Ο ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ»
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 13η Μαΐου 2024
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ»
Όπως έχουμε και άλλοτε επισημάνει, πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα». Ουδέποτε στο ιστορικό παρελθόν υπήρξε παρόμοια «έκρηξη» διεκδίκησης «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Άτομα, ομάδες, οργανώσεις, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί έχουν επιδοθεί σε μια απίστευτη και πρωτόγνωρη «κούρσα» για την υπεράσπιση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Διεθνή φόρα αναδεικνύουν την υπεράσπισή τους ως μείζον ζήτημα και συντάσσουν «Διακηρύξεις», οι οποίες ανάγονται σε διεθνείς συμβάσεις και επιβάλλονται στις κυβερνήσεις του κόσμου, ως υποχρεωτικά εφαρμοστέες. Η πρώτη σχετική διακήρυξη είναι η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», που έγινε από τους επαναστάτες της Γαλλικής Επανάστασης στις 26 Αυγούστου του 1789. Στις μέρες μας είναι γνωστή η «Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελσίνκι», ενώ στην πατρίδα μας θεσπίσθηκε η «Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το τραγικό της υποθέσεως είναι ότι ενώ όλοι μιλούν για «δικαιώματα», κανείς δεν μιλάει για καθήκοντα και υποχρεώσεις. Κανείς δεν διανοείται, ότι όπου υπάρχουν δικαιώματα, εκεί υπάρχουν και ανάλογα καθήκοντα και υποχρεώσεις, πράγμα το οποίο δείχνει τον ολέθριο εγκλωβισμό του συγχρόνου ανθρώπου στον ατομισμό του και τον εγωϊσμό του. Μέσα στην ατμόσφαιρα του «δικαιωματισμού» δικαιώματα δεν έχει ο «άλλος». Δικαιώματα έχω μόνον «εγώ». Πρόκειται για μια σχιζοφρενική κατάσταση που σίγουρα οδηγεί στη διάλυση της κοινωνίας.
Προφανώς, ουδέποτε στο παρελθόν, ακόμα και σε αυτή την προχριστιανική εποχή, δεν υπήρξε τόσο ατομιστής ο άνθρωπος, όπως σήμερα. Ο συνάνθρωπος, όποιος και αν είναι αυτός, σύζυγος, τέκνο, γονέας, συγγενής, γείτονας, θεωρείται «ξένος» για των εγωιστή, ο οποίος έχει αποθεώσει τον εαυτό του. Στην σύγχρονη ευρωπαϊκή «διανόηση» ο «άλλος» έχει καταντήσει να «είναι η κόλασή του», (Ζαν – Πωλ Σαρτρ)! Αυτό το βλέπουμε στις μυριάδες αντικοινωνικές συμπεριφορές, στα καθημερινά εγκλήματα, στις εκτρώσεις, στην κοινωνική απόρριψη, στην ασπλαχνία, στην περιθωριοποίηση βασικών ψυχικών και βιολογικών λειτουργιών, όπως είναι η μητρότητα και η πατρότητα, ο οίκτος, η συμπάθεια, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός του ανθρωπίνου προσώπου κ.α. Όλα τα παραπάνω έχουν τη ρίζα τους και την αιτία τους
στην ικανοποίηση του εγώ, στο ανελέητο κυνήγι της ηδονής, της ματαιοδοξίας, της ευδαιμονίας, της άνεσης, της συγκέντρωσης άδικου πλούτου, κλπ. και επαληθεύουν τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής: «εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι,
ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι…» (Β΄Τιμ.3,1-7)!
Ο αρθρογράφος κ. Σώτης Τριανταφύλλου σκιαγράφησε ως εξής το φαινόμενο: «Ο δικαιωματισμός -ο όρος περιγράφει τον έξαλλο ακτιβισμό ο οποίος βασίζεται σε μια ψεύτικα ρυπαρή εικόνα για τις κοινωνίες- μπορεί να ιδωθεί ως διαστροφή πολιτικών διεκδικήσεων. Τουλάχιστον όταν αφορά τις δημοκρατίες ευρωπαϊκού τύπου. Αν στις χώρες με θεοκρατικά ή/και δικτατορικά καθεστώτα, οι αγώνες για τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα είναι απαραίτητοι και επιτακτικοί, στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες εμφανίζονται σαν μια πόζα που περιλαμβάνει αυταρχισμό και ανειλικρινή επιχειρήματα».1
Παρακάτω μας εξηγεί, πως λειτουργεί: «Για να δικαιολογηθεί ο δικαιωματισμός, οι δημοκρατικές κοινωνίες προσλαμβάνονται ως άδικες και ως διαρκώς επιδεινούμενες: ρατσιστικές, σεξιστικές, ‘φοβικές’ -ο όρος ‘φοβικός’ δεν ερμηνεύεται ως παράγωγο του φόβου, ή της φοβίας, αλλά υπονοεί την επιθετικότητα του ‘φοβικού’, την επιβολή κολάσιμων διακρίσεων στο αντικείμενο του φόβου του. Η αφετηρία αυτής της ακτιβιστικής κουλτούρας -ο αντιρατσισμός, οι νεοφεμινισμός, οι ταυτοτικές διεκδικήσεις, η πολυπολιτισμικότητα- είναι η ιδεοληψία ότι ο ρατσισμός εμμένει και εντείνεται, όπως άλλωστε η βία εναντίον των γυναικών και εναντίον οποιασδήποτε άλλης πραγματικής, ή φαντασιακής κοινωνικής ομάδας πέραν των ετεροφυλόφιλων λευκών ανδρών».2
Και όχι μόνον αυτό, αλλά, «ο ακτιβισμός αυτού του είδους καλεί τους ανθρώπους σε διαρκή επαγρύπνηση, η οποία καταλήγει συχνά σε γενικευμένη καχυποψία, συνωμοσιολογία και μισαλλοδοξία. Οι δικαιωματιστές βλέπουν παντού εχθρούς: εχθρούς των μειονοτήτων -τις οποίες ορίζουν με αυθαίρετα κριτήρια και στις οποίες αποδίδουν ιδιότητες θύματος-, εχθρούς των γυναικών, τις οποίες διαχειρίζονται ως μειονότητα και εχθρούς της ηθικής τάξεως. …Σ’ αυτό, όπως και σε πολλά άλλα σημεία, η άκρα αριστερά συναντά την άκρα δεξιά: οι ακτιβιστές αμφοτέρων των παρατάξεων αντιδρούν σαν όχλος που επιδιώκει την επιβολή της αρετής, όπως την αντιλαμβάνεται και επιτίθεται σαν όχλος σε όποιον διαφωνεί με τις εκτιμήσεις και τις μεθόδους τους».3 Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ακτιβιστικού «δικαιωματισμού» είναι η μονομέρεια. Από την καθαρή ρητορική μίσους, εξαιρούνται, κατά περίεργο τρόπο, οι «δικαιωματιστές»!
Θα προσπαθήσουμε να δούμε στη συνέχεια το φαινόμενο του «δικαιωματισμού» από την σκοπιά της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία έχει ως κέντρον την αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον. Η αγάπη αυτή επειδή έχει θυσιαστικό χαρακτήρα καταργεί κάθε μορφή εγωκεντρισμού, γι’ αυτό και βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του «δικαιωματισμού». Είναι σημαντικό επίσης να τονίσουμε ότι τα τρία βασικά και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα από τα οποία απορρέουν όλα τα άλλα,
δηλαδή της δικαιοσύνης, της ισότητος και της ελευθερίας, προέρχονται από τον Χριστιανισμό, διότι πηγάζουν κατ’ ευθείαν από την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Όλες οι μεταγενέστερες διακηρύξεις στα συντάγματα των νεωτέρων δημοκρατικών πολιτευμάτων, από τον 18ον αιώνα και μετά, εις ό,τι αφορά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», ουσιαστικά είναι δάνεια από την διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Πρώτη η Εκκλησία διεκήρυξε και υπερασπίσθηκε τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όχι όμως και τις όποιες επιλογές του ανθρώπου. Ουδέποτε συνηγόρησε, αντίθετα μάλιστα κατηγορηματικά κατεδίκασε, το ελεύθερο δικαίωμα του ανθρώπου να αμαρτάνει και να ικανοποιεί τα πάθη του, τα οποία φθείρουν τον έσω άνθρωπο και τον οδηγούν σταδιακά στον πνευματικό θάνατο, αφού τα «οψώνια της αμαρτίας (είναι) θάνατος» (Ρωμ.6,23). Σέβεται μεν την επιλογή του να αμαρτάνει και δεν τον εμποδίζει, αλλά με πνεύμα αγάπης τον ελέγχει και προσπαθεί να τον φέρει σε μετάνοια. Επομένως λοιπόν η Εκκλησία μας δεν υπερασπίζεται όλα γενικώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μόνον όσα είναι προς το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου, όσα αποβλέπουν στη σωτηρία του και στην ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαιτέρως τονίζουμε την παρά πάνω αλήθεια, διότι οι σύγχρονοι οργανισμοί υπερασπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ θεμιτών και αδιαβλήτων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και άλλων που οδηγούν στην καταστροφή και στον πνευματικό θάνατο. Για παράδειγμα, ως αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα θεωρείται σήμερα από τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο, το δικαίωμα της γυναίκας για έκτρωση, το δικαίωμα ομοφυλοφιλικών σχέσεων, το δικαίωμα ικανοποιήσεως κάθε σεξουαλικής παρά φύσης σχέσεως, το δικαίωμα αλλαγής φύλου, εξωσωματικής γονιμοποιήσεως, ευγονικής, ευθανασίας, αυτοκτονίας, κ.λ.π.
Η Εκκλησία μας ενώ από την μία μεριά καταδικάζει απερίφραστα κάθε καταπάτηση των αδιαβλήτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικροτεί και επιδοκιμάζει κάθε νόμιμη διεκδίκησή τους, από την άλλη μεριά προχωρεί πολύ πέραν αυτών και φθάνει σ’ αυτό που ονομάζουμε «υπέρβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Αν η καταπάτηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εκφράζει μια παρά φύσιν δαιμονική κατάσταση και η διεκδίκησή τους είναι κάτι το ανθρώπινο, τότε η υπέρβασή τους εκφράζει μια υπέρ φύσιν κατάσταση, που τη συναντά κανείς μόνο στους αγίους της Εκκλησίας μας. Αν οι ποικίλες διακηρύξεις των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στα συντάγματα των συγχρόνων δημοκρατικών κοινωνιών κινούνται μεταξύ του παρά φύσιν και του κατά φύσιν, η Εκκλησία μας ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι πιο πάνω και υποδεικνύει στον άνθρωπο το υπέρ φύσιν. Γράφει σχετικά ο μέγας Παύλος: «Μη ουκ έχομεν εξουσίαν, [=ανθρώπινο δικαίωμα], φαγείν και πιείν; μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς; η μόνος εγώ και Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι;… αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», (Α΄ Κορ.9,4-6). Εδώ ο μέγας απόστολος κάνει λόγο για τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα της τροφής, της συντήρησης και της εργασίας, τα οποία όλοι οι
άνθρωποι μπορούν, (και πρέπει), να έχουν. Σχολιάζοντας τον στίχο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Τι λοιπόν; Δεν έτρωγε και δεν έπινε [ο Παύλος]; Πολλές φορές πράγματι ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Εδώ όμως δεν εννοεί αυτό, αλλά τι; Δεν έτρωγε και δεν έπινε παίρνοντας τα αναγκαία για τη συντήρησή του από τους μαθητάς του, αν και είχε το δικαίωμα να πάρει». Ο Απόστολος θυσίασε το αναφαίρετο αυτό δικαίωμά του. Κουραζόταν στο έργο του ευαγγελίου, όσο κανένας άλλος, δεν δεχόταν όμως καμία υλική αμοιβή. Προτιμούσε να εργάζεται τις νύχτες «ταις ιδίαις χερσί», κατασκευάζοντας σκηνές, παρά να εισπράττει έστω και έναν οβολό για το πνευματικό του έργο. Και το έκανε αυτό μόνο και μόνο για να μη δώσει αφορμή του παραμικρού σκανδάλου. Μ’ άλλα λόγια το κριτήριο των πράξεών του δεν ήταν τα όποια «ανθρώπινα δικαιώματά» του, ακόμη και τα στοιχειώδη, αλλά η αγάπη προς τον ασθενούντα αδελφό, που εύκολα σκανδαλίζεται. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας έφθασαν στην υπέρβαση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» διά μέσου της εν Χριστώ αγάπης, μιμούμενοι τον δεσπότη Χριστό, ο οποίος από άφατη αγάπη για τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος και θυσίασε το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα της ζωής, (διότι μπορούσε αν ήθελε να μην αποθάνει, καθ’ ό αναμάρτητος) και έχυσε το αίμα του πάνω στο σταυρό υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.
Στους σύγχρονους καιρούς της αποστασίας ο δικαιωματισμός έχει συνδεθεί και με τον αποκρυφισμό και κύρια με το κίνημα του Νεοσατανισμού, στο οποίο αποθεώνεται το «εγώ», όπου ο άνθρωπος ανακηρύσσεται ο ίδιος «θεός». Οι επικεφαλής μιας σατανιστικής ομάδας τη Στοκχόλμη ο Erik και η Jenny Hedin, χαρακτηρίζει το Σατανά «ως μοντέλο του “αιώνιου επαναστάτη”» και τονίζει πως «ο άνθρωπος είναι τέλειος όπως είναι, δεν χρειάζεται να ακούμε άλλους, αλλά να πιστεύουμε στον εαυτό μας»4. Να αναφέρουμε επίσης και το βασικό σατανιστικό «δόγμα», καταγεγραμμένο στο «ευαγγέλιο του σατανισμού» το «Βιβλίο του Νόμου» του Aleister Crowley, (που είναι παρόμοιο με το αρχαίο «ευαγγέλιο του όφεως»), το οποίο προτρέπει τους οπαδούς του να αυτολατρευτούν: «Θεός είναι ὁ άνθρωπος…Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ζει σύμφωνα με το δικό του νόμο, να παίζει όπως θέλει, να ξεκουράζεται όπως θέλει, να πεθαίνει όποτε θέλει και όπως θέλει…. Να σκέπτεται ο, τι θέλει, να λέει ό, τι θέλει….. να αγαπά όπως θέλει: Και εκπληρώστε την επιθυμία σας σε αγάπη όπως θέλετε, όποτε θέλετε, όπου θέλετε και με όποιον θέλετε!…. ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να θανατώνει όλους εκείνους που προσπαθούν να του αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα. Οι σκλάβοι πρέπει να υπηρετούν»5.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας, με την ρήση του αποστόλου Παύλου «πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα συμφέρει, πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος» (Α΄Κορ.6,12), η οποία πρέπει να αποτελεί και για μας κανόνα, ο οποίος θα καθορίζει τα όρια των δικαιωμάτων μας. Η Εκκλησία μας, χωρίς να παραθεωρεί τα όποια αδιάβλητα και θεμιτά ανθρώπινα δικαιώματα, δεν παύει να τονίζει και να
προβάλλει τα «δικαιώματα του Θεού», δηλαδή τις εντολές του Θεού και παρακαλεί τον Κύριο να μας διδάξει και ενισχύσει στην τήρησή τους: «Ευλογητός ει Κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». Και τούτο διότι με την τήρηση των θείων εντολών ανέρχεται τελικά ο άνθρωπος, από το κατά φύσιν στο υπέρ φύσιν, στον αγιασμό και την θέωση.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Δεν υπάρχουν σχόλια