αντιμετωπίζει σοβαρές αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδος στον Διεθνή φορέα λόγω του ότι δεν υπήρχε σημαντική εμπειρία στη Σπηλαιολογία. Ο Πετρόχειλος όμως καταφέρνει να αντικρούσει τους πάντες και πετυχαίνει την ένταξη της Ελλάδας.
Το 1950 ιδρύεται η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία και το 1954 στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Εταιρείας το ζεύγος καταφέρνει να εντυπωσιάσει τους πάντες από το πλήθος και την ποιότητα των εργασιών που παρουσίασε.
Η Άννα Πετροχείλου έχει παραμείνει επί 5 μέρες σε ένα από τα σπήλαια του Δυρού και 2 μέρες στο σπήλαιο «Τandal hohle” της Αυστρίας,6000 μέτρα μήκος και 300 μέτρα βάθος με 0° θερμοκρασία και 100% υγρασία.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, το 1960, ανέλαβε την Προεδρία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας για αρκετά χρόνια, εξερευνώντας και χαρτογραφώντας πάνω από 1.000 σπήλαια, βάραθρα και υπόγειους ποταμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια. Δημοσίευσε εκατοντάδες σπηλαιολογικές μελέτες μεγάλης επιστημονικής και τουριστικής αξίας σε ελληνικά, ξένα περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες καθώς και στο “Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας”, ενώ συνέβαλε ουσιαστικά στην τουριστική αξιοποίηση των σπουδαιότερων ελληνικών σπηλαίων, όπως του Δυρού, του Περάματος των Ιωαννίνων, Δρογγαράτης και Μελισσάνης Κεφαλονιάς, Αγ. Γεωργίου Κιλκίς ,Ζωνιανών Ρεθύμνου και Παιανίας Αττικής.
Για την προσφορά της έχει τιμηθεί πάνω από 50 φορές. Οι μεγαλύτερες διακρίσεις είναι αυτή της Ακαδημίας των Αθηνών ,το Βραβείο της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Εταιρείας (το όποιο το έχουν πάρει μόλις δύο άνθρωποι παγκοσμίως) και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος, που είναι η ανώτατη διάκριση που μπορεί να λάβει ένας πολίτης,για τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα.
Η επιστήμη τιμώντας την προσφορά του ζεύγους Πετροχείλου έδωσε το όνομά τους σε σπηλαιόβιο έντομο που πρώτοι αυτοί εντόπισαν . Πρόκειται για το ορθόπτερο «Δολιχόποδο Πετροχειλόζη» (dolichopoda Ρetrocilosi). Κατοικεί στο βάθος των περισσότερων καρστικών ελληνικών σπηλαίων και κινείται στο απόλυτο σκοτάδι με τη βοήθεια των μεγάλου μήκους λεπτών κεραιών του ,οι οποίες λειτουργούν σαν εξειδικευμένα όργανα αφής και οσφρήσεως σε αντικατάσταση των υποπλασθέντων οφθαλμών του.
Το 1950 ιδρύεται η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία και το 1954 στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Εταιρείας το ζεύγος καταφέρνει να εντυπωσιάσει τους πάντες από το πλήθος και την ποιότητα των εργασιών που παρουσίασε.
Η Άννα Πετροχείλου έχει παραμείνει επί 5 μέρες σε ένα από τα σπήλαια του Δυρού και 2 μέρες στο σπήλαιο «Τandal hohle” της Αυστρίας,
Μετά το θάνατο του συζύγου της, το 1960, ανέλαβε την Προεδρία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας για αρκετά χρόνια, εξερευνώντας και χαρτογραφώντας πάνω από 1.000 σπήλαια, βάραθρα και υπόγειους ποταμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια. Δημοσίευσε εκατοντάδες σπηλαιολογικές μελέτες μεγάλης επιστημονικής και τουριστικής αξίας σε ελληνικά, ξένα περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες καθώς και στο “Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας”, ενώ συνέβαλε ουσιαστικά στην τουριστική αξιοποίηση των σπουδαιότερων ελληνικών σπηλαίων, όπως του Δυρού, του Περάματος των Ιωαννίνων, Δρογγαράτης και Μελισσάνης Κεφαλονιάς, Αγ. Γεωργίου Κιλκίς ,Ζωνιανών Ρεθύμνου και Παιανίας Αττικής.
Για την προσφορά της έχει τιμηθεί πάνω από 50 φορές. Οι μεγαλύτερες διακρίσεις είναι αυτή της Ακαδημίας των Αθηνών ,το Βραβείο της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Εταιρείας (το όποιο το έχουν πάρει μόλις δύο άνθρωποι παγκοσμίως) και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος, που είναι η ανώτατη διάκριση που μπορεί να λάβει ένας πολίτης,για τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα.
Η επιστήμη τιμώντας την προσφορά του ζεύγους Πετροχείλου έδωσε το όνομά τους σε σπηλαιόβιο έντομο που πρώτοι αυτοί εντόπισαν . Πρόκειται για το ορθόπτερο «Δολιχόποδο Πετροχειλόζη» (dolichopoda Ρetrocilosi). Κατοικεί στο βάθος των περισσότερων καρστικών ελληνικών σπηλαίων και κινείται στο απόλυτο σκοτάδι με τη βοήθεια των μεγάλου μήκους λεπτών κεραιών του ,οι οποίες λειτουργούν σαν εξειδικευμένα όργανα αφής και οσφρήσεως σε αντικατάσταση των υποπλασθέντων οφθαλμών του.
Πηγές : www.ese.edu.gr
www.mani.org.gr
www.visitkythera.gr
www.mani.org.gr
www.visitkythera.gr
ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ
Γιάννης και Άννα Πετροχείλου
Η ελληνική σπηλαιολογική κοινότητα χρωστάει αναμφίβολα την ύπαρξή της στο ζεύγος του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου, οι οποίοι ίδρυσαν το 1950 την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
Ο Γιάννης Πετρόχειλος γεννήθηκε το 1900 στην Σμύρνη από γονείς Κυθήριους. Ήθελε να γίνει συνθέτης και σπούδαζε μουσική. Από το 1917 επιδίδεται στην ορειβασία, ζωγραφίζει και σχεδιάζει τοπία. Εγγράφεται και παίρνει πτυχίο από την Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1918-1921).
Η Άννα Πετροχείλου γεννήθηκε, επίσης, στη Σμύρνη και παντρεύτηκε σε ηλικία 17 ετών τον Ιωάννη Πετρόχειλο.
Η ελληνική σπηλαιολογική κοινότητα χρωστάει αναμφίβολα την ύπαρξή της στο ζεύγος του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου, οι οποίοι ίδρυσαν το 1950 την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
Ο Γιάννης Πετρόχειλος γεννήθηκε το 1900 στην Σμύρνη από γονείς Κυθήριους. Ήθελε να γίνει συνθέτης και σπούδαζε μουσική. Από το 1917 επιδίδεται στην ορειβασία, ζωγραφίζει και σχεδιάζει τοπία. Εγγράφεται και παίρνει πτυχίο από την Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1918-1921).
Η Άννα Πετροχείλου γεννήθηκε, επίσης, στη Σμύρνη και παντρεύτηκε σε ηλικία 17 ετών τον Ιωάννη Πετρόχειλο.
Τα έτη 1922-1926 ο Ιωάννης Πετρόχειλος διορίζεται χημικός, ως οργανωτής του χημείου των Σ.Π.Α.Π, ενώ επιτυγχάνει υποτροφία του Υπουργείου Παιδείας για ειδικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι για γεωλογία-φυσική γεωγραφία-ανθρωπολογία (1932-1936). Η Αννα Πετροχείλου ακολούθησε τον άνδρα της στο Παρίσι και παρακολούθησε ως ακροάτρια θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα σπηλαιολογίας.
Το ζεύγος Πετροχείλου μετά το Παρίσι γυρίζει στα Κύθηρα. Ο Ιωάννης Πετρόχειλος ως καθηγητής στο Γυμνάσιο του νησιού αρχίζει να ασχολείται με την εφαρμοσμένη Σπηλαιολογία εξερευνώντας σπηλαιολογικά το νησί. Το 1937 εκδίδει το πρώτο σύγγραμμά του με τίτλο Γεωτεκτονική και τον γεωφυσικό χάρτη του νησιού (1935). Σχεδίασε και τον Γεωλογικό χάρτη του νησιού που εκδόθηκε από το Ι.Γ.Μ.Ε. αμέσως μετά τον θάνατο του.
Στη συνέχεια μετατίθεται ως καθηγητής στο γυμνάσιο της Άνδρου (1937-1943). Με τον βομβαρδισμό, όμως, του νησιού από τους Γερμανούς αποτεφρώνεται η κατοικία του ζεύγους με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της οικοσυσκευής τους και του επιστημονικού τους αρχείου, της βιβλιοθήκης, της συλλογής επιστημονικών οργάνων και τα επί 13 χρόνια δοκίμια σπηλαιολογικών και γεωλογικών μελετών. Το 1943 Ο Ιωάννης Πετρόχειλος μετατίθεται στην Αθήνα ως καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Νέας Σμύρνης. Το 1948 εκδίδει το βιβλίο του για την Ανόργανον και Οργανικήν Χημείαν.
Το 1949 το ζεύγος Πετροχείλου συμμετέχει στην 1η Διεθνή Σπηλαιολογική Συνάντηση στη Valance της Γαλλίας. Το 1950 λαμβάνουν μέρος μετά από πρόσκληση στο 4ο Σπηλαιολογικό Συνέδριο στο Μπάρι της Ιταλίας και το ίδιο έτος το ζεύγος μαζί με έναν μικρό αριθμό αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων ιδρύουν την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, στην οποία ο Ιωάννης Πετρόχειλος χρημάτισε πρώτος της Πρόεδρος μέχρι το θάνατό του, την 11η Φεβρουαρίου 1960.
Το 1959 μελετούν το μεγάλης τουριστικής αξίας σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα Καστανιάς Βοιών. Ο Ιωάννης Πετρόχειλος εξερευνά και ανασκάπτει κατόπιν εντολής του Ι.Γ.Ε.Υ. το σπήλαιο Κόκκινες Πέτρες Πετραλώνων Χαλκιδικής, όπου ανακαλύπτονται ίχνη (οστά και δόντια) από αρκούδα των σπηλαίων, λιονταριού, τίγρης, λύκου, ελαφιού κλπ και προεικάζει ίχνη προϊστορικού ανθρώπου, που επιβεβαιώνονται με την εύρεση και του ανθρώπινου κρανίου από τους επόμενους μελετητές του σπηλαίου.
Κατά την δεκαετία 1950-1960 ο Πετρόχειλος πραγματοποιεί έναν ευρύτατο κύκλο επιστημονικών εργασιών, όπως υδρολογικές μελέτες, μελέτες ύδρευσης 50 κοινοτήτων και της πόλης των Θηβών, κατολισθήσεων, μεταφοράς οικισμών, ενώ ερευνά με συναδέλφους του τη δυνατότητα δημιουργίας υπεδαφικού φράγματος στην κοίτη του Εύηνου ποταμού. Ασχολήθηκε με γεωτρήσεις εντός των Αθηνών (οδός Πατησίων, Νέα Ιωνία, σταθμός Λαρίσης) για την εξέταση του Αθηναϊκού υπεδάφους εν όψει του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου Αθηνών, του λεγόμενου Μετρό Αθηνών, που τμήμα του εγκαινιάστηκε το 2000. Δημοσιεύει δε στο Δελτίο της Ε.Σ.Ε. από το 1951 περιγραφές και μελέτες σπηλαίων. Παράλληλα με τις μελέτες του από το 1925 δημοσίευσε πλήθος άρθρων σε επιστημονικά και φυσιολατρικά περιοδικά.
Η Άννα Πετροχείλου μετά τον θάνατο του συζύγου της δεν εγκαταλείπει αλλά συνεχίζει με μεγαλύτερο ζήλο το έργο τους στην σπηλαιολογία. Επί 20 χρόνια διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας, ενώ παρέμεινε επίτιμος Πρόεδρος μέχρι και το θάνατό της.
Υπήρξε η πιο διακεκριμένη Ελληνίδα σπηλαιολόγος. Έχει εξερευνήσει πάνω από 1.000 σπήλαια και βάραθρα σε όλο τον κόσμο, καθώς και τα μεγαλύτερα σπήλαια της Ευρώπης, της Κίνας και της Ν. Αμερικής. Στις επιτυχίες της συμπεριλαμβάνονται δυο διανυκτερεύσεις στο σπήλαιο "Τanetal Hohle" της Αυστρίας, στα 6.000 μέτρα μήκος και στα 300 μέτρα βάθος με 0° θερμοκρασία και 100% υγρασία. Η Άννα Πετροχείλου ασχολήθηκε και με την αναρρίχηση και την ορειβασία. Είναι η πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου (1930) και των Άλπεων (1935). Διέσχισε τον «Μαύρο Παγετώνα» της Νορβηγίας και αναρριχήθηκε στα Nuna Tax, ενώ έφθασε μέχρι την 81 μοίρα στο Βόρειο Πόλο. Είναι ακόμα η πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε αναρριχητικά τις κορυφές των Βαρδουσίων, «Μεγάλη Σούφλα» και «Κάτω Ψηλό», την «Υάμπεια» (τη δεξιά από τις δύο «Φαιδριάδες» Δελφών), τον «Κούκο» Παρνασσού, με διανυκτέρευση στα μισά της διαδρομής δεμένη με σχοινί ασφαλισμένο σε καρφί στο βράχο.
Κατά την εξερεύνηση των περισσότερων από 1.000 σπηλαίων στην Ελλάδα στα πενήντα και πλέον έτη της σπηλαιολογικής της δράσης πρώτη εντόπισε κρανία πρωτόγονων ανθρώπων στο σπήλαιο «Αλεπότρυπα», δόντι σπηλαίας Άρκτου στο σπήλαιο «Περάματος», βραχογραφίες και απολιθώματα ζώων και άλλα σημαντικά ευρήματα για την επιστήμη. Παράλληλα εξέδωσε βιβλία («Τα σπήλαια της Ελλάδος»), βιβλία-οδηγούς σπηλαίων και δημοσίευσε σωρεία άρθρων και μελετών. Επί 35 έτη δημοσίευε μελέτες σπηλαίων στα Δελτία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
Έχει τιμηθεί με πληθώρα μεταλλίων και περγαμηνών, όπως από το Υπουργείο Τουρισμού, την Ακαδημία Αθηνών, τη Σπηλαιολογική Εταιρεία Κούβας, την Ακαδημία Τσεχοσλοβακίας και δεκάδες Δήμους, Οργανώσεις, Συλλόγους, Σωματεία του εξωτερικού και εσωτερικού. Τον Ιανουάριο του 2001 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Η δράση της δεν πέρασε απαρατήρητη και από τους επιστήμονες του εξωτερικού, οι οποίοι μάλιστα έσπευσαν και «βάφτισαν» έναν από τους πολυάριθμους μικροοργανισμούς, θαμώνες των σπηλαίων με το όνομα της γυναίκας που τα ανακάλυψε «Dolichopoda petrochilosi».
Τον Φεβρουάριο του 2001 η μεγάλη Κυρία των Βουνών και των Σπηλαίων έφυγε ήσυχα από κοντά μας. Όλο το βιος της το άφησε κληρονομιά σε όλους τους Έλληνες με την διαθήκη της για την ανάδειξη και την πρόοδο της Ελληνικής Σπηλαιολογίας.
Πηγές:
Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (ΕΣΕ)
Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας - Τόμος XXII
«Τα σπήλαια της Ελλάδας», Άννα Πετροχείλου
Ελευθέριος Πλατάκης (1910-1986)
Ο θεμελιωτής της σπηλαιολογικής έρευνας στην Κρήτη.
Για τους γνώστες της ιστορίας των σπηλαιολογικών ερευνών στην Κρήτη υπάρχουν δύο χρονικά διακριτές περίοδοι: η προ Πλατάκη εποχή, όπου οι σπηλαιολογικές έρευνες ήταν αποσπασματικές και ασυντόνιστες και η μετά Πλατάκη εποχή, η οποία άρχισε όταν ανέλαβε ο ίδιος με πάθος να θέσει τα θεμέλια για μια συγκροτημένη και πολυδιάστατη προσέγγιση των σπηλαίων, κληροδοτώντας εκτός από τα συγγράμματα και τις εκδόσεις του ένα τακτοποιημένο αρχείο πληροφοριών, που επί δεκαετίες συγκέντρωνε και ταξινομούσε. Έτσι, εδώ και πολλά χρόνια, στη μετά Πλατάκη εποχή, κανείς δεν μπορεί να πραγματοποιήσει σπηλαιολογικές έρευνες επιπέδου χωρίς αναφορά στο έργο του.
Στη συνέχεια μετατίθεται ως καθηγητής στο γυμνάσιο της Άνδρου (1937-1943). Με τον βομβαρδισμό, όμως, του νησιού από τους Γερμανούς αποτεφρώνεται η κατοικία του ζεύγους με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της οικοσυσκευής τους και του επιστημονικού τους αρχείου, της βιβλιοθήκης, της συλλογής επιστημονικών οργάνων και τα επί 13 χρόνια δοκίμια σπηλαιολογικών και γεωλογικών μελετών. Το 1943 Ο Ιωάννης Πετρόχειλος μετατίθεται στην Αθήνα ως καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Νέας Σμύρνης. Το 1948 εκδίδει το βιβλίο του για την Ανόργανον και Οργανικήν Χημείαν.
Το 1949 το ζεύγος Πετροχείλου συμμετέχει στην 1η Διεθνή Σπηλαιολογική Συνάντηση στη Valance της Γαλλίας. Το 1950 λαμβάνουν μέρος μετά από πρόσκληση στο 4ο Σπηλαιολογικό Συνέδριο στο Μπάρι της Ιταλίας και το ίδιο έτος το ζεύγος μαζί με έναν μικρό αριθμό αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων ιδρύουν την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, στην οποία ο Ιωάννης Πετρόχειλος χρημάτισε πρώτος της Πρόεδρος μέχρι το θάνατό του, την 11η Φεβρουαρίου 1960.
Το 1959 μελετούν το μεγάλης τουριστικής αξίας σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα Καστανιάς Βοιών. Ο Ιωάννης Πετρόχειλος εξερευνά και ανασκάπτει κατόπιν εντολής του Ι.Γ.Ε.Υ. το σπήλαιο Κόκκινες Πέτρες Πετραλώνων Χαλκιδικής, όπου ανακαλύπτονται ίχνη (οστά και δόντια) από αρκούδα των σπηλαίων, λιονταριού, τίγρης, λύκου, ελαφιού κλπ και προεικάζει ίχνη προϊστορικού ανθρώπου, που επιβεβαιώνονται με την εύρεση και του ανθρώπινου κρανίου από τους επόμενους μελετητές του σπηλαίου.
Κατά την δεκαετία 1950-1960 ο Πετρόχειλος πραγματοποιεί έναν ευρύτατο κύκλο επιστημονικών εργασιών, όπως υδρολογικές μελέτες, μελέτες ύδρευσης 50 κοινοτήτων και της πόλης των Θηβών, κατολισθήσεων, μεταφοράς οικισμών, ενώ ερευνά με συναδέλφους του τη δυνατότητα δημιουργίας υπεδαφικού φράγματος στην κοίτη του Εύηνου ποταμού. Ασχολήθηκε με γεωτρήσεις εντός των Αθηνών (οδός Πατησίων, Νέα Ιωνία, σταθμός Λαρίσης) για την εξέταση του Αθηναϊκού υπεδάφους εν όψει του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου Αθηνών, του λεγόμενου Μετρό Αθηνών, που τμήμα του εγκαινιάστηκε το 2000. Δημοσιεύει δε στο Δελτίο της Ε.Σ.Ε. από το 1951 περιγραφές και μελέτες σπηλαίων. Παράλληλα με τις μελέτες του από το 1925 δημοσίευσε πλήθος άρθρων σε επιστημονικά και φυσιολατρικά περιοδικά.
Η Άννα Πετροχείλου μετά τον θάνατο του συζύγου της δεν εγκαταλείπει αλλά συνεχίζει με μεγαλύτερο ζήλο το έργο τους στην σπηλαιολογία. Επί 20 χρόνια διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας, ενώ παρέμεινε επίτιμος Πρόεδρος μέχρι και το θάνατό της.
Υπήρξε η πιο διακεκριμένη Ελληνίδα σπηλαιολόγος. Έχει εξερευνήσει πάνω από 1.000 σπήλαια και βάραθρα σε όλο τον κόσμο, καθώς και τα μεγαλύτερα σπήλαια της Ευρώπης, της Κίνας και της Ν. Αμερικής. Στις επιτυχίες της συμπεριλαμβάνονται δυο διανυκτερεύσεις στο σπήλαιο "Τanetal Hohle" της Αυστρίας, στα 6.000 μέτρα μήκος και στα 300 μέτρα βάθος με 0° θερμοκρασία και 100% υγρασία. Η Άννα Πετροχείλου ασχολήθηκε και με την αναρρίχηση και την ορειβασία. Είναι η πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου (1930) και των Άλπεων (1935). Διέσχισε τον «Μαύρο Παγετώνα» της Νορβηγίας και αναρριχήθηκε στα Nuna Tax, ενώ έφθασε μέχρι την 81 μοίρα στο Βόρειο Πόλο. Είναι ακόμα η πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε αναρριχητικά τις κορυφές των Βαρδουσίων, «Μεγάλη Σούφλα» και «Κάτω Ψηλό», την «Υάμπεια» (τη δεξιά από τις δύο «Φαιδριάδες» Δελφών), τον «Κούκο» Παρνασσού, με διανυκτέρευση στα μισά της διαδρομής δεμένη με σχοινί ασφαλισμένο σε καρφί στο βράχο.
Κατά την εξερεύνηση των περισσότερων από 1.000 σπηλαίων στην Ελλάδα στα πενήντα και πλέον έτη της σπηλαιολογικής της δράσης πρώτη εντόπισε κρανία πρωτόγονων ανθρώπων στο σπήλαιο «Αλεπότρυπα», δόντι σπηλαίας Άρκτου στο σπήλαιο «Περάματος», βραχογραφίες και απολιθώματα ζώων και άλλα σημαντικά ευρήματα για την επιστήμη. Παράλληλα εξέδωσε βιβλία («Τα σπήλαια της Ελλάδος»), βιβλία-οδηγούς σπηλαίων και δημοσίευσε σωρεία άρθρων και μελετών. Επί 35 έτη δημοσίευε μελέτες σπηλαίων στα Δελτία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
Έχει τιμηθεί με πληθώρα μεταλλίων και περγαμηνών, όπως από το Υπουργείο Τουρισμού, την Ακαδημία Αθηνών, τη Σπηλαιολογική Εταιρεία Κούβας, την Ακαδημία Τσεχοσλοβακίας και δεκάδες Δήμους, Οργανώσεις, Συλλόγους, Σωματεία του εξωτερικού και εσωτερικού. Τον Ιανουάριο του 2001 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Η δράση της δεν πέρασε απαρατήρητη και από τους επιστήμονες του εξωτερικού, οι οποίοι μάλιστα έσπευσαν και «βάφτισαν» έναν από τους πολυάριθμους μικροοργανισμούς, θαμώνες των σπηλαίων με το όνομα της γυναίκας που τα ανακάλυψε «Dolichopoda petrochilosi».
Τον Φεβρουάριο του 2001 η μεγάλη Κυρία των Βουνών και των Σπηλαίων έφυγε ήσυχα από κοντά μας. Όλο το βιος της το άφησε κληρονομιά σε όλους τους Έλληνες με την διαθήκη της για την ανάδειξη και την πρόοδο της Ελληνικής Σπηλαιολογίας.
Πηγές:
Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (ΕΣΕ)
Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας - Τόμος XXII
«Τα σπήλαια της Ελλάδας», Άννα Πετροχείλου
Ελευθέριος Πλατάκης (1910-1986)
Ο θεμελιωτής της σπηλαιολογικής έρευνας στην Κρήτη.
Για τους γνώστες της ιστορίας των σπηλαιολογικών ερευνών στην Κρήτη υπάρχουν δύο χρονικά διακριτές περίοδοι: η προ Πλατάκη εποχή, όπου οι σπηλαιολογικές έρευνες ήταν αποσπασματικές και ασυντόνιστες και η μετά Πλατάκη εποχή, η οποία άρχισε όταν ανέλαβε ο ίδιος με πάθος να θέσει τα θεμέλια για μια συγκροτημένη και πολυδιάστατη προσέγγιση των σπηλαίων, κληροδοτώντας εκτός από τα συγγράμματα και τις εκδόσεις του ένα τακτοποιημένο αρχείο πληροφοριών, που επί δεκαετίες συγκέντρωνε και ταξινομούσε. Έτσι, εδώ και πολλά χρόνια, στη μετά Πλατάκη εποχή, κανείς δεν μπορεί να πραγματοποιήσει σπηλαιολογικές έρευνες επιπέδου χωρίς αναφορά στο έργο του.
Ο Ελευθέριος Πλατάκης γεννήθηκε στο Βραχάσι του Λασιθίου στις 24 Ιουνίου 1910 και ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση στο Βραχάσι και στη Νεάπολη. Το 1928 ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στο τμήμα Φυσικής της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου και πήρε πτυχίο το 1933. Παράλληλα με τις σπουδές του στο Φυσικό παρακολούθησε και μαθήματα της Φιλοσοφικής σχολής, γιατί τον ενδιέφερε να μάθει καλά - εκτός άλλων - την Ελληνική και τη Λατινική. Την περίοδο 1944-1949 σπούδασε ψυχολογία, γενική βιολογία και παιδαγωγική στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, από όπου και πήρε πτυχίο παιδαγωγικής.
Πολύ σύντομα, μετά το πρώτο πτυχίο του, ο Πλατάκης διορίσθηκε καθηγητής των φυσικών στο Ημιγυμνάσιο Σούρπης (Αλμυρός Θεσσαλίας, 1935-1937) και ακολούθως δίδαξε σε αρκετά Γυμνάσια της Ελλάδας (Λάρισα, Λαμία, Αθήνα, Σπέτσες, Αμύνταιο, Ηράκλειο, Παλαιόχωρα, Ρέθυμνο). Τα τελευταία 13 χρόνια της σταδιοδρομίας του διετέλεσε Γυμνασιάρχης. Στις 19-11-1968 παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στο κρητολογικό ερευνητικό του έργο.
Στην προσωπικότητα και στο έργο του Ελευθερίου Πλατάκη έχουν αναφερθεί πολύ σπουδαίες προσωπικότητες, όπως η αείμνηστη μητέρα της σπηλαιολογίας στην Ελλάδα Άννα Πετροχείλου (1989) και ο στενός του φίλος, καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης (1986, 1987, 1989). Σε μία πολύ εμπεριστατωμένη και γεμάτη φόρτιση ομιλία του στο φιλολογικό μνημόσυνο του Ε. Πλατάκη (Πνευματικό Κέντρο Αγίου Νικολάου, 14.12.1987) ο γνωστός καθηγητής, ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ο Ελευθέριος Παλατάκης υπήρξε ένας μεγάλος και σπάνιος άνθρωπος. Δεν είναι μόνο η επιστημονική του ακτινοβολία, με τη διεθνή και καθολική αναγνώριση. Διέθετε και άλλες ανθρώπινες αρετές, εξίσου τιμητικές και συνθετικές της προσωπικότητας του. Ήταν ένας άνθρωπος καλόκαρδος και προσηνής, μετριόφρων και σεμνός, εχθρός των θορύβων και της προσωπικής προβολής, με άκρα ευσυνειδησία, με υψηλό φρόνημα, με σπάνιο επιστημονικό και ανθρώπινο ήθος.
Η πατρίδα μας δεν διαθέτει πολλούς σαν εκείνον και γι' αυτό το κενό που μας άφησε με τον πρόωρο θάνατο του είναι βαθύ και δυσαναπλήρωτο. Οι φίλοι του και οι συνεργάτες του τον τιμούμε και τον θρηνούμε. Το παράδειγμά του όμως μας εμπνέει και μας καθοδηγεί. Ας είναι η μνήμη του αιώνια.»
Είναι, πράγματι, να απορεί κανείς πως ένας άνθρωπος κατάφερε να κάνει τόσα πράγματα σε μια εποχή με τόσο περιορισμένα μέσα. Το πρώτο του άρθρο το έγραψε σε ηλικία 20 χρονών και αφορούσε τον «ομιλούντα κινηματογράφο», ενώ το τελευταίο δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Μερικοί από τους καρπούς της πενηνταεξάχρονης επιστημονικής και συγγραφικής του ζωής ήταν οι τουλάχιστον 330 μελέτες και άρθρα που αφορούν θέματα Γεωλογίας, Σπηλαιολογίας, Σεισμολογίας, Θερμομεταλλικών Πηγών, Κλιματολογίας, Μετεωρολογίας, Φυσικής, Βοτανικής, Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, Κρητικής Ιστορίας, Κρητικών Τοπωνυμίων, Παιδαγωγικής κ.α. Στην πλειονότητά τους αναφέρονται στην Κρήτη.
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, της Ανθρωπολογικής Εταιρείας, της Βιβλιογραφικής Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, επίτιμο μέλος της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης και της Διεθνούς Ένωσης Σπηλαιολογίας.
Η σπηλαιολογία είχε ιδιαίτερη θέση στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Από φοιτητής ακόμα είχε κατανοήσει τη σημασία και την ανάγκη της επιστημονικής μελέτης των καρστικών μορφών της Κρήτης. Από τότε είχε αρχίσει να συγκεντρώνει υλικό, αλλά εξ αιτίας του πολέμου η προσπάθεια ανεκόπη, καθώς η βιβλιογραφία που είχε συγκεντρώσει καταστράφηκε στη Λάρισα το 1941 μαζί με την βιβλιοθήκη του. Αμέσως μετά την κατοχή άρχισε και πάλι, αλλά ποιο συστηματικά, να συγκεντρώνει τις πληροφορίες και τη βιβλιογραφία που απετέλεσαν τη βάση για τις έρευνές του.
Από το 1946 τηρούσε και ενημέρωνε ανελλιπώς το Σπηλαιολογικό του Αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει 40 χειρόγραφους τόμους των 400 σελίδων, ο κάθε ένας με στοιχεία και βιβλιογραφία για κάθε καρστική μορφή, ευρετήρια, βιβλίο καταγραφής ανά κοινότητα, περίπου 1500 δελτία βιβλιογραφίας, σχέδια και φωτογραφίες σπηλαίων, βιβλιοθήκη με συγγράμματα και μελέτες (γεωλογικές, γεωμορφολογικές, αρχαιολογικές, ιστορικές, σπηλαιολογικές), καθώς και σειρές επιστημονικών περιοδικών.
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας και αγαπητός φίλος και συνεργάτης του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου. Όταν επέστρεψε μόνιμα πλέον στην Κρήτη, ίδρυσε το Τμήμα Κρήτης της Ε.Σ.Ε. (απόφαση Δ.Σ. Ε.Σ.Ε., 35/12.1.1962). Έχοντας ήδη πλουσιότατη διοικητική εμπειρία, μεγάλη επιστημονική κατάρτιση και πολύ σημαντικές διεθνείς επαφές, εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση της σπηλαιολογικής έρευνας στην Κρήτη.
Με πρόεδρο τον Πλατάκη το «Σπηλαιολογικό Κλιμάκιο Κρήτης» απέκτησε πολύ σύντομα υψηλότατο κύρος στην Κρήτη, αλλά και διεθνώς. Ξεκίνησε ορίζοντας 9 εκπροσώπους σε διάφορες περιοχές της Κρήτης (Ν. Χαλιβελάκη στα Κεραμιά Κυδωνίας, Ν. Μαρκάκη στο Σκοτεινό Πεδιάδας, Μ. Κυριακάκη στο Χάρακα Μονοφατσίου, Μ. Γεωργουλάκη σε Ασώματο- Λευκόγεια - Μαριού - Μύρθιου - Σελλά, Γ. Αντωνοβαρδάκη στο Ανατολικό Σέλινο, Ν. Κωτάκη στην Ιεράπετρα, Ε. Αποστολάκη στο Συρικάριο Κισάμου, Ι. Μαράκη στην Αδριανού Μιραμπέλλου και Ν. Λυδάκη - Αιγύπτιο στις Αρχάνες). Με όλους διατηρούσε στενότατη επαφή και μαζί με πολλά καινούρια μέλη, αλλά και μαθητές του (σε σύνολο πάνω από 150 άτομα) εξερεύνησαν πάνω από 700 σπήλαια της Κρήτης.
Για την καταγραφή των καρστικών μορφών της Κρήτης έστειλε περισσότερα από 8.500 πρωτόκολλα προς συμπλήρωση και επιστροφή σε όλα τα δημοτικά σχολεία, σε Κοινότητες, σε ιερείς, σε διάφορες Αρχές, σε αγροφύλακες και οποιονδήποτε θα μπορούσε να του παράσχει στοιχεία. Συγκέντρωσε έτσι πληροφορίες για 3.320 καρστικές μορφές.
Κατά τη μελέτη των σπηλαίων ο Πλατάκης δεν περιοριζόταν μόνο στη φυσική τους περιγραφή. Αναζητούσε μέσα στη βιβλιογραφία και με τις αυτοψίες του οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία (βιολογική, γεωλογική, υδρογεωλογική, παλαιοντολογική, αρχαιολογική, ιστορική, ανθρωπολογική, λαογραφική, γλωσσολογικη, λατρευτική). Μελέτησε με αυτόν τον τρόπο πάνω από 450 σπήλαια, μερικά μόνο από τα οποία δημοσίευσε. Τα υπόλοιπα υπάρχουν στο αρχείο του.
Τα σπηλαιολογικά δημοσιεύματα του Πλατάκη εξαιρουμένων αυτών στον ημερήσιο τύπο είναι 80 (ΠΙΝΑΚΑΣ 1). Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το έργο του «Σπήλαια και Άλλαι Καρστικαί Μορφαί της Κρήτης». Πρόλαβε να εκδόσει μόνο τους δύο πρώτους τόμους 414 και 277 σελίδων. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει δύο μέρη. Στο πρώτο παραθέτει μια σύντομη γεωλογική επισκόπηση της Κρήτης, καθώς επίσης τα γεωμορφολογικά και γεωγραφικά της στοιχεία και όλη τη σχετική βιβλιογραφία και ακολουθεί μια περιεκτικότατη ανασκόπηση της Κρητικής προϊστορίας και ιστορίας. Στο δεύτερο μέρος, υπό τον τίτλο «Η σπουδή των καρστικών μορφών της Κρήτης», αναφέρεται στο ιστορικό των γεωλογικών ερευνών στην Κρήτη από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Παρουσιάζονται συστηματικά όλες οι αρχαίες πηγές για τα σπήλαια της Κρήτης.
Παρέχονται, επίσης, οι πληροφορίες των περιηγητών από τον Χριστόφορο Μπουοντελμόντι (1415) ως τον νάυαρχο Σπρατ, καθώς και τα εδάφια των ειδήσεων από τις Εκθέσεις των Προβλεπτών και των άλλων αξιωματούχων της Βενετίας (1204-1669) που αναφέρονται σε σπήλαια. Ο τόμος τελειώνει την ιστορική ανασκόπηση των αρχαιολογικών ερευνών στην Κρήτη και το ιστορικό του Σπηλαιολογικού Κλιμακίου Κρήτης της Ε.Σ.Ε. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει ένα αναλυτικό κατάλογο σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών της Κρήτης, συνολικά 3.320! Ο κατάλογος παρατίθεται ανά νομό και αλφαβητικά και περιλαμβνει το όνομα της μορφής, το είδος της μορφής, τη θέση, την κοινότητα και επαρχία. Είναι χιλιάδες τα τοπωνύμια που αναφέρονται σ' αυτόν τον τόμο, ένας πραγματικός θησαυρός για γλωσσολόγους, αρχαιολόγους και φιλόλογους. Ο τόμος καταλήγει με το σχολιασμό των αρχαίων και των σύγχρονων ονομάτων των καρστικών μορφών της Κρήτης και της προέλευσής τους. Ο τρίτος τόμος θα περιλάμβανε τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία των σπηλαίων, ο τέταρτος τα φυσικογεωγραφικά και ο πέμπτος τη βιβλιογραφία.
Ο Πλατάκης θεωρούσε χρέος του την προστασία των σπηλαίων. Οι παρεμβάσεις του με επιστολές στις αρχές και στον τύπο ήταν πάμπολλες. Επίσης, σε μια εποχή, όπου το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων ήταν αρκετά πιο χαμηλό από ότι σήμερα, θεωρούσε ότι η διευθέτηση κάποιων σπηλαίων, εκτός από την ανάδειξη των πολιτισμικών στοιχείων, θα συνέβαλλε σημαντικά και στην οικονομική ανάπτυξη. Εισηγήθηκε την αξιοποίηση των πλέον κατάλληλων σπηλαίων της Κρήτης υποδεικνύοντας παράλληλα συγκεκριμένες προδιαγραφές, μην έχοντας εμπιστοσύνη στην ικανότητα ή την επάρκεια των Υπηρεσιών.
Προσπάθησε να κάνει προσιτό τον υπόγειο κόσμο της Κρήτης και στους μη σχετικούς ανθρώπους δημοσιεύοντας εκλαϊκευμένα άρθρα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και οργανώνοντας εκδρομές ξενάγησης σε σημαντικά σπήλαια όλης της Κρήτης.
Ο Ελευθέριος Πλατάκης ήταν αφοσιωμένος στην επιστημονική έρευνα σε όλη του σχεδόν τη ζωή. Υπήρξε ο ανιδιοτελής και σεμνός υπηρέτης της επιστήμης, που δημιουργούσε χωρίς ίχνος επίδειξης. Για όλο του το έργο - ερευνητικό και συγγραφικό - δεν εζήτησε ούτε έλαβε καμιάς μορφής υλική υποστήριξη. Σε μια μικρή υποσημείωση του κειμένου του για το Σπηλαιολογικό Κλιμάκιο Κρήτης γράφει: «Ας επιτραπεί εις τον γράφοντα να σημειώσει εδώ, ότι άπασαι αι δαπάναι εκτυπώσεως και αποστολής των δελτίων τουτων και πλείστων άλλων εντύπων, της μετακινήσεώς του (πολλαί χιλιάδαι χιλιομέτρων) δι΄ερευνητικήν εργασίαν, της δημοσιεύσεως των σπηλαιολογικών μονογραφιών του και του μετά χείρας τόμου και άλλαι, κατεβλήθησαν οικειοθελώς και ευχαρίστως υπό του ιδίου και ότι ούτε εζήτησε ούτε έλαβε παρ΄ουδενός ουδέ την ελαχίστην υλικήν ενίσχυσιν δια τας πάσης φύσεως έρευνάς του εν Κρήτη».
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, της Ανθρωπολογικής Εταιρείας, της Βιβλιογραφικής Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, επίτιμο μέλος της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης και της Διεθνούς Ένωσης Σπηλαιολογίας.
Τιμήθηκε εν ζωή με Έπαινο και Βραβείο από το Εθνικό Αστεροσκοπείο της Αθήνας (1955), με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος Γεωργίου του Α' (1947), με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων (1949) και με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου 1940-41 (1953).
Έφυγε στις 8 Νοεμβρίου 1986 προσφέροντας το αρχείο και το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του στη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου, όπου μπορεί να το χρησιμοποιεί ο κάθε ενδιαφερόμενος. Το όνομά του φέρουν σήμερα δύο σπηλαιόβια είδη ζώων της Κρήτης [ο ψευδοσκορπιός Chthonius platakisi (Mahnert, 1980e) και το ακάρεοAtropacarus platakisi (Mahunka, 1979)] και ένα κρητικό αγριοκρέμυδο (Αllium platakisii Tzanoudakis & Kypriotakis, 1993). To Πανεπιστήμιο Κρήτης θέσπισε το 1994 το βραβείο περιβάλλοντος «Ελευθέριος Πλατάκης» για την επιβράβευση σημαντικών φιλοπεριβαλλοντικών δραστηριοτήτων. Το 1989 η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία θέσπισε το «Παγκρήτιο Σπηλαιολογικό Συμπόσιο αφιερωμένο στη μνήμη του Ελευθερίου Πλατάκη», ώστε να υπάρχει σε τακτά χρονικά διαστήματα η επικοινωνία και η αλληλοενημέρωση των πνευματικών του απογόνων και η παρουσίαση της έρευνάς τους στο χώρο της σπηλαιολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δετοράκης, Θ. 1986. Ελευθέριος Πλατάκης. Κρητικά Χρονικά 318-321.
Δετοράκης, Θ. 1987. Ο Ελευθέριος Πλατάκης και το έργο του. Αμάθλεια (72-73): 221-232
Δετοράκης, Θ. 1989. Ο Ελευθέριος Πλατάκης και το έργο του. Πρακτικά 1ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συμποσίου. Δελτίο Ε.Σ.Ε. 19 (2): 180-184.
Πετροχείλου, Α. 1989. Η συμβολή του Ελευθερίου Πλατάκη στην ανάπτυξη της σπηλαιολογίας στην Κρήτη. Πρακτικά 1ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συμποσίου. Δελτίο Ε.Σ.Ε. 19 (2): 236-240.
Οι κυριότερες σπηλαιολογικές δημοσιεύσεις του Ελευθερίου Πλατάκη
Πλατάκης, Ε. 1947. Η σπηλαιολογία ως επιστήμη. Ο Παν (159): 168-171.
Πλατάκης, Ε. 1950. Η σπηλιά του Μπεκίρη των Σπετσών. Ο Παν (184-185): 18-24.
Πλατάκης, Ε. 1950. Σπηλαιολογικά. Συμπληρωματική βιβλιογραφία. Ο Παν (188-189): 3-5.
Πλατάκης, Ε. 1950. Σπηλαιολογικά. Συμπληρωματική βιβλιογραφία. Ο Παν (188-189): 83-85.
Πλατάκης, Ε. 1951. Δύο σπήλαια εις την περιφέρειαν Βραχασίου Κρήτης. Ο Παν (196-197): 20-23.
Πλατάκης, Ε. 1952. Σπήλαιον Περιστερά. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 1 (4): 272-273.
Πλατάκης, Ε. 1953. Οι «Γραμμένες Σπηλιές» της Οίτης. Ο Παν (218-219): 5-6.
Πλατάκης, Ε. 1953. Σπήλαιον Αγίου Κωνσταντίνου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 2(3): 100.
Πλατάκης, Ε. 1953. Το σπήλαιον Μιλάτου. Ο Παν (228-229): 127-128.
Πλατάκης, Ε. 1954. Σπηλαιολογικά Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 2 (7): 201-224.
Πλατάκης, Ε. 1960. Η προστασία και η αξιοποίησις των σπηλαίων. Κρητική Εστία (97): 51-52.
Πλατάκης, Ε. 1961. Η τεχνική της εξερεύνησης των σπηλαίων. Κρητική Εστία (106): 403-405.
Πλατάκης, Ε. 1961. Το σπήλαιον του Κουρνά. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(3): 2-11.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια παρά το Ρέθυμνον. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(4): 14-26.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια εις Παλαιόχωραν Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(4): 27-28.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(7-8): 25-36.
Πλατάκης, Ε. 1962. Βιβλιογραφία σπηλαίου Μελιδονίου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (3): 70-71.
Πλατάκης, Ε. 1962. Σπήλαια Κρήτης. 1. Ατζιγγανόσπηλιος, 2. Μαρήδων, 3. Λυγερής, 4. Αγία Παρασκευής. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(7-8): 25-36.
Πλατάκης, Ε. 1962. Σπήλαιον Αγίας Παρασκευής. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (7-8): 30-34.
Πλατάκης, Ε. 1962. Συμβολή εις την σπηλαιολογικήν βιβλιογραφίαν της νήσου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (5): 18-32.
Πλατάκης, Ε. 1962. Συμβολή εις την σπηλαιολογικήν βιβλιογραφίαν της νήσου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (6): 9-18.
Πλατάκης, Ε. 1963. Η Φανταξοσπηλιάρα. Κρητική Εστία (134): 93-96.
Πλατάκης, Ε. 1963. Το σπήλαιο Νεραγδότρυπα. Κρητική Εστία (132): 25-28.
Πλατάκης, Ε. 1963. Σπήλαια Αποκορώνου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(2): 47-55
Πλατάκης, Ε. 1963. Σπήλαια Αγίας Γαλήνης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(3): 83-87
Πλατάκης, Ε. 1964. Περιληπτική έκθεσις των πεπραγμένων του σπηλαιολογικού κλιμακίου Κρήτης διετίας 1962-1963. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(7): 153-156.
Πλατάκης, Ε. 1964. Σπηλαιολογικαί έρευναι εις Σητείαν. Κρητική Πρωτοχρονιά (4): 229-250
Πλατάκης, Ε. 1964. Το ιστορικόν των εν Κρήτη σπηλαιολογικών ερευνών. Ηώς (76-85): 553-565.
Πλατάκης, Ε. 1965. Ο Αλμυρός του Ηρακλείου, ειδήσεις και πληροφορίαι. Κρητικά Χρονικά, (19): 55-104.
Πλατάκης, Ε. 1965. Το Ιδαίον Αντρον, Ηράκλειον Κρήτης 1965.
Πλατάκης, Ε. 1965. Το σπήλαιο της Ειλειθυίας. Κρητική Πρωτοχρονιά (5): 198-226
Πλατάκης, Ε. 1966. Τα ονόματα των σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών της Κρήτης. Κρητ. Χρονικά, Κ' 254-294 ).
Πλατάκης, Ε. 1967. Στατιστική των σπηλαίων της Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (3): 84-85.
Πλατάκης, Ε. 1967. Το σπήλαιο «Τραπέζα» Τυλίσου. Κρητική Εστία (173): 337-339.
Πλατάκης, Ε. 1967. Το σπήλαιον Καμηλάρη, Ηρακλείου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 9(1-2): 12-21.
Πλατάκης, Ε. 1967. Σπήλαιο "Όξω Λατσίδι" Σίτανου Σητείας. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 9(3): 109-113.
Πλατάκης, Ε. και Τσιφετάκης Ι. 1967. Σπήλαιον "Όξω Λατσίδι" Σιτάνου Σητείας. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 4: 109-113.
Πλατάκης, Ε. 1968. Κρήτης, η χώρα των σπηλαίων. Κρητική Εστία (187): 442-450.
Πλατάκης, Ε. 1968. Ο αριθμός των καταφυγόντων στο σπήλαιο Μιλάτου κατά τον Φεβρουάριον 1823. Κρητική Εστία (179): 51-53.
Πλατάκης, Ε. 1969. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Ι. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(1): 31-36.
Πλατάκης, Ε. 1969. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. ΙΙ. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(3-4): 78-86.
Πλατάκης, Ε. 1970. Ξένοι φυσιοδίφαι, γεωγράφοι και περιηγηταί περί Κρήτης κατά τους ΙΒ' - ΙΘ' αιώνες. Αμάλθεια, (2, 3, 5-10, 13 & 14): 1-83.
Πλατάκης, Ε. 1970. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. ΙΙΙ. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(8): 124-131.
Πλατάκης, Ε. 1970. Στατιστικά στοιχεία και αξία των σπηλαίων του νομού Λασιθίου. Αμάλθεια (1): 18-21.
Πλατάκης, Ε. 1971. Οστά εκ του σπηλαίου Μικρό Κατωφύγι Σητείας. Αμάλθεια (5): 64.
Πλατάκης, Ε. 1971. Το πρόβλημα της χρησιμοποιήσεως των υδάτων της μεγάλης καρστικής πηγής του Αλμυρού Ηρακλείου Κρήτης. Πρακτικά 2ης Διεθνούς Σπηλαιολογικής Συνόδου στην Ελλάδα, σσ 155-160
Πλατάκης, Ε. 1971. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. IV. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 11(3-4): 57-63.
Πλατάκης, Ε. 1971. Το φυσικόν περιβάλλον του νομού Ηρακλείου, στο: Το Ηράκλειον και ο νομός του, σσ 9-47. Ηράκλειο, 1971.
Πλατάκης, Ε. 1973. Οι σπηλαιές της Κρήτης. Ένας υπόγειος κόσμος γεμάτος ομορφιά, ιστορία και θρύλους. Κρητικά Γράμματα (5): 6-7.
Πλατάκης, Ε. 1973. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης δηλωτικά των διαστάσεων αυτών. «Λειμωνάρειον» προσφοράς εις τον καθηγητήν Ν.Β. Τωμαδάκη. Αθηνά ΟΓ- ΟΔ': 267-280.
Πλατάκης, Ε. 1973. Οστά ανθρώπου και άλλων θηλαστικών εκ του σπηλαίου «Μικρό Κατωφύγι» Σητείας. Πρακτικά Γ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (1): 232- 248.
Πλατάκης, Ε. 1973. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Τόμος Α, σσ 414. Ηράκλειον Κρήτης 1973.
Πλατάκης, Ε. 1973. Το σπήλαιο Ψυχρού, "Δικταίον Αντρον". Αμάλθεια (16-17): 274-280.
Πλατάκης, Ε. 1975. Ο Θεργιόσπηλιος εις Καβούσι Ιεράπετρας. Κρητολογία (1): 181-185.
Πλατάκης, Ε. 1975. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Τόμος Β, σσ 275. Ηράκλειον Κρήτης 1975.
Πλατάκης, Ε. 1976. Αναγραφή δημοσιευμάτων (1930-1976). Ηράκλειον Κρήτης, σσ. 19
Πλατάκης, Ε. 1976. Το σπήλαιον της γεννήσεως του Κρηταγενούς Διός. Αμάλθεια (27): 75-78.
Πλατάκης, Ε. 1976. Φυτώνυμα σπήλαια της Κρήτης. Κρητολογία (3): 111-116.
Kempe, S., Ch. Ketz & E. Platakis. 1976. Die Gipshohle Karagiorgaki auf Kreta. - Die Hohle 27(3): 103-113.
Πλατάκης, Ε. 1977. Ζωώνυμα σπήλαια της Κρήτης. Κρητολογία (4): 57-64.
Πλατάκης, Ε. 1977. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης σχετικά με θρύλους και παραδόσεις. Κρητολογία (5): 165-170.
Πλατάκης, Ε. 1978. Από τα σπήλαια του νομού Λασιθίου. Αμάλθεια (34): 49-56.
Πλατάκης, Ε. 1978. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης σχετικά με τη Γεωλογία. Κρητολογία (7): 114-118.
Πλατάκης, Ε. 1978. Σπηλιάρα - Σπηλιέρα. Κρητολογία (6): 179-180.
Πλατάκης, Ε. 1978. Τα κρητικά τοπωνύμια Τάφκος-Λατσίδα. Προμηθεύς ο Πυρφόρος (9): 11-12.
Πλατάκης, Ε. 1978. Τα σπήλαια Μεγάλο και Μικρό Κατωφύγι Σητείας. Αμάλθεια (36):195-200.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Δόλωνας εις την Κρήτην. Αθηνά ΟΖ' 141-144.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Λαύρειο στην Κρήτη. Κρητολογία (6): 106.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Λέσκα στην Κρήτη. Προμηθεύς ο Πυρφόρος (8):9r.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, Τμήμα Κρήτης
Οδός 1770, Αριθ. 3 και Ψαρομηλίγκων, 712 02 ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ
Τηλ. & Fax: +30 2810 341039, e-mail: info@esecrete.gr--------------------------------------------------------------------------------------------
Πολύ σύντομα, μετά το πρώτο πτυχίο του, ο Πλατάκης διορίσθηκε καθηγητής των φυσικών στο Ημιγυμνάσιο Σούρπης (Αλμυρός Θεσσαλίας, 1935-1937) και ακολούθως δίδαξε σε αρκετά Γυμνάσια της Ελλάδας (Λάρισα, Λαμία, Αθήνα, Σπέτσες, Αμύνταιο, Ηράκλειο, Παλαιόχωρα, Ρέθυμνο). Τα τελευταία 13 χρόνια της σταδιοδρομίας του διετέλεσε Γυμνασιάρχης. Στις 19-11-1968 παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στο κρητολογικό ερευνητικό του έργο.
Στην προσωπικότητα και στο έργο του Ελευθερίου Πλατάκη έχουν αναφερθεί πολύ σπουδαίες προσωπικότητες, όπως η αείμνηστη μητέρα της σπηλαιολογίας στην Ελλάδα Άννα Πετροχείλου (1989) και ο στενός του φίλος, καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης (1986, 1987, 1989). Σε μία πολύ εμπεριστατωμένη και γεμάτη φόρτιση ομιλία του στο φιλολογικό μνημόσυνο του Ε. Πλατάκη (Πνευματικό Κέντρο Αγίου Νικολάου, 14.12.1987) ο γνωστός καθηγητής, ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ο Ελευθέριος Παλατάκης υπήρξε ένας μεγάλος και σπάνιος άνθρωπος. Δεν είναι μόνο η επιστημονική του ακτινοβολία, με τη διεθνή και καθολική αναγνώριση. Διέθετε και άλλες ανθρώπινες αρετές, εξίσου τιμητικές και συνθετικές της προσωπικότητας του. Ήταν ένας άνθρωπος καλόκαρδος και προσηνής, μετριόφρων και σεμνός, εχθρός των θορύβων και της προσωπικής προβολής, με άκρα ευσυνειδησία, με υψηλό φρόνημα, με σπάνιο επιστημονικό και ανθρώπινο ήθος.
Η πατρίδα μας δεν διαθέτει πολλούς σαν εκείνον και γι' αυτό το κενό που μας άφησε με τον πρόωρο θάνατο του είναι βαθύ και δυσαναπλήρωτο. Οι φίλοι του και οι συνεργάτες του τον τιμούμε και τον θρηνούμε. Το παράδειγμά του όμως μας εμπνέει και μας καθοδηγεί. Ας είναι η μνήμη του αιώνια.»
Είναι, πράγματι, να απορεί κανείς πως ένας άνθρωπος κατάφερε να κάνει τόσα πράγματα σε μια εποχή με τόσο περιορισμένα μέσα. Το πρώτο του άρθρο το έγραψε σε ηλικία 20 χρονών και αφορούσε τον «ομιλούντα κινηματογράφο», ενώ το τελευταίο δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Μερικοί από τους καρπούς της πενηνταεξάχρονης επιστημονικής και συγγραφικής του ζωής ήταν οι τουλάχιστον 330 μελέτες και άρθρα που αφορούν θέματα Γεωλογίας, Σπηλαιολογίας, Σεισμολογίας, Θερμομεταλλικών Πηγών, Κλιματολογίας, Μετεωρολογίας, Φυσικής, Βοτανικής, Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών, Κρητικής Ιστορίας, Κρητικών Τοπωνυμίων, Παιδαγωγικής κ.α. Στην πλειονότητά τους αναφέρονται στην Κρήτη.
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, της Ανθρωπολογικής Εταιρείας, της Βιβλιογραφικής Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, επίτιμο μέλος της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης και της Διεθνούς Ένωσης Σπηλαιολογίας.
Η σπηλαιολογία είχε ιδιαίτερη θέση στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Από φοιτητής ακόμα είχε κατανοήσει τη σημασία και την ανάγκη της επιστημονικής μελέτης των καρστικών μορφών της Κρήτης. Από τότε είχε αρχίσει να συγκεντρώνει υλικό, αλλά εξ αιτίας του πολέμου η προσπάθεια ανεκόπη, καθώς η βιβλιογραφία που είχε συγκεντρώσει καταστράφηκε στη Λάρισα το 1941 μαζί με την βιβλιοθήκη του. Αμέσως μετά την κατοχή άρχισε και πάλι, αλλά ποιο συστηματικά, να συγκεντρώνει τις πληροφορίες και τη βιβλιογραφία που απετέλεσαν τη βάση για τις έρευνές του.
Από το 1946 τηρούσε και ενημέρωνε ανελλιπώς το Σπηλαιολογικό του Αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει 40 χειρόγραφους τόμους των 400 σελίδων, ο κάθε ένας με στοιχεία και βιβλιογραφία για κάθε καρστική μορφή, ευρετήρια, βιβλίο καταγραφής ανά κοινότητα, περίπου 1500 δελτία βιβλιογραφίας, σχέδια και φωτογραφίες σπηλαίων, βιβλιοθήκη με συγγράμματα και μελέτες (γεωλογικές, γεωμορφολογικές, αρχαιολογικές, ιστορικές, σπηλαιολογικές), καθώς και σειρές επιστημονικών περιοδικών.
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας και αγαπητός φίλος και συνεργάτης του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου. Όταν επέστρεψε μόνιμα πλέον στην Κρήτη, ίδρυσε το Τμήμα Κρήτης της Ε.Σ.Ε. (απόφαση Δ.Σ. Ε.Σ.Ε., 35/12.1.1962). Έχοντας ήδη πλουσιότατη διοικητική εμπειρία, μεγάλη επιστημονική κατάρτιση και πολύ σημαντικές διεθνείς επαφές, εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση της σπηλαιολογικής έρευνας στην Κρήτη.
Με πρόεδρο τον Πλατάκη το «Σπηλαιολογικό Κλιμάκιο Κρήτης» απέκτησε πολύ σύντομα υψηλότατο κύρος στην Κρήτη, αλλά και διεθνώς. Ξεκίνησε ορίζοντας 9 εκπροσώπους σε διάφορες περιοχές της Κρήτης (Ν. Χαλιβελάκη στα Κεραμιά Κυδωνίας, Ν. Μαρκάκη στο Σκοτεινό Πεδιάδας, Μ. Κυριακάκη στο Χάρακα Μονοφατσίου, Μ. Γεωργουλάκη σε Ασώματο- Λευκόγεια - Μαριού - Μύρθιου - Σελλά, Γ. Αντωνοβαρδάκη στο Ανατολικό Σέλινο, Ν. Κωτάκη στην Ιεράπετρα, Ε. Αποστολάκη στο Συρικάριο Κισάμου, Ι. Μαράκη στην Αδριανού Μιραμπέλλου και Ν. Λυδάκη - Αιγύπτιο στις Αρχάνες). Με όλους διατηρούσε στενότατη επαφή και μαζί με πολλά καινούρια μέλη, αλλά και μαθητές του (σε σύνολο πάνω από 150 άτομα) εξερεύνησαν πάνω από 700 σπήλαια της Κρήτης.
Για την καταγραφή των καρστικών μορφών της Κρήτης έστειλε περισσότερα από 8.500 πρωτόκολλα προς συμπλήρωση και επιστροφή σε όλα τα δημοτικά σχολεία, σε Κοινότητες, σε ιερείς, σε διάφορες Αρχές, σε αγροφύλακες και οποιονδήποτε θα μπορούσε να του παράσχει στοιχεία. Συγκέντρωσε έτσι πληροφορίες για 3.320 καρστικές μορφές.
Κατά τη μελέτη των σπηλαίων ο Πλατάκης δεν περιοριζόταν μόνο στη φυσική τους περιγραφή. Αναζητούσε μέσα στη βιβλιογραφία και με τις αυτοψίες του οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία (βιολογική, γεωλογική, υδρογεωλογική, παλαιοντολογική, αρχαιολογική, ιστορική, ανθρωπολογική, λαογραφική, γλωσσολογικη, λατρευτική). Μελέτησε με αυτόν τον τρόπο πάνω από 450 σπήλαια, μερικά μόνο από τα οποία δημοσίευσε. Τα υπόλοιπα υπάρχουν στο αρχείο του.
Τα σπηλαιολογικά δημοσιεύματα του Πλατάκη εξαιρουμένων αυτών στον ημερήσιο τύπο είναι 80 (ΠΙΝΑΚΑΣ 1). Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το έργο του «Σπήλαια και Άλλαι Καρστικαί Μορφαί της Κρήτης». Πρόλαβε να εκδόσει μόνο τους δύο πρώτους τόμους 414 και 277 σελίδων. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει δύο μέρη. Στο πρώτο παραθέτει μια σύντομη γεωλογική επισκόπηση της Κρήτης, καθώς επίσης τα γεωμορφολογικά και γεωγραφικά της στοιχεία και όλη τη σχετική βιβλιογραφία και ακολουθεί μια περιεκτικότατη ανασκόπηση της Κρητικής προϊστορίας και ιστορίας. Στο δεύτερο μέρος, υπό τον τίτλο «Η σπουδή των καρστικών μορφών της Κρήτης», αναφέρεται στο ιστορικό των γεωλογικών ερευνών στην Κρήτη από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Παρουσιάζονται συστηματικά όλες οι αρχαίες πηγές για τα σπήλαια της Κρήτης.
Παρέχονται, επίσης, οι πληροφορίες των περιηγητών από τον Χριστόφορο Μπουοντελμόντι (1415) ως τον νάυαρχο Σπρατ, καθώς και τα εδάφια των ειδήσεων από τις Εκθέσεις των Προβλεπτών και των άλλων αξιωματούχων της Βενετίας (1204-1669) που αναφέρονται σε σπήλαια. Ο τόμος τελειώνει την ιστορική ανασκόπηση των αρχαιολογικών ερευνών στην Κρήτη και το ιστορικό του Σπηλαιολογικού Κλιμακίου Κρήτης της Ε.Σ.Ε. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει ένα αναλυτικό κατάλογο σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών της Κρήτης, συνολικά 3.320! Ο κατάλογος παρατίθεται ανά νομό και αλφαβητικά και περιλαμβνει το όνομα της μορφής, το είδος της μορφής, τη θέση, την κοινότητα και επαρχία. Είναι χιλιάδες τα τοπωνύμια που αναφέρονται σ' αυτόν τον τόμο, ένας πραγματικός θησαυρός για γλωσσολόγους, αρχαιολόγους και φιλόλογους. Ο τόμος καταλήγει με το σχολιασμό των αρχαίων και των σύγχρονων ονομάτων των καρστικών μορφών της Κρήτης και της προέλευσής τους. Ο τρίτος τόμος θα περιλάμβανε τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία των σπηλαίων, ο τέταρτος τα φυσικογεωγραφικά και ο πέμπτος τη βιβλιογραφία.
Ο Πλατάκης θεωρούσε χρέος του την προστασία των σπηλαίων. Οι παρεμβάσεις του με επιστολές στις αρχές και στον τύπο ήταν πάμπολλες. Επίσης, σε μια εποχή, όπου το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων ήταν αρκετά πιο χαμηλό από ότι σήμερα, θεωρούσε ότι η διευθέτηση κάποιων σπηλαίων, εκτός από την ανάδειξη των πολιτισμικών στοιχείων, θα συνέβαλλε σημαντικά και στην οικονομική ανάπτυξη. Εισηγήθηκε την αξιοποίηση των πλέον κατάλληλων σπηλαίων της Κρήτης υποδεικνύοντας παράλληλα συγκεκριμένες προδιαγραφές, μην έχοντας εμπιστοσύνη στην ικανότητα ή την επάρκεια των Υπηρεσιών.
Προσπάθησε να κάνει προσιτό τον υπόγειο κόσμο της Κρήτης και στους μη σχετικούς ανθρώπους δημοσιεύοντας εκλαϊκευμένα άρθρα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και οργανώνοντας εκδρομές ξενάγησης σε σημαντικά σπήλαια όλης της Κρήτης.
Ο Ελευθέριος Πλατάκης ήταν αφοσιωμένος στην επιστημονική έρευνα σε όλη του σχεδόν τη ζωή. Υπήρξε ο ανιδιοτελής και σεμνός υπηρέτης της επιστήμης, που δημιουργούσε χωρίς ίχνος επίδειξης. Για όλο του το έργο - ερευνητικό και συγγραφικό - δεν εζήτησε ούτε έλαβε καμιάς μορφής υλική υποστήριξη. Σε μια μικρή υποσημείωση του κειμένου του για το Σπηλαιολογικό Κλιμάκιο Κρήτης γράφει: «Ας επιτραπεί εις τον γράφοντα να σημειώσει εδώ, ότι άπασαι αι δαπάναι εκτυπώσεως και αποστολής των δελτίων τουτων και πλείστων άλλων εντύπων, της μετακινήσεώς του (πολλαί χιλιάδαι χιλιομέτρων) δι΄ερευνητικήν εργασίαν, της δημοσιεύσεως των σπηλαιολογικών μονογραφιών του και του μετά χείρας τόμου και άλλαι, κατεβλήθησαν οικειοθελώς και ευχαρίστως υπό του ιδίου και ότι ούτε εζήτησε ούτε έλαβε παρ΄ουδενός ουδέ την ελαχίστην υλικήν ενίσχυσιν δια τας πάσης φύσεως έρευνάς του εν Κρήτη».
Ο Ε. Πλατάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, της Ανθρωπολογικής Εταιρείας, της Βιβλιογραφικής Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, επίτιμο μέλος της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης και της Διεθνούς Ένωσης Σπηλαιολογίας.
Τιμήθηκε εν ζωή με Έπαινο και Βραβείο από το Εθνικό Αστεροσκοπείο της Αθήνας (1955), με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος Γεωργίου του Α' (1947), με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων (1949) και με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου 1940-41 (1953).
Έφυγε στις 8 Νοεμβρίου 1986 προσφέροντας το αρχείο και το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του στη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου, όπου μπορεί να το χρησιμοποιεί ο κάθε ενδιαφερόμενος. Το όνομά του φέρουν σήμερα δύο σπηλαιόβια είδη ζώων της Κρήτης [ο ψευδοσκορπιός Chthonius platakisi (Mahnert, 1980e) και το ακάρεοAtropacarus platakisi (Mahunka, 1979)] και ένα κρητικό αγριοκρέμυδο (Αllium platakisii Tzanoudakis & Kypriotakis, 1993). To Πανεπιστήμιο Κρήτης θέσπισε το 1994 το βραβείο περιβάλλοντος «Ελευθέριος Πλατάκης» για την επιβράβευση σημαντικών φιλοπεριβαλλοντικών δραστηριοτήτων. Το 1989 η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία θέσπισε το «Παγκρήτιο Σπηλαιολογικό Συμπόσιο αφιερωμένο στη μνήμη του Ελευθερίου Πλατάκη», ώστε να υπάρχει σε τακτά χρονικά διαστήματα η επικοινωνία και η αλληλοενημέρωση των πνευματικών του απογόνων και η παρουσίαση της έρευνάς τους στο χώρο της σπηλαιολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δετοράκης, Θ. 1986. Ελευθέριος Πλατάκης. Κρητικά Χρονικά 318-321.
Δετοράκης, Θ. 1987. Ο Ελευθέριος Πλατάκης και το έργο του. Αμάθλεια (72-73): 221-232
Δετοράκης, Θ. 1989. Ο Ελευθέριος Πλατάκης και το έργο του. Πρακτικά 1ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συμποσίου. Δελτίο Ε.Σ.Ε. 19 (2): 180-184.
Πετροχείλου, Α. 1989. Η συμβολή του Ελευθερίου Πλατάκη στην ανάπτυξη της σπηλαιολογίας στην Κρήτη. Πρακτικά 1ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συμποσίου. Δελτίο Ε.Σ.Ε. 19 (2): 236-240.
Οι κυριότερες σπηλαιολογικές δημοσιεύσεις του Ελευθερίου Πλατάκη
Πλατάκης, Ε. 1947. Η σπηλαιολογία ως επιστήμη. Ο Παν (159): 168-171.
Πλατάκης, Ε. 1950. Η σπηλιά του Μπεκίρη των Σπετσών. Ο Παν (184-185): 18-24.
Πλατάκης, Ε. 1950. Σπηλαιολογικά. Συμπληρωματική βιβλιογραφία. Ο Παν (188-189): 3-5.
Πλατάκης, Ε. 1950. Σπηλαιολογικά. Συμπληρωματική βιβλιογραφία. Ο Παν (188-189): 83-85.
Πλατάκης, Ε. 1951. Δύο σπήλαια εις την περιφέρειαν Βραχασίου Κρήτης. Ο Παν (196-197): 20-23.
Πλατάκης, Ε. 1952. Σπήλαιον Περιστερά. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 1 (4): 272-273.
Πλατάκης, Ε. 1953. Οι «Γραμμένες Σπηλιές» της Οίτης. Ο Παν (218-219): 5-6.
Πλατάκης, Ε. 1953. Σπήλαιον Αγίου Κωνσταντίνου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 2(3): 100.
Πλατάκης, Ε. 1953. Το σπήλαιον Μιλάτου. Ο Παν (228-229): 127-128.
Πλατάκης, Ε. 1954. Σπηλαιολογικά Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 2 (7): 201-224.
Πλατάκης, Ε. 1960. Η προστασία και η αξιοποίησις των σπηλαίων. Κρητική Εστία (97): 51-52.
Πλατάκης, Ε. 1961. Η τεχνική της εξερεύνησης των σπηλαίων. Κρητική Εστία (106): 403-405.
Πλατάκης, Ε. 1961. Το σπήλαιον του Κουρνά. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(3): 2-11.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια παρά το Ρέθυμνον. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(4): 14-26.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια εις Παλαιόχωραν Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(4): 27-28.
Πλατάκης, Ε. 1961. Σπήλαια Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(7-8): 25-36.
Πλατάκης, Ε. 1962. Βιβλιογραφία σπηλαίου Μελιδονίου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (3): 70-71.
Πλατάκης, Ε. 1962. Σπήλαια Κρήτης. 1. Ατζιγγανόσπηλιος, 2. Μαρήδων, 3. Λυγερής, 4. Αγία Παρασκευής. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 6(7-8): 25-36.
Πλατάκης, Ε. 1962. Σπήλαιον Αγίας Παρασκευής. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (7-8): 30-34.
Πλατάκης, Ε. 1962. Συμβολή εις την σπηλαιολογικήν βιβλιογραφίαν της νήσου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (5): 18-32.
Πλατάκης, Ε. 1962. Συμβολή εις την σπηλαιολογικήν βιβλιογραφίαν της νήσου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (6): 9-18.
Πλατάκης, Ε. 1963. Η Φανταξοσπηλιάρα. Κρητική Εστία (134): 93-96.
Πλατάκης, Ε. 1963. Το σπήλαιο Νεραγδότρυπα. Κρητική Εστία (132): 25-28.
Πλατάκης, Ε. 1963. Σπήλαια Αποκορώνου Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(2): 47-55
Πλατάκης, Ε. 1963. Σπήλαια Αγίας Γαλήνης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(3): 83-87
Πλατάκης, Ε. 1964. Περιληπτική έκθεσις των πεπραγμένων του σπηλαιολογικού κλιμακίου Κρήτης διετίας 1962-1963. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 7(7): 153-156.
Πλατάκης, Ε. 1964. Σπηλαιολογικαί έρευναι εις Σητείαν. Κρητική Πρωτοχρονιά (4): 229-250
Πλατάκης, Ε. 1964. Το ιστορικόν των εν Κρήτη σπηλαιολογικών ερευνών. Ηώς (76-85): 553-565.
Πλατάκης, Ε. 1965. Ο Αλμυρός του Ηρακλείου, ειδήσεις και πληροφορίαι. Κρητικά Χρονικά, (19): 55-104.
Πλατάκης, Ε. 1965. Το Ιδαίον Αντρον, Ηράκλειον Κρήτης 1965.
Πλατάκης, Ε. 1965. Το σπήλαιο της Ειλειθυίας. Κρητική Πρωτοχρονιά (5): 198-226
Πλατάκης, Ε. 1966. Τα ονόματα των σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών της Κρήτης. Κρητ. Χρονικά, Κ' 254-294 ).
Πλατάκης, Ε. 1967. Στατιστική των σπηλαίων της Κρήτης. Δελτίον Ε.Σ.Ε. (3): 84-85.
Πλατάκης, Ε. 1967. Το σπήλαιο «Τραπέζα» Τυλίσου. Κρητική Εστία (173): 337-339.
Πλατάκης, Ε. 1967. Το σπήλαιον Καμηλάρη, Ηρακλείου. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 9(1-2): 12-21.
Πλατάκης, Ε. 1967. Σπήλαιο "Όξω Λατσίδι" Σίτανου Σητείας. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 9(3): 109-113.
Πλατάκης, Ε. και Τσιφετάκης Ι. 1967. Σπήλαιον "Όξω Λατσίδι" Σιτάνου Σητείας. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 4: 109-113.
Πλατάκης, Ε. 1968. Κρήτης, η χώρα των σπηλαίων. Κρητική Εστία (187): 442-450.
Πλατάκης, Ε. 1968. Ο αριθμός των καταφυγόντων στο σπήλαιο Μιλάτου κατά τον Φεβρουάριον 1823. Κρητική Εστία (179): 51-53.
Πλατάκης, Ε. 1969. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Ι. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(1): 31-36.
Πλατάκης, Ε. 1969. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. ΙΙ. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(3-4): 78-86.
Πλατάκης, Ε. 1970. Ξένοι φυσιοδίφαι, γεωγράφοι και περιηγηταί περί Κρήτης κατά τους ΙΒ' - ΙΘ' αιώνες. Αμάλθεια, (2, 3, 5-10, 13 & 14): 1-83.
Πλατάκης, Ε. 1970. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. ΙΙΙ. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 10(8): 124-131.
Πλατάκης, Ε. 1970. Στατιστικά στοιχεία και αξία των σπηλαίων του νομού Λασιθίου. Αμάλθεια (1): 18-21.
Πλατάκης, Ε. 1971. Οστά εκ του σπηλαίου Μικρό Κατωφύγι Σητείας. Αμάλθεια (5): 64.
Πλατάκης, Ε. 1971. Το πρόβλημα της χρησιμοποιήσεως των υδάτων της μεγάλης καρστικής πηγής του Αλμυρού Ηρακλείου Κρήτης. Πρακτικά 2ης Διεθνούς Σπηλαιολογικής Συνόδου στην Ελλάδα, σσ 155-160
Πλατάκης, Ε. 1971. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. IV. Δελτίον Ε.Σ.Ε. 11(3-4): 57-63.
Πλατάκης, Ε. 1971. Το φυσικόν περιβάλλον του νομού Ηρακλείου, στο: Το Ηράκλειον και ο νομός του, σσ 9-47. Ηράκλειο, 1971.
Πλατάκης, Ε. 1973. Οι σπηλαιές της Κρήτης. Ένας υπόγειος κόσμος γεμάτος ομορφιά, ιστορία και θρύλους. Κρητικά Γράμματα (5): 6-7.
Πλατάκης, Ε. 1973. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης δηλωτικά των διαστάσεων αυτών. «Λειμωνάρειον» προσφοράς εις τον καθηγητήν Ν.Β. Τωμαδάκη. Αθηνά ΟΓ- ΟΔ': 267-280.
Πλατάκης, Ε. 1973. Οστά ανθρώπου και άλλων θηλαστικών εκ του σπηλαίου «Μικρό Κατωφύγι» Σητείας. Πρακτικά Γ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (1): 232- 248.
Πλατάκης, Ε. 1973. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Τόμος Α, σσ 414. Ηράκλειον Κρήτης 1973.
Πλατάκης, Ε. 1973. Το σπήλαιο Ψυχρού, "Δικταίον Αντρον". Αμάλθεια (16-17): 274-280.
Πλατάκης, Ε. 1975. Ο Θεργιόσπηλιος εις Καβούσι Ιεράπετρας. Κρητολογία (1): 181-185.
Πλατάκης, Ε. 1975. Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης. Τόμος Β, σσ 275. Ηράκλειον Κρήτης 1975.
Πλατάκης, Ε. 1976. Αναγραφή δημοσιευμάτων (1930-1976). Ηράκλειον Κρήτης, σσ. 19
Πλατάκης, Ε. 1976. Το σπήλαιον της γεννήσεως του Κρηταγενούς Διός. Αμάλθεια (27): 75-78.
Πλατάκης, Ε. 1976. Φυτώνυμα σπήλαια της Κρήτης. Κρητολογία (3): 111-116.
Kempe, S., Ch. Ketz & E. Platakis. 1976. Die Gipshohle Karagiorgaki auf Kreta. - Die Hohle 27(3): 103-113.
Πλατάκης, Ε. 1977. Ζωώνυμα σπήλαια της Κρήτης. Κρητολογία (4): 57-64.
Πλατάκης, Ε. 1977. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης σχετικά με θρύλους και παραδόσεις. Κρητολογία (5): 165-170.
Πλατάκης, Ε. 1978. Από τα σπήλαια του νομού Λασιθίου. Αμάλθεια (34): 49-56.
Πλατάκης, Ε. 1978. Ονόματα σπηλαίων της Κρήτης σχετικά με τη Γεωλογία. Κρητολογία (7): 114-118.
Πλατάκης, Ε. 1978. Σπηλιάρα - Σπηλιέρα. Κρητολογία (6): 179-180.
Πλατάκης, Ε. 1978. Τα κρητικά τοπωνύμια Τάφκος-Λατσίδα. Προμηθεύς ο Πυρφόρος (9): 11-12.
Πλατάκης, Ε. 1978. Τα σπήλαια Μεγάλο και Μικρό Κατωφύγι Σητείας. Αμάλθεια (36):195-200.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Δόλωνας εις την Κρήτην. Αθηνά ΟΖ' 141-144.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Λαύρειο στην Κρήτη. Κρητολογία (6): 106.
Πλατάκης, Ε. 1978. Το τοπωνύμιο Λέσκα στην Κρήτη. Προμηθεύς ο Πυρφόρος (8):9r.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, Τμήμα Κρήτης
Οδός 1770, Αριθ. 3 και Ψαρομηλίγκων, 712 02 ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ
Τηλ. & Fax: +30 2810 341039, e-mail: info@esecrete.gr--------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια