Ηρώ Κωνσταντοπούλου: «Πέστε στην μανούλα μου να μην κλάψη…»
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
[…] Και τώρα φθάνουμε στις τελευταίες μέρες της παιδούλας στο στρατόπεδο, αυτές που προηγήθηκαν της εκτελέσεως.
Η Ηρώ δεν ήταν βέβαια δυνατό να ανθέξη επ’ άπειρον. Ελύγισε στο τέλος. Κι’ ως εκεί που βάσταξε πολύ της ήταν. Η αθλιότης της φρικτής εκείνης εγκαθείρξεως την ετσάκισε. Άρχισε να μην τρώη και να χάνη από μέρα σε μέρα τις δυνάμεις της. Έμοιαζε πια αδύναμη, εξαντλημένη, έτοιμη να πέση.
Ένα απόγευμα τέλος μπήκε ο Γιόχαν, ο δεσμοφύλακας, ο απαίσιος εκείνος άνθρωπος που μόνο στην εμφάνισή του ανατρίχιαζαν οι φυλακισμένες. Πλησίασε την Ηρώ και γελώντας παράξενα της είπε να ετοιμασθή.
– Χάους; ερώτησε η μικρή με μια ελπίδα ξαφνική.
«TA NEA», 19.7.1945, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Βαριά κατάθλιψις την είχε ζώσει. Διαισθανότανε το τέλος της. Προμάντευε τον τουφεκισμό της. Αυτή που άλλοτε εστριφογύριζε ολοένα μέσα στο δεσμωτήριο και δεν έπαυε στιγμή να λέη, να ενθαρρύνη, να παρηγορή, τώρα σε μια γωνιά, μαζεμένη, κουβαριασμένη, έστεκε βουβή και παραδομένη ποιος ξέρει σε τι σκέψεις απογνώσεως.
Εννοούσε: «Θα πάω στο σπίτι μου;»
– Για, για! Χάους! αποκρίθηκε ο Γιόχαν και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Το πίστεψε η Ηρώ. Και γιατί ήθελε να το πιστέψη –δεν βαστούσε πια το άμοιρο– και γιατί δυο ημέρες μόλις ενωρίτερα ο πατέρας της τής είχε γράψει κρυφά σε μιαν άκρη κάποιας μαξιλαροθήκης, που είχε κατορθώσει να την στείλη, την φράση: «Καλή αντάμωση!» Αυτή η φράσις ταίριαζε με το «Χάους» του Γερμανού.
Την πήρε ο Γιόχαν απ’ τον θάλαμο, αλλά αντί να την οδηγήση στα γραφεία την έφερε στο δωμάτιο που είχε 15 νούμερο – το φοβερό κελλί των μελλοθανάτων. Κατάπληκτη η κόρη ερώτησε:
– Γιατί; Γιατί με κλείνουνε εδώ μέσα;
Ο Γιόχαν την εκύτταξε με κρύο μάτι κι’ άρχισε πάλι να καγχάζη. Η Ηρώ κατάλαβε.
Σε λίγο άλλως τε εκλείσανε στην ίδια καμαρούλα και μια κοπέλλα εικοσιδύο χρονών από την Αττάλεια, που ήτανε λιγότερο απονήρευτη απ’ την παιδούλα. Αυτή της το είπε ωμά:
– Το πρωί θα μας τουφεκίσουν!
«TA NEA», 7.7.1945, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε κείνο το κελλί βρεθήκανε γραμμένα στον τοίχο απ’ την Ηρώ αυτά τα λόγια:
«Πέστε στην μανούλα μου να μην κλάψη… να μην κλάψη!»
Και από κάτω το όνομά της.
Μέσ’ στα βαθιά μεσάνυχτα πήγε ο Γιόχαν και τις σήκωσε.
– Λος! Λος! φώναζε.
Ήταν βιαστικός. Μάλιστα ήθελε να πάρη την Ηρώ έτσι καθώς ήταν με την κομπινεζόν. Αλλά εκείνη πρόφθασε και πέρασε επάνω της ένα φορεματάκι. Τι φοβερή σύμπτωση: Το φορεματάκι εκείνο, χρώμα κίτρινο, ήταν γεμάτο από στάμπες που παρίσταναν παπάκια και Μίκυ Μάους. Μ’ αυτό το παιδιάστικο ρουχαλάκι αντίκρυσε τον θάνατο η γενναία παιδούλα.
Κάτω στην αυλή του Χαϊδαριού είχανε μαζεμένους κι’ άλλους 48 μελλοθάνατους. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι’ ένα πιτσιρικάκι δώδεκα χρονών, ένα κακόμοιρο σαλταδοράκι.
«TA NEA», 19.7.1945, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τους φόρτωσαν όλους μαζί, σαν πρόβατα, σ’ ένα πελώριο καμιόνι-κλούβα και ξεκίνησαν.
Στον δρόμο οι μελλοθάνατοι ξέσπασαν στο τραγούδι: «Έχε γεια καημένε κόσμε!» Τόλεγαν κι’ οι πενήντα, αλλά με φωνή αχνή, που ώρες-ώρες πήγαινε να σβήση. Μονάχα μια ψιλή φωνούλα ανέβαινε πάνω απ’ τις άλλες. Ήταν η φωνούλα της Ηρώς.
Κάθε τόσο ανασηκωνόταν το κουρτινάκι της κλούβας και πρόβαλλε πίσω απ’ τα κάγκελα ένα προσωπάκι που εκύτταζε, εκύτταζε… Ήτανε πάλι η Ηρώ, που αποχαιρετούσε τους δρόμους της Αθήνας. Σε μια στιγμή είδε ένα χωροφύλακα, μοναχικό διαβάτη την ώρα εκείνη. Του φώναξε:
– Γεια σου! Γεια σας παιδιά!
Και πρόσθεσε:
– Μας πάνε να…
Αλλά η φωνή της χάθηκε στο γρήγορο πέρασμα του αυτοκινήτου. Ο χωροφύλακας, που κατάλαβε την φοβερή αλήθεια, ανατρίχιασε. Κι’ εσήκωσε το χέρι του για να χαιρετήση.
Τους πήγανε στην Καισαριανή. Αλλά οι φονιάδες που τους συνοδεύανε ήταν… πρωτόπειροι. Δεν ήξεραν τον τόπο του σφαγείου. Για τούτο άρχισαν να τριγυρίζουν τ’ αυτοκίνητα μέσα στον συνοικισμό.
Τώρα οι μελλοθάνατοι είχανε δυναμώσει πια το τραγούδι τους. Οι φωνές τους, όσο ραγισμένες και αν ήταν, είχαν κάποιο τόνο ηρωικής απόγνωσης.
«Έχε γεια καημένε κόσμε!»
Ακούγανε το θλιβερό τραγούδι οι κάτοικοι του συνοικισμού κι’ άνοιγαν πόρτες και παράθυρα. Αλλά αντίκρυζαν τις κάννες των πολυβόλων των θορυβημένων Γερμανών που τις έστρεφαν επάνω τους, και αποτραβιόντουσαν, άλλοι για να κάμουν τον σταυρό τους, άλλοι για να σφίξουν τις γροθιές τους. Μέσα σε πέντε λεπτά ο συνοικισμός ήταν στο πόδι. Ρίγος διέτρεχε την μικρή πολιτεία. Ξάφνου από μακριά ακούσθηκε μια καμπάνα. Κάποιος είχε αρχίσει να σημαίνη νεκρικά. Ύστερα δεύτερη καμπάνα προσετέθη. Σε λιγάκι τρίτη. Οι Γερμανοί είχαν πανιάσει. Οι μελλοθάνατοι δυνάμωναν όλο και πιο πολύ το φοβερό τραγούδι.
«TA NEA», 9.7.1945, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ύστερα από ενός τετάρτου περιπλάνηση μέσ’ στα δρομάκια του συνοικισμού, κάποιος πολίτης αναγκάσθηκε να δείξη στους σφαγείς τον τόπο του μαρτυρίου. Έτρεξαν προς τα εκεί, ενώ η νεκρική κωδωνοκρουσία εξακολουθούσε και εσκόρπιζε τόση φρίκη στην ατμόσφαιρα.
Δυο-τρεις αστυνομικοί, που υπεχρεώθησαν να πάνε στον τόπο της εκτελέσεως, διηγούνται την σκηνή: Οι Γερμανοί, που ήταν θορυβημένοι, αλαφιασμένοι, αλλά και αποθηριωμένοι απ’ την αργοπορία και τις κωδωνοκρουσίες, δεν κράτησαν καμία διατύπωση. Μόλις έφτασαν, ετοιμάστηκαν ν’ αρχίσουν.
Η Ηρώ, που είχε βγει μπροστά μπροστά, μιλούσε με εκνευρισμό στους άλλους. Τους έλεγε να αντισταθούν, να ορμήσουνε πάνω στους Γερμανούς, να τους αρπάξουν τα τουφέκια και… να φύγουν! Βρισκότανε σε μια έξαψη αλλόκοτη, έτρεμε το κορμί της κι’ η φωνή της, λάμπανε παράξενα τα μάτια της, το προσωπάκι της είχε μια έκφραση και φόβου αλλά και λύσσας.
– Έτσι κι’ αλλιώς, τους φώναζε, είμαστε χαμένοι… Λοιπόν εμπρός… Ελάτε, ελάτε!
Κανένας δεν της αποκρινόταν. Ένιωθαν φαίνεται πού ωφείλετο εκείνος ο παροξυσμός της.
Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να τους εκτελέσουν κατά πεντάδες. Λοιπόν έβγαλαν από τον σωρό τούς πέντε πρώτους. Ήταν τα δυο κορίτσια, η Ηρώ και η άλλη, ένας φοιτητής και δυο μεσόκοποι. Γρήγορα γρήγορα τούς έβαλαν να γονατίσουν. Οι άλλοι σαράντα πέντε, που έστεκαν εκεί δίπλα, εξακολουθούσανε να τραγουδούνε – αν μπορούσε να λεχθή τραγούδι εκείνο το σπαρακτικό μοιρολόι.
Δεν τους κτυπήσανε από μακριά. Όχι! Το απόσπασμα πλησίασε κοντά κοντά στα θύματα και έστρεψε τις κάννες πολυβόλων και όπλων κατ’ επάνω τους. Από τις κάννες ως τα κεφάλια των μελλοθανάτων η απόστασις δεν είναι παραπάνω από είκοσι πόντους. Θα τους χτυπούσανε σχεδόν εξ επαφής, σαν νάτανε σκυλιά. Ωστόσο, και παρ’ όλη αυτή τη φρίκη, οι πέντε πρώτοι δεν έδειξαν την λιποψυχία τους. Εμείνανε έτσι γονατισμένοι καθώς ήταν, με το σκοτεινό τους βλέμμα καρφωμένο ίσια επάνω στις κάννες των πολυβόλων που οι μαύρες μπούκες τους ήταν στην ίδια ακριβώς μοίρα της οπτικής τους ακτίνος. Ξάφνου η Ηρώ τινάχθηκε ορθή και φώναξε:
– Χτυπάτε λοιπόν κακούργοι, να, χτυπάτε εδώ!
Και κτύπησε με τα χέρια το στήθος της.
Της αποκρίθηκε μια φοβερή ριπή. Ο Γερμανός που την είχε «αναλάβει» άδειασε ολόκληρη την ταινία του πολυβόλου απάνω της. Η παιδούλα με το φορεματάκι με το Μίκυ Μάους εδέχθηκε δεκαεπτά σφαίρες. Την θέρισαν. Για ένα κάρτο του δευτερολέπτου έμεινε ορθή, ύστερα άνοιξε τα χέρια της πλατιά, σαν νάνοιξε την αγκαλιά της να δεχθή τον θάνατο, κι’ ευθύς αμέσως ταλαντεύτηκε και έπεσε μπροστά. Πέφτοντας τα χέρια της είχαν μπλεχτεί, είχανε αρπαχθεί από την κάννη του πολυβόλου.
Η εκτέλεσις συνεχίσθηκε με την ίδια αγριότητα. Με νεύματα οι Γερμανοί καλούσαν πέντε πέντε, τους έβαζαν μπροστά απ’ τα πτώματα και τους κτυπούσανε με πολυβόλο, από απόσταση είκοσι πόντων. Κάθε φορά το απόσπασμα αναγκαζόταν να οπισθοχωρή λίγα βήματα, γιατί μεγάλωνε, εις βάθος, η γραμμή που σχηματίζαν τα πτώματα. Κανένας πια δεν τραγουδούσε. Η φρίκη τούς είχε παραλύσει όλους. Μόνο οι καμπάνες εξακολουθούσαν να σημαίνουν.
Στην τελευταία πεντάδα ήταν ένα αγοράκι δώδεκα χρονών. Σουλδίνο το έλεγαν. Σαλταδοράκι δυστυχισμένο, επλήρωνε με την ζωή του την πείνα του. Με το παιδόπουλο αυτό έγινε τούτο. Καθώς το στήσανε στο πλάι των τεσσάρων άλλων ανδρών, ο Γερμανός που θα το κτυπούσε αντελήφθη ότι ήταν τόσο μικρό στο ανάστημα, ώστε δεν θα το παίρνανε τα βόλια.
Κατέβασε λοιπόν προς τα κάτω την κάννη του πολυβόλου του. Και τότε εκείνο το άμοιρο εστήθηκε στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, για να φτάση να υψωθή έως την κάννη του φονιά του.
Το ίδιο απόγευμα, στο Χαϊδάρι, ο απαίσιος εκείνος Γιόχαν μπήκε στον θάλαμο όπου εμένανε οι φιλενάδες της Ηρώς. Στάθηκε μέσ’ στην μέση, εκύτταξε τις γυναίκες με μάτια θριάμβου, γέλασε το μαύρο γέλιο του και γάβγισε:
– Ηρώ καπούτ!
Τότε μέσα στο δεσμωτήριο άρχισε ένα μοιρολόι που εσπάραζε καρδιά ανθρώπου. Οι φυλακισμένες κλαίγανε την άμοιρη παιδούλα, την ηρωική μαθήτρια του Γυμνασίου. Εκλαίγανε και καταριόντανε, ολόλυζαν κι’ αναθεμάτιζαν τους δολοφόνους.
*Κείμενο του Γ. Ρούσσου, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 19 Ιουλίου 1945. Επρόκειτο για το τελευταίο μιας σειράς άρθρων του Ρούσσου, τότε αρχισυντάκτη των «Νέων», για την Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Τα σχετικά άρθρα του, υπό τον τίτλο «Ηρώ Κωνσταντοπούλου – Δεκαεπτά σφαίρες στα δεκαεπτά της χρόνια», είχαν δημοσιευτεί στα «Νέα» από τις 7 έως τις 19 Ιουλίου 1945.
στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες μόνο μέρες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας, οι Γερμανοί κατακτητές εκτελούν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 50 Έλληνες πατριώτες. Μεταξύ των εκτελεσθέντων και η 17χρονη ΕΠΟΝίτισσα, Ηρώ Κωνσταντοπούλου, μια ξεχωριστή μορφή στον μεγάλο κατάλογο των αγωνιστών- μαρτύρων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας, μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή