ΚΥΘΗΡΑ:Πριν από το 1800, στο Διακόφτι-Μια πειρατική ιστορία από τον Αλέκο Καστρίσιο
Έχουμε στο μυαλό μας μια ιδέα για την πειρατεία κάπως κινηματογραφική. Όμως, η πειρατεία στο Αιγαίο δεν ήταν συνήθως τόσο θεαματική. Ούτε σημαίες, ούτε τυμπανοκρουσίες, ούτε κασέλες με θησαυρούς. Στα μέρη, ιδίως, τα δικά μας, αν εξαιρέσουμε την αρχαία εποχή καθώς και την μεγάλη καταστροφή του Μπαρμπαρόσσα, οι επιδρομές ήταν αστραπιαίες κι οι αρπαγές μουλωχτές, αλλά ο φόβος ήταν ένα μόνιμο στοιχείο της ζωής του νησιού.
Πριν από το 1800, στο Διακόφτι, κάτω στην παραλία, δεν υπήρχαν σπίτια, μόνο κάτι μικρά κτίσματα αλλά δεν μένανε εκεί άνθρωποι να διανυκτερεύσουν, τα είχανε για τα περιβόλια –καλλιεργούσανε σμιγό, κριθάρι–, για ψάρεμα και, λίγο πιο ψηλά, για μελίσσια. Το μόνο κτίσμα που υπήρχε ήταν ο Άγιος Μηνάς, η εκκλησία που είναι και σήμερα.
Κάποια στιγμή ήτανε ένας παπάς με το παρατσούκλι παπα-Μοσκιός, λειτουργούσε, ήταν μόνος του στην εκκλησία, και επειδή είχανε όλοι τους πάντοτε τον φόβο, είχανε τον νου τους στην θάλασσα μην έρθει κανένας, κάθε τόσο κοίταζε από το παραθυράκι του Ιερού.
Μπροστά, προς την θάλασσα έχει κάτι μαντρώματα, κάποια στιγμή καθώς κοίταζε είδε έναν ιστό από σκάφος, προφανώς είχε αγκυροβολήσει, και είδε και δύο κεφάλια που κοιτάζανε από τον τοίχο, ακούγανε τις ψαλμωδίες και προσπαθούσαν να καταλάβουν αν ήταν λίγοι ή πολλοί μέσα στην εκκλησία, γιατί αν ήταν λίγοι και μπορούσαν να τους φέρουν βόλτα, δεν ήθελαν να φωνάξουν άλλους και να μοιραστούν την λεία.
Ο παπάς, λοιπόν, μέσα στο Ιερό είχε δίπλα του το μουσκέτο, ένα από αυτά με το χωνί μπροστά, γεμάτο, γιατί συχνά αντιμετωπίζανε παρόμοιες καταστάσεις. Αυτοί ήτανε κρυμμένοι πίσω από τον τοίχο και κάθε τόσο βγάζαν το κεφάλι˙ ο παπάς έψαλλε και εν τω μεταξύ είχε πιάσει και το όπλο και ήτανε εκεί στο παραθυράκι στο Ιερό και κοίταζε αποφασισμένος για όλα. Κάποια στιγμή που βγάζουν το κεφάλι και κουβεντιάζανε να ορμήσουν ή όχι, τραβάει, τους έριξε και συνήθως όταν ήταν για τέτοιες δουλειές τα γεμίζανε με καρφιά, ό,τι αιχμηρό σιδερικό είχανε που κάνανε ζημιά, προκαδούρες, και μετά το έβαλε στα πόδια.
Είχε και τον γάιδαρο απόξω, τον έλυσε και πήρε το σαμάρι, το έβαλε στην πλάτη και πήρε το δρόμο για το βουνό, για τη χαράδρα, αγρίεψε και τον γάιδαρο για να φύγει να μην τον πιάσουν και όταν έφτασε ψηλά κοντά στην χαράδρα που θα μπορούσε να κρυφτεί, πέταξε το σαμάρι. Εκεί στη χαράδρα υπάρχουν σπηλιές μυστικές, εκεί που είναι το εικονοστάσι υπάρχει ένα πηγάδι και κάτω έχει δύο χώρους. Εκεί μέσα χώθηκε κι έτσι γλίτωσε ο παπα-Μοσκιός.
Δεν υπάρχουν σχόλια