1962 ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ:Η «κρίση των πυραύλων» στην Κούβα
Μία από τις φωτογραφίες που, κατά τις εκτιμήσεις των Αμερικανών ειδικών, αποδείκνυαν ότι ανεγείρονταν εγκαταστάσεις για την τοποθέτηση πυραύλων στην Κούβα. |
Ουάσιγκτον, 14 Οκτωβρίου 1962… Οι αεροφωτογραφίες του αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροσκάφους U-2 προκάλεσαν κρίση πανικού στον Λευκό Οίκο. Παρά τις διαψεύσεις της Μόσχας ότι δεν σχεδίαζε την εγκατάσταση πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, ήταν πλέον σαφές ότι στη νήσο ανεγείρονταν πυραυλικές εγκαταστάσεις, από τις οποίες μπορούσαν να πληγούν τα περισσότερα πληθυσμιακά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών. Τις επόμενες ημέρες, η ανθρωπότητα βρέθηκε, όσο ποτέ άλλοτε, ένα βήμα πριν από την πυρηνική καταστροφή. Ή μήπως όχι;
Νησιωτικό κράτος της Βόρειας Καραϊβικής, η Κούβα βρισκόταν, από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπό τον ουσιαστικό έλεγχο των ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 1950, όμως, η αντίδραση κατά του απολυταρχικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα κορυφώθηκε και τον Ιανουάριο του 1959 οι αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο ανέλαβαν την εξουσία.
Τους επόμενους μήνες, η προσέγγιση Αβάνας – Μόσχας προβλημάτισε ιδιαίτερα την Ουάσιγκτον, που δεν μπορούσε να ανεχθεί την υπαγωγή ενός κράτους, που απείχε μόλις 300 μίλια από τις ακτές της Φλόριντα, στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Αναπόφευκτα, η εγκατάσταση πυραύλων με πυρηνικές δυνατότητες στην Κούβα δεν μπορούσε παρά να επιφέρει τη δυναμική αντίδραση των ΗΠΑ.
Το πυρηνικό παιχνίδι του Χρουστσόφ
Για ποιους λόγους όμως αποφάσισε ο Σοβιετικός ηγέτης, Νικίτα Χρουστσόφ, να στείλει μυστικά πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Κούβα; Στο ερώτημα αυτό, η σύγχρονη ιστοριογραφία προσφέρει δύο βασικές απαντήσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, σκοπός του Χρουστσόφ ήταν η ενίσχυση της κουβανικής επανάστασης έναντι των απειλητικών διαθέσεων της Ουάσιγκτον. Ηδη, τον Απρίλιο του 1961, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζον Κένεντι, είχε υποστηρίξει την απόβαση Κουβανών αντικαθεστωτικών στον Κόλπο των Χοίρων. Αν και η προσπάθεια αυτή κατέληξε σε αποτυχία, ο Χρουστσόφ ήθελε να ενισχύσει την άμυνα της νήσου σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Αμερικανοι να μην επαναλάβουν μια επιχείρηση αποσταθεροποίησης της κουβανικής επανάστασης. Η δεύτερη άποψη υποστηρίζει ότι οι Σοβιετικοί ήθελαν να εξισορροπήσουν την αμερικανική υπεροχή στον τομέα των ατομικών όπλων. Το 1962 οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να εξαπολύσουν περίπου 5.000 πυρηνικές κεφαλές εναντίον των Σοβιετικών, ενώ η Σοβιετική Ενωση μόλις 423. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Μόσχας, η εγκατάσταση πυραύλων με πυρηνικές δυνατότητες στην Κούβα –στα νώτα των ΗΠΑ– θα μπορούσε να καλύψει (εν μέρει τουλάχιστον) το «πυραυλικό χάσμα» ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Στις 22 Οκτωβρίου, ο Κένεντι ανακοίνωσε ότι ο αμερικανικός στόλος θα έθετε την Κούβα σε «καραντίνα» προκειμένου να μην πλησιάσουν το νησί τα σοβιετικά πλοία που μετέφεραν τους πυραύλους. Πεπεισμένος ότι αυτή η δήλωση του Αμερικανού προέδρου άφηνε περιθώρια για διπλωματικούς ελιγμούς (επειδή δεν διατύπωνε την απειλή για εισβολή αμερικανικών δυνάμεων στο νησί), ο Χρουστσόφ προσπάθησε να αποσπάσει υποχωρήσεις από τις ΗΠΑ με αντάλλαγμα την αποχώρηση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα. Σε πρώτη φάση, οι Σοβιετικοί πρότειναν την ταυτόχρονη αποχώρηση των δικών τους πυραύλων από το νησί και των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία. Καθώς, όμως, ο Κένεντι εμφανιζόταν αποφασισμένος να αντιδράσει δυναμικά στις σοβιετικές πρωτοβουλίες, ο Σοβιετικός ηγέτης έδειξε σαφή δείγματα συμβιβασμού. Στις 26 Οκτωβρίου έγραψε στον Κένεντι: «Εμείς θα διακηρύξουμε ότι τα πλοία μας δεν θα μεταφέρουν κανενός είδους οπλισμό. Εσείς θα διακηρύξετε ότι οι ΗΠΑ δεν θα εισβάλουν στην Κούβα». Λίγο αργότερα, όμως, η Μόσχα ζήτησε και πάλι την απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία. Υστερα από μια δραματική σύσκεψη, ο Αμερικανός πρόεδρος αποδέχθηκε την πρόταση των Σοβιετικών, με αποτέλεσμα την επίτευξη συμφωνίας και τον τερματισμό της κρίσης.
Ο αυτοπεριορισμός των δύο ηγετών
Η στάση που τήρησαν οι δύο ηγέτες κατά τη διάρκεια της κρίσης καταδεικνύει ότι ήταν εξίσου αποφασισμένοι να μην ξεκινήσουν πόλεμο εξαιτίας του φόβου της κλιμάκωσης σε μια πυρηνική αναμέτρηση. Πράγματι, κατά τη διάρκεια των δραματικών εκείνων ημερών του Οκτωβρίου του 1962, οι δύο άνδρες έλαβαν κρίσιμες αποφάσεις προς την κατεύθυνση της αποφυγής ένοπλης αντιπαράθεσης. Ο Χρουστσόφ έστειλε οδηγίες στον Σοβιετικό διοικητή στην Κούβα, Ισα Πλίεφ, να μην κάνει χρήση των τακτικών πυρηνικών (που είχαν ήδη στείλει στην Κούβα οι Σοβιετικοί) χωρίς την προηγούμενη έγκρισή του· διέταξε τα σοβιετικά πλοία που κατευθύνονταν στην Κούβα να σταματήσουν και εκείνα που έφεραν όπλα να επιστρέψουν στη Σοβιετική Ενωση· έστειλε μήνυμα στον Κάστρο συμβουλεύοντάς τον «να επιδείξει υπομονή, σταθερότητα και ακόμη περισσότερη σταθερότητα»· και τελικά δεν προσπάθησε να σπάσει την «καραντίνα».
Ο Κένεντι, από την πλευρά του, αν και γνώριζε ότι οι ΗΠΑ απολάμβαναν σαφές στρατηγικό πλεονέκτημα και συντριπτική τοπική στρατιωτική υπεροχή, ήταν πεπεισμένος ότι ένας πόλεμος με τους Σοβιετικούς θα οδηγούσε σε γενικευμένη πυρηνική καταστροφή. Την ημέρα που ενημερώθηκε για την ύπαρξη των πυραύλων στην Κούβα, είπε στους συνεργάτες του: «Πού έγκειται η διαφορά; Εχουν αρκετά [πυρηνικά] για να μας καταστρέψουν τώρα έτσι κι αλλιώς». Στο πλαίσιο αυτό, στις 27 Οκτωβρίου και έχοντας ήδη απορρίψει τις εισηγήσεις για εισβολή στην Κούβα, εξουσιοδότησε τον αδελφό του, Ρόμπερτ Κένεντι, να συναντηθεί μυστικά με τον Σοβιετικό πρεσβευτή Ανατόλι Ντομπρίνιν. Την ίδια ημέρα, ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών, Ντιν Ρασκ, να έρθει σε επαφή με τον καθηγητή Αντριου Κόρντιερ. Αν αποτύγχανε η αποστολή του Ρόμπερτ Κένεντι, ο Κόρντιερ θα πρότεινε στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Ου Θαντ, να καλέσει τις δύο υπερδυνάμεις να αποσύρουν τους πυραύλους τους από Τουρκία και Κούβα αντίστοιχα.
Οι καταστροφικοί κίνδυνοι ενός πολεμικού ατυχήματος
Παρά την αναμφισβήτητη προσήλωση του Χρουστσόφ και του Κένεντι στην ανάγκη αποφυγής ενός πολέμου, μια πυρηνική σύγκρουση θα μπορούσε να έχει ξεσπάσει για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να ξεκινήσει από ατύχημα εξαιτίας της πολυπλοκότητας του αχανούς στρατιωτικού μηχανισμού των δύο υπερδυνάμεων. Πράγματι, όταν ξέσπασε η κρίση, οι Αμερικανοί έθεσαν τις πυρηνικές και τις συμβατικές τους δυνάμεις σε υψηλά επίπεδα συναγερμού. Καθώς, όμως, οι αμερικανικές δυνάμεις κινητοποιήθηκαν σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας, καθιστώντας εξαιρετικά πολύπλοκη τη διασύνδεση των συστημάτων, αναπάντεχα γεγονότα θα μπορούσαν να προκύψουν. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, το Αρχηγείο της (αμερικανικής) Στρατηγικής Αεροπορίας έστειλε βομβαρδιστικά Β-47 σε στρατιωτικά και πολιτικά αεροδρόμια, αλλά δεν ενημέρωσε τις μονάδες αεράμυνας για τις πτήσεις αυτές. Επιπλέον, αύξησε τον αριθμό των Β-52 που διατηρούνταν εν πτήσει, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι όλες αυτές οι πτήσεις πραγματοποιούνταν με τις αναγκαίες εγγυήσεις ασφαλείας. Παράλληλα, αν και ετέθησαν οι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας, οι χειριστές συχνά αγνοούσαν τις διαδικασίες ασφαλείας και τούτο καθιστούσε αρκετά πιθανή μια μη εξουσιοδοτημένη εκτόξευση. Αυτές οι καταστάσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο διότι μια πυρηνική εκπυρσοκρότηση που θα γινόταν κατά λάθος θα εκλαμβανόταν από τους Αμερικανούς ως σοβιετική επίθεση. Οι τοπικοί διοικητές της Πολεμικής Αεροπορίας είχαν εξουσιοδοτηθεί να κάνουν χρήση πυρηνικών όπλων χωρίς την άδεια της Ουάσιγκτον, εάν είχαν σαφείς ενδείξεις ότι ένας πόλεμος είχε αρχίσει. Και βέβαια, μια έκρηξη πυρηνικών από ατύχημα θα μπορούσε να είχε θεωρηθεί ως τέτοια.
Ενας πυρηνικός πόλεμος θα μπορούσε ακόμη να ξεκινήσει επειδή ο Κένεντι και ο Χρουστσόφ δεν αντιλαμβάνονταν πάντοτε τις συνέπειες των στρατιωτικών επιχειρήσεων που οι ίδιοι είχαν εγκρίνει. Για παράδειγμα, στις 23 Οκτωβρίου, όταν ο Κένεντι πληροφορήθηκε την παρουσία σοβιετικών υποβρυχίων στην Καραϊβική, διέταξε το Πολεμικό Ναυτικό «να θέσει σε εφαρμογή τα μεγαλύτερα μέτρα ασφαλείας» για την προστασία των αμερικανικών αεροπορικών μεταφορών και των πλοίων. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι τα αμερικανικά πλοία έπρεπε να ειδοποιήσουν τα υποβρύχια με σόναρ ή με ήχους από εκρήξεις, να έρθουν στην επιφάνεια. Πράγματι, ένας Αμερικανός κυβερνήτης πλοίου έριξε εκρηκτικές προειδοποιητικές βολές. Ωστόσο, καθώς οι κυβερνήτες των υποβρυχίων δεν ήταν ενημερωμένοι για το τι συνέβαινε στην επιφάνεια, εξέλαβαν την έκρηξη ως σημάδι ότι είχε ξεκινήσει πόλεμος…
Ακόμη ένας παράγοντας που αύξανε το ρίσκο του πυρηνικού πολέμου ήταν ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων αναγνώρισης που αναλάμβαναν οι επιμέρους στρατιωτικοί διοικητές. Στις 27 Οκτωβρίου ένα αεροσκάφος U-2 εισήλθε μη εσκεμμένα στον εναέριο χώρο πάνω από τη Σιβηρία. Οταν σοβιετικά καταδιωκτικά προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αμερικανικά πολεμικά απογειώθηκαν για να αντιπαρατεθούν στα σοβιετικά, έχοντας εξουσιοδότηση να εμπλακούν σε περίπτωση ανάγκης. Το U-2 επέστρεψε πίσω και δεν ανοίχθηκε πυρ. Είναι βέβαιο ότι ο Κένεντι δεν γνώριζε τις πρωτοβουλίες αυτές των στρατιωτικών διοικητών.
Τα τακτικά όπλα
Τέλος, ένας πυρηνικός πόλεμος θα μπορούσε να είχε εκδηλωθεί από τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στην Κούβα. Ο Χρουστσόφ έστειλε τα όπλα αυτά πιθανότατα χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο της κλιμάκωσης εάν χρησιμοποιούνταν εναντίον αμερικανικών δυνάμεων που θα επιχειρούσαν απόβαση στο νησί. Βέβαια, ο Πλίεφ ήταν εξουσιοδοτημένος να οπλίσει τα τακτικά πυρηνικά, αλλά όχι και να τα χρησιμοποιήσει χωρίς την εξουσιοδότηση της Μόσχας. Παρ’ όλα αυτά, καθώς ο Πλίεφ ήταν πρακτικά σε θέση να τα χρησιμοποιήσει και οι Αμερικανοί αγνοούσαν την παρουσία τους, ο κίνδυνος ενός πυρηνικού χτυπήματος ήταν μεγάλος. Για αυτό τον λόγο, μετά το τέλος της κρίσης, ο Χρουστσόφ απέσυρε τα τακτικά πυρηνικά όπλα από το νησί.
Τον Οκτώβριο του 1962, η πυρηνική σύγκρουση θα μπορούσε να έλθει όχι από πρόθεση, αλλά από λάθος ή παρεξήγηση των προθέσεων του αντιπάλου. Και αυτό ήταν κάτι που αντελήφθησαν οι ηγεσίες σε Μόσχα και Ουάσιγκτον. Γι’ αυτό και η κρίση της Κούβας δεν απετέλεσε μόνο την κορύφωση της ψυχροπολεμικής πυρηνικής αντιπαράθεσης, αλλά και καταλύτη για την ύφεση που ακολούθησε, καθώς υπαγόρευσε την ανάγκη για περισσότερο συνετή διαχείριση των κρίσεων ώστε να μην ξεφύγουν από τον έλεγχο και φέρουν τις δύο υπερδυνάμεις σε μια κατάσταση από την οποία δύσκολα θα μπορούσαν να υποχωρήσουν.
* Ο κ. Μανώλης Κούμας είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΥΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια