«Ταξίδι στ’…Αντικύθηρα» – Χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη
τις 22 του Απρίλη 1955, ο κομμουνιστής γιατρός και συγγραφέας Αντώνης Φλούντζης μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα Φλούντζη, αφού πιάστηκαν και κρατήθηκαν επί 11 μέρες σε διάφορα Μεταγωγών, στέλνονται εξόριστοι στ’ Αντικύθηρα.
«Το νησί αυτό μ’ αυτές τις συνθήκες διάλεξαν για να το μετατρέψουν σε “Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης Υγειονομικών”. Κι έστειλαν εκεί στην αρχή εμένα και τη γυναίκα μου, έπειτα εμένα μόνο μου και στο τέλος άλλους τρεις φοιτητές της Ιατρικής και τον αρχινοσοκόμο τ’ Άη Στράτη (γεωπόνο).
Το αμάρτημά μας ήταν ότι προσφέραμε τις υπηρεσίες μας στους εκεί συνεξορίστους μας. Και η τιμωρία μας μια καλομελετημένη και σταδιακά, συστηματικά κι αμείλικτα εφαρμοζόμενη μέθοδος ψυχικής εξουθένωσης και σωματικής εξόντωσης.
Αυτό είναι εκείνο που το ξεχωρίζει απ’ τα άλλα στρατόπεδα. Ακριβώς εδώ βρίσκεται και η εξαιρετική ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Δεν πρόκειται μονάχα για την ίδρυση ενός στρατοπέδου υγειονομικών, έστω και στ’ Αντικύθηρα. Πρόκειται και για τα απάνθρωπα καταπιεστικά μέτρα που παίρνονταν εναντίον μας. Μέτρα απροκάλυπτα εξοντωτικά, που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα τρόπο. Μέτρα που δεν οφείλονται σε πρωτοβουλία αστοιχείωτων και εμπαθών κατώτερων οργάνων, αλλά βασίζονται σε σχέδια που καταστρώνονταν πολύ ψηλά, απ’ το Υφυπουργείο Ασφαλείας και την Κυβέρνηση! Τα κατώτερα όργανα ήταν απλοί εκτελεστές τους. Ακόμα και στο βαπόρι που μας μετέφεραν, σιδεροδέσμιους, στο νοσοκομείο, μας κακοποίησαν» γράφει ο Αντώνης Φλούντζης στο βιβλίο του «Στο Στρατόπεδο Υγειονομικών Αντικυθήρων και στην Τρίπολη, 1955 – 1962» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φιλιππότη το 1988.
“Να φαντάζεσαι την ευτυχία των άλλων, για να ξεχνάς τη δικιά σου δυστυχία.” – Ο Κ. Βάρναλης με την πένα του πιέζει για την απελευθέρωση του κομμουνιστή γιατρού Αντώνη Φλούντζη που με τη γυναίκα του βιώνουν απάνθρωπα καταπιεστικά μέτρα στο Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης Υγειονομικών, στα Αντικύθηρα
«Μα εμάς μας έλεγαν ότι οι κομμουνιστές είναι κακοί και μοχθηροί άνθρωποι, εγκληματίες και δολοφόνοι…» – Στρατόπεδο Υγειονομικών Αντικυθήρων • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
O κομμουνιστής γιατρός και συγγραφέας Αντώνης Φλούντζης γεννήθηκε στο Αιτωλικό το 1906. Σπούδασε Ιατρική με μεγάλες δυσκολίες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στα πρώτα φοιτητικά του χρόνια πήρε ενεργό μέρος στο φοιτητικό και στο λαϊκό κίνημα και προσχώρησε στις γραμμές της ΟΚΝΕ και αργότερα τού ΚΚΕ.
Για τους αγώνες του αυτούς διώχτηκε ανηλεώς. Πιάστηκε επανειλημμένα, βασανίστηκε και κρατήθηκε – με διοικητικές αποφάσεις – 24 συνολικά χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα – φυλακές, γιατί αρνιόταν να υπογράψει ταπεινωτική «δήλωση μετάνοιας». Κρατήθηκε στην Ακροναυλία, Λάρισα, Χαϊδάρι, Φυλακές Αβέρωφ, Μακρόνησο, Άη Στράτη, Αντικύθηρα, Τρίπολη, Γιούρα και Παρθένι Λέρου.
Μετά την απελευθέρωση, όσο καιρό ήταν ελεύθερος, έπαιρνε δραστήριο μέρος στο λαϊκό κίνημα και ιδιαίτερα στους αγώνες του κλάδου του.
Και σαν γιατρός πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους συγκρατούμενούς του και στους κατοίκους των τόπων της εξορίας του. Τον Σεπτέμβρη του 1952, εξόριστος στον Αη Στράτη, πρόσφερε ιατρική νοσηλεία στον εκεί εξόριστο ηγέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, Κώστα Γαβριηλίδη, και μετά το θάνατό του στο νησί τον μετέφερε στην Αθήνα μαζί με την κόρη του Νίτσα Γαβριηλίδου. Στο Χαϊδάρι ήταν ο υπεύθυνος γιατρός του στρατοπέδου.
Από τον Άη Στράτη τον έδιωξαν μαζί με τη γυναίκα του, την Κατίνα Φλούντζη, τον Μάρτη του 1955 με δίμηνη υποχρεωτική άδεια και συγκεκριμένα στις 6 Μάρτη. Την επόμενη μέρα έφτασαν στον Πειραιά και στις 14 του ίδιου μήνα, στο Αιτωλικό. Στις 2 του Απρίλη συνελήφθησαν με τη γυναίκα του. Παρέμειναν 11 ημέρες σε διάφορα Μεταγωγών. Στις 14 Απρίλη 1955 φτάνουν στα Κύθηρα και μετά από 8 μέρες τους στέλνουν στα Αντικύθηρα.
Αποφυλακίστηκε από τα Αντικύθηρα το 1962. Το 1967 η χούντα των συνταγματαρχών τον εκτόπισε στα Γιούρα και στο Παρθένι της Λέρου.
Όταν στις 30 του Οκτώβρη 1968 απολύθηκε για λόγους υγείας απ’ το Παρθένι Λέρου, άρχισε να συλλέγει υλικό, να το επεξεργάζεται και να συγγράφει τα πρώτα δοκίμια μιας τριλογίας -ιστορικό χρονικό- για τα στρατόπεδα Ακροναυπλίας, Λάρισας, Τρικάλων και Χαϊδαριού. Στα βιβλία αυτά με κάθε δυνατή ακρίβεια και αντικειμενικότητα περιγράφει τη ζωή, τους αγώνες και τις θυσίες των κρατούμενων αγωνιστών σε στενή σύνδεση με τον γενικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού μας. Πρώτο κυκλοφόρησε το «Χαϊδάρι», το Μάη τού 1976, δεύτερο το «Στρατόπεδα Λάρισας – Τρικάλων» το Φλεβάρη του 1978, και τα δυο από τις «Εκδόσεις Παπαζήση». Το τρίτο «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες» κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Θεμέλιο».
Μετά την οριστική αποφυλάκισή του άσκησε το ιατρικό επάγγελμα στην Αθήνα.
Έφυγε από τη ζωή τον Γενάρη του 1988.
Άλλα έργα του: «Το φοιτητικό κίνημα 1923-28», «Στο κολαστήριο της Μακρονήσου», «Στο στρατόπεδο του Αη Στράτη 1950-1962», «Στο Στρατόπεδο Υγειονομικών Αντικυθήρων και στην Τρίπολη, 1955 – 1962».
Από το βιβλίο «Στο Στρατόπεδο Υγειονομικών Αντικυθήρων και στην Τρίπολη, 1955 – 1962» (εκδόσεις Φιλιππότη), αντιγράφουμε τον πρόλογο, που ο Αντ. Φλούντζης έγραψε στις 22 Σεπτέμβρη 1986:
«Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει μια πρωτοτυπία σχετικά με τα άλλα βιβλία μου της μεταπελευθερωτικής περιόδου. Δεν γίνεται σ’ αυτό λόγος για τις δεκάδες χιλιάδες των αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης που αναμορφώνονταν στο “Κολαστήριο της Μακρονήσου”, ούτε για τους 3.000 των αγωνιστών που στάλθηκαν απ’ εκεί στον Άη – Στράτη για να συνεχίσουν της εκπαίδευση τους με άλλες μέθοδες. Αναφέρεται σε πολύ λίγα, ένα μέχρι πέντε το πολύ άτομα. Σ’ ένα άλλο πρωτοφανές στρατόπεδο στ’ Αντικύθηρα. Περιγράφει τη ζωή και τα καταπιεστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σ’ ένα φοβερό ξερόβραχο στο ανοιχτό πέλαγος, που δέρνονταν απ’ όλους τους ανέμους και τις φουρτούνες και που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τις πιο στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης ούτε και για τους 190 κατοίκους του.
Το νησί αυτό μ’ αυτές τις συνθήκες διάλεξαν για να το μετατρέψουν σε “Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης Υγειονομικών”. Κι έστειλαν εκεί στην αρχή εμένα και τη γυναίκα μου, έπειτα εμένα μόνο μου και στο τέλος άλλους τρεις φοιτητές της Ιατρικής και τον αρχινοσοκόμο τ’ Άη Στράτη (γεωπόνο).
Το αμάρτημά μας ήταν ότι προσφέραμε τις υπηρεσίες μας στους εκεί συνεξορίστους μας. Και η τιμωρία μας μια καλομελετημένη και σταδιακά, συστηματικά κι αμείλικτα εφαρμοζόμενη μέθοδος ψυχικής εξουθένωσης και σωματικής εξόντωσης.
Αυτό είναι εκείνο που το ξεχωρίζει απ’ τα άλλα στρατόπεδα. Ακριβώς εδώ βρίσκεται και η εξαιρετική ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Δεν πρόκειται μονάχα για την ίδρυση ενός στρατοπέδου υγειονομικών, έστω και στ’ Αντικύθηρα. Πρόκειται και για τα απάνθρωπα καταπιεστικά μέτρα που παίρνονταν εναντίον μας. Μέτρα απροκάλυπτα εξοντωτικά, που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα τρόπο. Μέτρα που δεν οφείλονται σε πρωτοβουλία αστοιχείωτων και εμπαθών κατώτερων οργάνων, αλλά βασίζονται σε σχέδια που καταστρώνονταν πολύ ψηλά, απ’ το Υφυπουργείο Ασφαλείας και την Κυβέρνηση! Τα κατώτερα όργανα ήταν απλοί εκτελεστές τους. Ακόμα και στο βαπόρι που μας μετέφεραν, σιδεροδέσμιους, στο νοσοκομείο, μας κακοποίηααν.
Γι’ αυτό και η περίπτωση αυτή έχει ιδιαίτερη και πολύ γενικότερη σημασία. Αποκαλύπτει με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο το μέγεθος της αντιδραστικότητας, της εμπάθειας, της μισαλλοδοξίας, της απανθρωπιάς και της βαρβαρότητας των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα μας. Ξεσκεπάζει τι κρύβονταν κάτω απ’ τις ψεύτικες υποσχέσεις για μέτρα ειρήνευσης και λήθης του παρελθόντος και δείχνει πως, παρά το ότι απομακρυνόμαστε όλο και πιο πολύ απ’ τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, τα μέτρα εξόντωσης των Αγωνιστών της Αντίστασης αυξάνονταν αδιάκοπα σε έκταση και σκληρότητα.
Ταυτόχρονα το βιβλίο αυτό περιγράφει τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες μιας μικρής κοινωνίας αγροτών και ψαράδων, που ζουν σε μια κλειστή οικονομία μακρυά απ’ τον άλλο κόσμο, και τη συμπεριφορά τους, όπως διαμορφώνεται μέσα στο κλίμα αυτό και κάτω απ’ την ασφυκτική πίεση και τρομοκρατία των κρατικών αρχών. Καθώς και τις προσπάθειες και τον αγώνα του εξόριστου γιατρού και των συνεξορίστων του, που παλεύουν να τους εξυπηρετήσουν και δέχονται τις συνέπειες της διαμορφωνόμενης στις συνθήκες αυτές κατάστασης.
Το υλικό που χρησιμοποίησα για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού στηρίζεται στο προσωπικό μου ημερολόγιο, στην τακτική αλληλογραφία με τη γυναίκα μου, που αποτελεί λεπτομερή περιγραφή όλων των γεγονότων στο νησί, στην αλληλογραφία με τους συνεξορίστους μου, όταν έλειπα με άδεια, στα υπομνήματα που υποβάλαμε κατά καιρούς, στην αλληλογραφία μου με την κ. Διάνα Πυμ του Αγγλικού “Συνδέσμου για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα”, με την ” Σοσιαλιστική Ιατρική Ένωση Αγγλίας”, με τον Ελληνικό και Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, καθώς και στα δημοσιεύματα του Ελληνικού και Αγγλικού Τύπου.
Η ίδια τύχη συνόδευε και την κατοπινή εκτόπισή μου στην Τρίπολη ως το Μάη του 1962 κι απ’ τις ίδιες πηγές προέρχεται το υλικό το οποίο χρησιμοποιώ».
Ακολουθούν μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο: «”Αμέσως μετά από την αναχώρησή μας από τα Αντικύθηρα ο παπά – Φραγκιάς μου γράφει στις 05/07/1956:
Αγαπητέ μας αξέχαστε γιατρέ Αντώνη μετά της κυρίας σας Αικατερίνης εύχομαι η παρούσα να σας εύρει εν πλήρει υγεία… Σύμφωνα με τη δική σας γνώμη ακριβώς τα ίδια μου είπε και ο άλλος γιατρός… Επήρα τις ενέσεις… Τις κάνει ο Χάρης ο εξόριστος. Και σε παρακαλώ εάν μπορείς να φροντίσεις να φύγει απ΄ εδώ και όπου θέλουνε ας τον πάνε. Η παπαδιά από υγεία πάει όλο και καλύτερα. Σας χαιρετά η παπαδιά μου και ποτέ δεν σας ξεχνούμε όλη η οικογένειά μου.
παπά Φραγκιάς 1880-1973
Σας εύχομαι, ο Ιερεύς Φραγκίσκος Χαρχαλάκης”
“Το βενζινόπλοιο θα έφευγε κατά τις 10 το πρωί. Μαζέψαμε και δέσαμε τα πράματά μας. Πήραμε και τις 4 κότες μας και είμαστε έτοιμοι να τα κατεβάσουμε στην προβλήτα. Οι κάτοικοι του Ποταμού και άλλοι, που ήρθαν από μακρυά, έτρεξαν να μας αποχαιρετήσουν και να μας βοηθήσουν. Εκείνο που μας συγκίνησε ιδιαίτερα ήταν η συμπεριφορά του παπά Φραγκιά Χαρχαλάκη. Ήρθε νωρίς από 2 χιλιόμετρα μακριά για να μας αποχαιρετήσει. Κι αυτός ο σεβάσμιος γέροντας, πάνω από 80 χρονών, την ώρα που ξεκινούσαμε άρπαξε έναν μεγάλο μπόγο με κουβέρτες και ήθελε να τον κατεβάσει στην προβλήτα. ‘Όχι παπά μου’ του είπα. ‘Σε ευχαριστούμε πολύ. Μας συγκινεί πάρα πολύ η χειρονομία σου και η αγάπη, που μας δείχνεις, αλλά υπάρχουν τόσοι άλλοι για τη δουλειά αυτή’. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Ο παπάς όμως επέμενε. Και για να δώσω μια διέξοδο, να πάρει κάτι να κατεβάσει και αυτός, του έδωσα την τσάντα μου. ‘Ορίστε πάρτε την τσάντα’, του είπα. Έτσι με τέτοιες εκδηλώσεις και με άφατη συγκίνηση εγκαταλείψαμε τα Αντικύθηρα. Το νησί που τόσα υποφέραμε, μα και που τόσο αγαπήσαμε τους κατοίκους του”.
“Οι παλιές συκοφαντίες που είχαν ακούσει οι κάτοικοι για τους κομμουνιστές διαψεύδονταν στην πράξη και οι επιφυλάξεις τους άρχισαν να διαλύονται. Πολύ χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή είναι ο παρακάτω διάλογος της παπαδιάς με τη γυναίκα μου:
– Κυρία Κατίνα, τη ρώτησε η παπαδιά, που ήταν 80 περίπου ετών, κομμουνιστές είστε εσείς;
– Ναι! της απάντησε η Κατίνα.
– Μα εμάς μας έλεγαν ότι οι κομμουνιστές είναι κακοί και μοχθηροί άνθρωποι, εγκληματίες και δολοφόνοι και πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ απ΄ αυτούς. Όμως εσείς είστε πολύ καλοί, πολύ αγαπητοί άνθρωποι. Σαν και εσάς είναι και οι άλλοι;
– Υπάρχουν και πολύ καλύτεροι από μας, της είπε η Κατίνα.
– Αμ τότε κυρία Κατίνα να γίνουμε και εμείς κομμουνιστές, απάντησε η παπαδιά!”».
Μια ακόμα μαρτυρία για το «Στρατόπεδο Υγειονομικών Αντικυθήρων» καταγράφεται στο Ριζοσπάστη (16/1/2000):
Ο Γιατρός ΘΩΜΑΣ ΚΟΥΓΙΑΓΚΑΣ, αισθάνεται-όπως μας γράφει-την ηθική υποχρέωση, να αναφερθεί και μνημονεύσει τους συντρόφους του Αντώνη Φλούντζη γιατρό, Κυριάκο Κακαλέταση, Τάκη Μπαμπαλίτη, φοιτητές της ιατρικής και τον Σωκράτη Σιαπέρα αρχινοσοκόμο, που μοιράστηκε μαζί τους τις πίκρες και τα βάσανα της εξορίας, στο ερημονήσι των Αντικυθήρων. Προσφέρει στη μνήμη τους, 20.000 δρχ. ενίσχυση για το ΚΚΕ.
«Ανάμεσα στα σατανικά μέσα-αναφέρει στο γράμμα του, ο επιστολογράφος μας- που χρησιμοποίησαν οι ξενόδουλες κυβερνήσεις της μετακατοχικής εποχής, για να εξοντώσουν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, στα κολαστήρια στρατόπεδα και φυλακές, ήταν και η στέρησή τους από τις ευεργετικές υπηρεσίες των συνεξορίστων συγκρατουμένων υγειονομικών(ιατρών, φοιτητών της ιατρικής και νοσοκόμων).
Η πολιτική υγεία που εφάρμοζε το Υπουργείο Εσωτερικών, είχε σαν κύριο μοχλό την εξόντωση των πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων. Και για να εφαρμόσει την εξοντωτική αυτή πολιτική, οι γιατροί και λοιποί υγειονομικοί, τους ήταν εμπόδιο. Γιατί οι γιατροί ήταν αυτοί που κατάγγελναν με υπομνήματα, επιστημονικά τεκμηριωμένα, τις εξοντωτικές συνθήκες διαβίωσης και έκαναν προσπάθεια να τις αντιμετωπίσουν, για να αποφευχθούν επιδημίες.
Κατάγγελναν τη μαζική φυσική εξόντωση, εξ αιτίας της τρομακτικής νοσηρότητας, την οποία πάλι με υπομνήματα, αποκάλυπταν στον ελληνικό λαό, ενώ προσπάθεια του υπουργείου Ασφαλείας ήταν η συγκάλυψή της. Προσπαθούσαν να ανακουφίσουν τους ασθενείς με καθημερινές εξετάσεις, είτε στο ιατρείο-σκηνή, είτε στις σκηνές – σπίτια τους, είτε τους νοσήλευαν στο υποτυπώδες Αναρρωτήριο. Αγωνίζονταν για προώθηση των βαρέως ασθενών στα Νοσοκομεία.
Γι’ αυτά τους τα «αμαρτήματα», οι άνθρωποι της Ασφάλειας, θεώρησαν ότι αυτοί οι «εγκληματίες» έπρεπε να απομακρυνθούν από το στρατόπεδο. Στην αρχή τούς έδιναν άδεια αναγκαστική για το σπίτι τους. Αργότερα, όμως, τα εγκληματικά μυαλά των ασφαλιτών, θεώρησαν ότι και αυτοί οι υγειονομικοί, πρέπει να εξοντωθούν, μετεκτοπιζόμενοι σε άλλο νησί. Και επέλεξαν το Ερημονήσι Αντικύθηρα. Ετσι τους πέταξαν σ’ αυτό τον ξερόβραχο, χωρίς στέγη, χωρίς τρόφιμα, χωρίς ρούχα, χωρίς φάρμακα. Δεν τους χορηγούσαν ούτε το πενιχρό επίδομα. Ετσι τους μάστιζε η πείνα και το κρύο. Εκτός αυτών, εφάρμοζαν και την τρομοκρατία, με βασανιστήρια ηθικά και σωματικά.
Μετά το θάνατο και του συντρόφου Σωκράτη Σιαπέρα, είμαι ο τελευταίος επιζών εκτοπισμένος σ’ αυτό το εξοντωτήριο στρατόπεδο των Αντικυθήρων.»
Δεν υπάρχουν σχόλια