ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 15η Ιανουαρίου 2024
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
Όπως είναι γνωστό η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διοργάνωσε Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο επί τη συμπληρώσει εκατό ετών, (1923-2023), από της ιδρύσεως και πρώτης κυκλοφορίας του θεολογικού περιοδικού της υπό τον τίτλο «ΘΕΟΛΟΓΙΑ», από την 11η έως την 14η Οκτωβρίου 2023 στην Αθήνα, με κεντρικό θέμα: «Η ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην ‘άυλη πραγματικότητα’ της ύστερης νεωτερικότητας». Παρέστησαν, κατόπιν προσκλήσεως της Ιεράς Συνόδου και του προέδρου της, Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Προκαθήμενοι Ορθοδόξων Εκκλησιών, επίσκοποι, κληρικοί, καθηγητές, πολιτικοί κ.α. Μέσω του εν λόγω Συνεδρίου, αλλά άλλων εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής και όχι μόνον, η Ιερά Σύνοδος θέλησε να προβάλει σε πανορθόδοξο επίπεδο και να δώσει ευρεία δημοσιότητα στο επετειακό αυτό γεγονός, τιμώντας την εκατονταετή προσφορά του επισήμου θεολογικού περιοδικού της.
Λεπτομερής μελέτη της μέχρι σήμερα προσφοράς του στη σπουδή και προβολή της ορθόδοξης θεολογίας αποδεικνύει ξεκάθαρα, ότι μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες όντως υπηρετούσε την ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, ανόθευτη και απαραχάρακτη, όπως μας την παρέδωσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Μεγάλα αναστήματα της ορθόδοξης θεολογικής επιστήμης άφησαν στις χιλιάδες σελίδες του περιοδικού μια πολύτιμη παρακαταθήκη σε όλους εμάς τους νεωτέρους, αλλά και στους μελλοντικούς θεολόγους.
Ωστόσο, δυστυχώς, με πολλή θλίψη παρατηρούμε, ότι τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλονται μέσα από αυτό και κείμενα, τα οποία είναι σαφώς ξένα προς την ορθόδοξη θεολογία και παράδοση. Πιο συγκεκριμένα διαπιστώσαμε πάμπολλες περιπτώσεις, στις οποίες φιλοξενούνται άρθρα, τα οποία απηχούν την ιδεολογία του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Οι συντάκτες των άρθρων αυτών ισχυρίζονται ότι ο διάλογος, η προσέγγιση και η συνεργασία με τις άλλες ομολογίες και θρησκείες αποτελεί μια αναγκαιότητα της εποχής μας, ενώ παράλληλα
αποτελεί έκφραση αγάπης προς τον πλησίον, προς μετάδοση του μηνύματος της ορθοδόξου πίστεως. Θεωρούν ακόμη ότι αποτελεί μία αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φανατισμού, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, των ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες και την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών. Ωστόσο η
θλιβερή πραγματικότητα των μέχρι σήμερα γενομένων διαλόγων δεν μπορεί να δικαιώσει τους παραπάνω ισχυρισμούς, όπως θα φανεί με όσα θα λεχθούν στη συνέχεια. Τα πράγματα απέδειξαν ότι στην πραγματικότητα εξυπηρετούν και προωθούν τα σκοτεινά σχέδια της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου.
Από την πληθώρα των άρθρων, που φιλοξενήθηκαν στο Περιοδικό, με οικουμενιστικό προσανατολισμό, ενδεικτικά εδώ μνημονεύουμε δύο ογκώδη τεύχη του 84ου τόμου, (τεύχος 2ο, Απρίλιος – Ιούνιος 2013 και τεύχος 4ο, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2013), με τίτλο: «Ορθόδοξη Θεολογία και Διαθρησκειακός Διάλογος». Όλα τα άρθρα στα εν λόγω τεύχη, (30 τον άριθμό), προβάλλουν χωρίς καμία εξαίρεση και διασαλπίζουν σε όλους τους τόνους και από διαφορετική σκοπιά το καθένα την διαθρησκειακή ιδεολογία. Βρίθουν κυριολεκτικά από οικουμενιστικές πλάνες και κακοδοξίες. Από τα ως άνω άρθρα επιλέξαμε δύο μόνον, για να σχολιάσουμε, εφ’ όσον ήταν αδύνατον, να τα σχολιάσουμε όλα λεπτομερώς.
****
Αρχίζουμε από το άρθρο του καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Πέτρου Βασιλειάδη, με τίτλο: «Διαθρησκεικός Διάλογος και Θεολογία των Θρησκειών»1. Κατ’ αρχήν ξεκινάει με την παράθεση ενός αποσπάσματος από το μήνυμα των Προκαθημένων και Αντιπροσώπων των ορθοδόξων Εκκλησιών της 12ης/10/2008, (παραγρ. 13γ), το οποίο θέτει, τρόπον τινά, ως προμετωπίδα του κειμένου του. Στο μήνυμα αυτό οι Προκαθήμενοι εκφράζουν την επιθυμία τους για τη συνέχιση των διαλόγων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών, «δοθέντος», όπως τονίζουν, «ότι ο διάλογος αποτελεί τον μόνον τρόπον επιλύσεως των μεταξύ των ανθρώπων διαφορών». Στη συνέχεια παραθέτει αντιρρήσεις και επιφυλάξεις που εκφράσθηκαν κατά καιρούς κατά του διαθρησκειακού διαλόγου σε δύο επιστημονικά συμπόσια, (του Μαΐου του 2012 και του Ιουνίου του 2013). Κατόπιν προχωρεί σε μια ανασκόπηση της θεματολογίας των διαθρησκειακών διαλόγων, για να καταλήξει τέλος σε κάποια συμπεράσματα.
Εκείνο που μας εντυπωσίασε, είναι το γεγονός ότι ολόκληρο το κείμενο, από την αρχή ως το τέλος, είναι μετέωρο από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμία απολύτως πατερική θεμελίωση. Τη θέση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας καταλαμβάνουν κάποια άλλα πρόσωπα: Οι Προκαθήμενοι, για τους οποίους έγινε λόγος πιο πάνω, κάποιος Γερμανός θεολόγος ονόματι Hans Kung και ο Μητροπολίτης του όρους του Λιβάνου Georges Khodr. Αυτοί είναι οι σημερινοί «άγιοι» Πατέρες, τους οποίους μας καλεί να ακολουθήσωμε, (αντί των αγίων Πατέρων), ο κ. Βασιλειάδης! Ας τους πάρουμε με τη σειρά.
Ας δούμε κατ’ αρχήν τη δήλωση των Προκαθημένων. Ισχυρίζονται ότι «ο διάλογος αποτελεί τον μόνον τρόπον επιλύσεως των μεταξύ των ανθρώπων διαφορών». Κατ’ αρχήν η Εκκλησία ουδέποτε ήταν κατά των διαλόγων, έχοντας υπ’
όψη της τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής «Δεύτε διαλεχθώμεν» (Ἡσ. 1, 18). Ωστόσο η Εκκλησία στους διαλόγους πάντοτε στο παρελθόν έθετε όρια και προϋποθέσεις, ακολουθώντας τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου Παύλου: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μιαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού», (Τιτ.3,10). Οι Προκαθήμενοι φαίνεται να αγνοούν ότι ο διαχριστιανικός διάλογος δεν ξεκίνησε το 2008, αλλά πολλές δεκαετίες πιο πριν, (το 1980 με τους παπικούς και το 1948 με τους προτεστάντες). Επίσης ο διαθρησκειακός με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ χρονολογείται από το 1977 και εντεύθεν. Αγνοούν επίσης, ότι οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία και τις άλλες θρησκείες κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζει το μήνυμα των προκαθημένων, είναι ότι σ’ αυτό απουσιάζει μια στοιχειώδης, έστω, κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας των Θεολογικών Διαλόγων. Γιατί άραγε προσπερνούν την οδυνηρή αυτή πραγματικότητα; Φαίνεται να αγνοούν ακόμη, ότι οι διάλογοι δεν θα έπρεπε να έχουν άλλο στόχο παρά την επιστροφή των ετεροδόξων και αλλοδόξων στην ορθοδοξία, όπως άλλωστε αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από διαλόγους που διεξήγαγε η ορθοδοξία επί σειρά αιώνων μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος.
Πέραν αυτών ερωτούμε τους Προκαθημένους: Από πότε η ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού κλήθηκε να συμβάλει, συνεργαζόμενη μάλιστα με τις άλλες θρησκείες, στην «επίλυση των μεταξύ των ανθρώπων διαφορών»; Από πότε κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα ποικίλλα παγκόσμια κοινωνικά προβλήματα, που μαστίζουν την ανθρωπότητα από κοινού με τις άλλες θρησκείες; Παγκόσμια κοινωνικά προβλήματα πάντοτε υπήρχαν στην ιστορία της ανθρωπότητος, ακόμη και στην εποχή των αγίων αποστόλων. Μήπως ο Χριστός έδωσε κάποια εντολή στους αγίους αποστόλους, να συνεργαστούν με τις θρησκείες της εποχής εκείνης για την αντιμετώπιση των τότε κοινωνικών προβλημάτων; Μήπως παράλληλα με την εντολή που τους έδωσε: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», (Μαρκ.16,15), τους έδωσε και την εντολή: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, συνεργασθείτε με κάθε θρησκεία για την αντιμετώπιση κάθε κοινωνικού προβλήματος;». Γιατί αγνοούν άραγε οι Προκαθήμενοι ότι συνεργασία σὲ διαθρησκειακὸ επίπεδο με βάση τον λόγο του Θεού, ούτε δυνατή είναι, ούτε επιτρεπτή; Διότι πως είναι δυνατόν να συνεργαστούμε με τις άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στο σκότος της πλάνης, χωρίς να προσκρούσωμε τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β Κορ. 6,14). Ποιά επικοινωνία, και κατά συνέπεια, ποιάς μορφής συνεργασία, μπορεί να υπάρχει μεταξύ του φωτός της Ορθοδοξίας και του σκότους των διαφόρων αιρέσεων και θρησκειών; Ασφαλώς καμία. Γιατί αγνοούν οι Προκαθήμενοι ότι οι θρησκείες είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα οποία εμπνέει ο διάβολος, προκειμένου να παραπλανήσει τους ανθρώπους και να τους απομακρύνει από την εν Χριστώ σωτηρία; Πότε ο Χριστός δέχθηκε να συνεργασθεί με τον διάβολο; Ουδέποτε. Αντίθετα μάλιστα! Ήρθε στον
κόσμο για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου: «εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού ίνα λύση τα έργα του διαβόλου», (Α Ιω.3,8).
Ας έρθουμε τώρα στον Hans Kung. Ο ως άνω Γερμανός θεολόγος ισχυρίζεται ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών, αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Προφανώς ο κ. Kung, ομιλώντας εδώ για παγκόσμια ειρήνη, έχει υπ’ όψη του την ειρήνη με την κοσμική της σημασία. Ωστόσο ο όρος «ειρήνη» έχει μέσα στον χώρο της Εκκλησίας χαρισματικό περιεχόμενο, που διαφοροποιείται ουσιαστικά από την κοσμική σημασία, που αποδίδει σ’ αυτόν ο κ. Kung. Οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις, οι αιματοχυσίες και οι τρομοκρατικές ενέργειες είναι επακόλουθα της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό και τότε μόνον θα εκλείψουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει εν μετανοία μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και τηρήσει το θέλημα του Θεού. Η Εκκλησία υποδεικνύει μεν τον τρόπον της θεραπείας του κακού, δεν μπορεί όμως να μεταβληθεί σε έναν εγκόσμιο ειρηνευτικό οργανισμό, ούτε είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί σε εγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία εκκοσμικεύεται και εκφυλίζεται, χάνει την σωτηριολογική της αποστολή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος Οργανισμός, που σκοπό έχει να προσλάβει και να θεώσει τον κόσμο και όχι να γίνεται η ίδια κόσμος. Αποστολή της Εκκλησίας είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστό, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ειρήνη δεν σημαίνει την απουσία πολέμου, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ουδέποτε κατενόησαν την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα ο κ. Kung και οι οπαδοί των Διαλόγων. Ουδέποτε διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μία κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη, έχοντες υπ’ όψιν τους παραπάνω λόγους του Κυρίου.
Ο κ. Καθηγητής παρά κάτω, συνηγορώντας πλήρως με τον κ. Kung, προσθέτει τα εξής παράδοξα: «… τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Κυρίως όμως στις μέρες μας, μέσω του διαθρησκειακού διαλόγου, οι πιστοί των θρησκειών, των ηθικών και πνευματικών παραδόσεων του πλανήτη γη, αλλά και άνθρωποι άλλων ιδεολογιών με κοινές με μας του Ορθοδόξους χριστιανούς ευαισθησίες, (των «θρησκευομένων, ή μη ανθρώπων του πλανήτου» κατά την διατύπωση του μηνύματος των προκαθημένων), καλούνται να αξιοποιήσουν ό, τι έχει μείνει ημιτελές κατά την νεωτερικότητα …»2! Ρωτάμε τον, κ. Καθηγητή: Από πότε η Εκκλησία του Χριστού έγινε μια από τις θρησκείες του
κόσμου και μάλιστα «οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση»; Από πότε η Εκκλησία παραμέρισε το κοσμοσωτήριο έργο της επί της γης και επωμίστηκε, μαζί με τους αιρετικούς, τους αλλοθρήσκους, ακόμα και τους άθρησκους, να επιλύσει κοσμικά προβλήματα και μάλιστα, να αξιοποιήσει «ό,τι έχει μείνει ημιτελές κατά την νεωτερικότητα»;
Ας έρθουμε τώρα και στον Georges Khodr. Πρόκειται για τον γνωστό αιρετίζοντα μητροπολίτη του Όρους Λιβάνου, ο οποίος υπήρξε ο κύριος εισηγητής της κακόδοξης θεωρίας της «οικονομίας του αγίου Πνεύματος», με την οποία ασχολήθηκε το Γραφείο μας στο παρελθόν και δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: «Η κακόδοξη θεωρία της ‘οικονομίας του Πνεύματος’», (11.6.2018). Κατά τον κ. καθηγητή ο εν λόγω επίσκοπος «υπογράμμισε πως μία χριστοκεντρική θεολογία διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του λόγου. Ανάμεσα στην ‘οικονομία του Υιού’ και την ‘οικονομία του Πνεύματος’ υπάρχει αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα ‘όπου θέλει πνει’ (Ιω.3,8), δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι ‘να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις σκιές των άλλων θρησκειών’»3!
Στο παραπάνω μνημονευθέν άρθρο του Γραφείου μας επισημάναμε μεταξύ άλλων ότι ο κ. Khodr εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο μια καινοφανή και κακόδοξη οικουμενιστική θεωρία, η οποία δίνει το πράσινο φως στην Ορθοδοξία, για το «άνοιγμά» της στις θρησκείες του κόσμου, αλλά και την εκκλησιολογική νομιμοποίησή τους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το σχέδιο της σωτηρίας χωρίζεται σε «τρεις Οικονομίες». Η πρώτη είναι η «Οικονομία του Πατρός», η οποία πραγματοποιήθηκε στην προχριστιανική εποχή. Η δεύτερη η «Οικονομία του Υιού», η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σάρκωση του Λόγου μέχρι και την Ανάληψή Του. Και η τρίτη η «Οικονομία του Πνεύματος», η οποία άρχισε με την Πεντηκοστή και εκτείνεται μέχρι τα έσχατα. Με την «Οικονομία του Πατρός» προετοιμάστηκαν τα έθνη να δεχτούν την εν Χριστώ απολύτρωση. Με την «Οικονομία του Υιού» πραγματοποιείται η σωτηρία εθνικών και ιουδαίων με προϋπόθεση την πίστη στο Χριστό και την είσοδό τους στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος. Τέλος με την «Οικονομία του Πνεύματος» πραγματοποιείται η σωτηρία των εκτός της Εκκλησίας ανθρώπων, που ανήκουν σε διάφορες θρησκείες χωρίς την προϋπόθεση της πίστεως στο Χριστό και την είσοδό τους στην Εκκλησία με το άγιο βάπτισμα. Και η μεν «Οικονομία του Πατρός» απευθύνθηκε στον «Παλαιό Ισραήλ», η «Οικονομία του Υιού» στον «Νέο Ισραήλ» της Χάριτος, στα μέλη της Εκκλησίας, ενώ η «Οικονομία του Πνεύματος» απευθύνεται πέρα από τον Παλαιό και τον Νέο Ισραήλ, την Εκκλησία, στην αιρετική και αλλόθρησκη ανθρωπότητα! Το άγιο Πνεύμα δηλαδή δρα τρόπον τινά ως «πρόοδος» και εξέλιξη των δύο προηγουμένων «Οικονομιών».
Οι παραπάνω ισχυρισμοί του Μητροπολίτου ούτε από την αγία Γραφή μαρτυρούνται ούτε από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Δεν έχουν κανένα απολύτως βιβλικό και πατερικό έρεισμα, γι’ αυτό και είναι πέρα για πέρα βλάσφημοι και κακόδοξοι. Για περισσότερα στοιχεία γύρω από την εν λόγω αιρετική θεωρία παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο παραπάνω άρθρο του Γραφείου μας.
Αξίζει επίσης να σχολιάσουμε έναν ακόμη ισχυρισμό του κ. Βασιλειάδη. Γράφει: «Η πεμπτουσία της χριστιανικής μαρτυρίας είναι πρώτα απ’ όλα η ‘διακονία της καταλλαγής’, γι’ αυτό και απαιτείται συνεργασία με όποια κίνηση επιδιώκει να συμφιλιώσει τις θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, έτσι ώστε οι θρησκευτικές κοινότητες να ενθαρρύνουν την ενότητα και την ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι να γίνονται αιτίες συγκρούσεων, και μερικές φορές ακόμη και πολέμων»4! Φαίνεται να αγνοεί ο κ. καθηγητής ότι η πεμπτουσία της χριστιανικής μαρτυρίας είναι πρώτα απ’ όλα η κλήση που απευθύνει ο Θεός σε κάθε άνθρωπο να πιστεύσει στον Χριστό και να ενταχθεί στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς …», (Ματθ.18,19). Σε καμιά περίπτωση δεν είναι η «καταλλαγή» με την έννοια της συμφιλιώσεως της ορθοδοξίας με τις θρησκείες του κόσμου.
Προφανώς εδώ ομιλώντας ο κ. καθηγητής περί «καταλαγής», έχει υπ’ όψη του τον λόγο του Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Η «καταλαγή», για την οποία ομιλεί εδώ ο απόστολος, αναφέρεται στην έχθρα που προϋπήρχε μεταξύ Θεού και ανθρώπων λόγω της αμαρτίας. Ο άνθρωπος, υποδουλωμένος στα πάθη και στην αμαρτία, βρισκόταν σε κατάσταση έχθρας με τον Θεό και είχε ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως. Την καταλλαγή αυτή την επέτυχε ο Θεός «δια του θανάτου του υιού αυτού». Επομένως δεν έχει καμία σχέση με τις προσπάθειες καταλλαγής που καταβάλλουν οι Οικουμενιστές μέσα στα πλαίσια των Διαθρησκειακών Συναντήσεων και Διαλόγων.
Πέραν αυτών ρωτάμε τον κ. καθηγητή: Μπορεί να συμφιλιωθεί το φως με το σκοτάδι, καθ’ όν χρόνον το ένα αναιρεί το άλλο; Μπορεί να συμφιλιωθεί η αλήθεια με το ψεύδος καθ’ όν χρόνον το ένα αναιρεί το άλλο; Όπου υπάρχει φως, εκεί διαλύεται το σκότος και όπου υπάρχει η αλήθεια, εκεί εξαφανίζεται το ψεύδος. Επομένως πως μπορεί να συμφιλιωθεί και να έρθει σε καταλλαγή το φως και η αλήθεια της Ορθοδοξίας με το σκότος και το ψεύδος των θρησκειών του κόσμου; Με κανένα τρόπο. Η ιστορία της Εκκλησίας μέχρι σήμερα είναι ένας αδιάκοπος αγώνας και μιά αδιάκοπη κατά μέτωπον σύγκρουση με την πλάνη, την οποία υπηρετούν οι θρησκείες του κόσμου, στις οποίες λατρεύονται τα δαιμόνια, διότι «πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» όπως αναφέρει η Αγία Γραφή5. Είναι προφανές εδώ ότι ο κ. Καθηγητής διαστρέφει πλήρως την έννοια της «καταλλαγής», διότι την μεταφέρει από το εκκλησιολογικό στο διαθρησκειακό επίπεδο.
****
Κλείνουμε το άρθρο του κ. Βασιλειάδη με σχολιασμό, ενός ακόμη ισχυρισμού του. Ο σχολιασμός αυτός είναι κάπως εκτενέστερος, επειδή παρόμοιο ισχυρισμό με αυτόν του κ. Βασιλειάδη, συναντούμε σε πολλά άρθρα και δημοσιεύσεις οικουμενιστών, οι οποίοι «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους», για να μας πείσουν ότι τα κίνητρα των διαθρησκειακών διαλόγων είναι «αγνά» και δεν αποσκοπούν στη δημιουργία πανθρησκείας. Γράφει: «Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποβλέπει ούτε στη δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας, ούτε αποτελεί προσπάθεια να υπονομευθεί η ιδιομορφία των θρησκειών, πολύ περισσότερο είναι αντίθετος με κάθε συγκρητισμό. Είναι ουσιαστικά ο αντίποδας του συγκρητισμού! Είναι μια προσπάθεια προώθησης της συνεργασίας με απώτερο στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν παγκόσμιο κόσμο που κερματίζεται από εντάσεις, διαιρέσεις και διαφωνίες»6.
Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως τα θέλει ο κ. καθηγητής. Οι ίδιοι οι πρωτεργάτες της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και της Νέας Εποχής τον διαψεύδουν πανηγυρικά. Το αντιαιρετικό περιοδικό «Διάλογος» της «Πανελληνίου Ενώσεως Γονέων για την προστασία της οικογενείας και του ατόμου», αποκαλύπτοντας τους δολίους στόχους της «Νέας Εποχής», την οποία προωθεί ο Οικουμενισμός, τονίζει ότι «Οι βασικοί στόχοι της Νέας Εποχής, όπως περιγράφονται στα βιβλία των σημαντικοτέρων εκπροσώπων της, Alice Bailey, Benjamin Creme, Pavid Spangler, κ.α. είναι δύο: 1) Η επιβολή μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων σε πολιτικο-οικονομικό επίπεδο, δηλαδή μιας Παγκόσμιας Κυβέρνησης με επικεφαλή τον αναμενόμενο από τούς νεοεποχίτες Μεσσία, ή Αβατάρ της Νέας Εποχής και 2) Η επιβολή μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων σε θρησκευτικό επίπεδο, δηλαδή μιας παγκόσμιας συγκρητιστικής θρησκείας, ή πανθρησκείας»7. Ο π. Βασίλειος Γεωργόπουλος, Επ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. αποκαλύπτει τα εξής: «Ή ‘Νέα Εποχή’ διαφημίζει την εποχή τη δική της ακριβώς ως εποχή αρμονικής συμβίωσης των θρησκειών άφ’ ενός και υπέρβασης των προβλημάτων άφ’ ετέρου και στο θρησκευτικό πεδίο, πού δημιούργησε ή εποχή του Ιχθύος, καθώς κυριαρχούσε ό Χριστιανισμός. Όραμα της, όμως, και τελικός στόχος της, είναι ή πανθρησκεία, ως μορφή δήθεν ενότητας κατά το ολιστικό μοντέλο, πού ή ‘Νέα Εποχή’ διακηρύττει»8.
Σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ιερά μητρόπολις Πειραιώς στις 26.4.2018 στην Αίθουσα του «Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς» με γενικό θέμα: «Πτυχές του Αποκρυφισμού της Νέας Εποχής», επισημάνθηκε από εισηγητή της Ημερίδος η «βαθιά αιτιώδης σχέση, που υφίσταται μεταξύ του Οικουμενισμού και του Αποκρυφισμού της Νέας Εποχής». Στην εν λόγω εισήγηση ελέχθη μεταξύ άλλων ότι βασικό δόγμα της Θεοσοφίας, (κατά την Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ), είναι ότι «δεν υπάρχει θρησκεία ανώτερη από την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, μαζί και
ο Χριστιανισμός, έχουν μέρος μόνον της αλήθειας, οπότε όλες θα πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μια να εμπλουτίσει τις άλλες και να εμπλουτιστεί από τις άλλες. Ο αληθινός ερευνητής της αλήθειας οφείλει να χάσει τελείως από τα μάτια του όλες τις δογματικές πίστεις και όλες τις θρησκείες. Συμφιλιώνει όλες τις θρησκείες, αποφλοιώνει την κάθε μια τους από τα εξωτερικά ανθρώπινα ενδύματα και αποκαλύπτει ότι η ρίζα της κάθε μιας ταυτίζεται με τη ρίζα κάθε άλλης μεγάλης θρησκείας…Περαιτέρω και σαν συνέπεια των προηγουμένων η Μπλαβάτσκυ προτείνει τη συναδέλφωση όλων των λαών, πέρα από διαφορές θρησκείας, χρώματος και φυλής και προβλέπει λαμπρό το μέλλον της Θεοσοφίας. Έτσι θέτει τις βάσεις για την ανοικοδόμηση της πανθρησκείας και τη διάβρωση του χριστιανικού κόσμου»9.
Δυστυχώς η πεπλανημένη αυτή ιδεολογία πέρασε και στα κείμενα της «Συνόδου» της Κρήτης. Στο Συνοδικό Κείμενο με τίτλο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», (κεφ. Α΄ §5), διατυπώνονται τα εξής: «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι καλούνται να συμβάλλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος». Δυστυχώς το Συνοδικό Κείμενο, αγνοώντας και διαγράφοντας τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου: «τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ. 6,14), αλλά και όλα όσα προηγουμένως αναπτύξαμε, αποδεικνύοντες το αδύνατον της συνεργασίας του φωτός της ορθοδοξίας με το σκότος των θρησκειών του κόσμου, θεωρεί αναγκαία αυτή τη συνεργασία για την «επικράτησιν της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον», δηλαδή για την επικράτηση μιάς κοσμικού τύπου ελευθερίας και ειρήνης και καλεί τους πάντες να εργαστούν προς την κατεύθυνση αυτή»10.
Ή Θεοσοφία είναι αυτή που εισηγήθηκε ότι : «…όλαι αι θρησκείαι κρύπτουσι την αυτήν αλήθειαν, παρουσιαζομένην υπό διαφόρους μορφάς, αναλόγως της εποχής και του λάου προς όν αποτείνονται»11. Στα ίδια πλαίσια κινείται και ό Γάλλος Θεοσοφιστής Th. Pascal όταν ομιλεί για την «απόδειξιν της πνευματικής ενότητας πασών των θρησκειών»12. Η Lola Davis, μια σημαντική εκπρόσωπος της νεοεποχίτικης αντίληψης ερωτά: Τι θα συμβεί στις μεγάλες σημερινές θρησκευτικές ομάδες; Και απαντά: «Οι σημερινές θρησκείες πιθανόν να συνεχίσουν να λειτουργούν αρχικά όπως σήμερα.. Καθώς όμως οι αντιλήψεις της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας θα επικυρώνονται επιστημονικά, θα γίνονται γνωστές και
θα διαδίδονται, οι σημερινές θρησκείες θα κάνουν αλλαγές και θα εξελιχθούν σε κέντρα της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας»13!
Και μόνο αυτά τα στοιχεία, που εν ολίγοις παραθέσαμε, αποδεικνύουν περίτρανα πως οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι αυθόρμητες επινοήσεις και πρωτοβουλίες κάποιων «ευαίσθητων» ανθρώπων για την «εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και συναδελφώσεως των λαών», αλλά μια εκ των «άνω» επιβολή, για να εξυπηρετηθούν τα δόλια σχέδια των παγκοσμιοποιητών. Επομένως οι ισχυρισμοί κάποιων συντακτών του περιοδικού, ότι δήθεν τα κίνητρα των διαθρησκειακών διαλόγων είναι «αγνά» και δεν αποσκοπούν στη δημιουργία πανθρησκείας είναι αίολοι και παραπλανητικοί.
****
Το δεύτερο άρθρο που επιλέξαμε είναι αυτό του κ. Παύλου Βασιλειάδη, με τίτλο: «Καινοδιαθηκικές μαρτυρίες για μια θεολογία των θρησκειών»14. Ο συντάκτης, συνεχίζοντας το «πνεύμα» του κ. Πέτρου Βασιλειάδη, (δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει συγγένεια μεταξύ τους), γράφει μεταξύ άλλων: «Η θεολογία των θρησκειών διαπερνά τα παραδοσιακά τείχη των θρησκειών και εστιάζει στο σωτηριώδες έργο του Θεού προς τον άνθρωπο, χωρίς όμως τα σιδηρόφρακτα όρια που έχουν τεθεί από την ιστορική πραγματικότητα των θρησκειών»15! Προφανώς εδώ ο συντάκτης συμπεριλαμβάνει μεταξύ των θρησκειών και την αγία ορθοδοξία μας. Η Εκκλησία μας, κατά τον συντάκτη, οφείλει να εγκολπωθεί και αποδεχτεί πλήρως μια νέου τύπου θεολογία, (την οποία ονόμασε «θεολογία των θρησκειών»), ώστε να καταστεί ικανή να αξιολογεί το «σωτηριώδες έργο» του Χριστού σε μια εντελώς διαφορετική «διάσταση». Για να γίνει όμως αυτό μια πραγματικότητα, θα πρέπει προηγουμένως να αποβάλει κάποια «σιδηρόφρακτα όρια», που την εμπόδιζαν μέχρι τώρα να συμφιλιωθεί με τις άλλες θρησκείες και να συνεργασθεί μαζί τους.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τον ισχυρισμό του συντάκτου, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε τα εξής: Η Εκκλησία μας, ήδη από τις πρώτες ημέρες της επί γης ζωής και δράσεώς της, φρόντισε διά των αγίων αποστόλων και των αγίων Πατέρων της, να οριοθετήσει, να βάλει δηλαδή φραγμούς και σύνορα, στην πίστη και στη διδασκαλία της, ώστε να την διακρίνει με κάθε δυνατή σαφήνεια, από κάθε αλλότρια και αιρετική διδασκαλία, αλλά και από κάθε θρησκεία. Αυτοί οι φραγμοί δεν είναι άλλοι από τις άγιες Συνόδους, Οικουμενικές και Τοπικές, αλλά και από τους αγίους Πατέρες, διά των οποίων διατύπωσε τη δογματική της διδασκαλία, καταδικάζοντας ταυτόχρονα τις κατά καιρούς πλάνες, αιρέσεις και θρησκείες. Ισχυρίζεται λοιπόν εδώ ο συντάκτης ότι, όσα εδογμάτισαν οι άγιες Σύνοδοι και οι θεοφόροι Πατέρες αποτελούν «σιδηρόφρακτα όρια», τα οποία πρέπει να κατεδαφιστούν, διότι απλούστατα απολυτοποιούν την εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία, σωτηρία! Απίστευτη πραγματικά πλάνη, η οποία προβάλλεται μέσα από το επίσημο θεολογικό περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος! Τι κρίμα!
Στη συνέχεια επιχειρεί να στηρίξει την θέση του αυτή, αναφερόμενος και παρερμηνεύοντας την ευαγγελική περικοπή της μελλούσης Κρίσεως16. Έγραψε: «Τρεις μέρες πριν το σταυρικό του θάνατο ο Ιησούς κατέστησε σαφές ότι η συμπεριφορά του χριστιανού προς τους άλλους αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο κατά την κρίση του Θεού. Όπως σχολιάζει ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης, ‘εκείνο που είναι πιο σημαντικό στη διήγηση αυτή είναι πως δε γίνεται καθόλου αναφορά στην πίστη ως προϋπόθεση της σωτηρίας, ούτε σε οποιεσδήποτε θρησκευτικές υποχρεώσεις και καθήκοντα προς το Θεό’. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε προϋποθέσεις όπως το καθήκον, ή η υποχρέωση – ακόμη και θρησκευτικές με τη στενή έννοια. Οι πράξεις αγάπης που περιγράφει ο Ιησούς Χριστός υπερβαίνουν δραματικά κάθε είδους θρησκευτικών ή ομολογιακών ορίων. Δεν είναι κάποιο καθίδρυμα που παράσχει τη γεμάτη έλεος βοήθεια, αλλά ο καθένας που ομολογεί ότι είναι χριστιανός ενεργεί με συμπόνια για τον συνάνθρωπό του, η οποία υποκινείται από απροϋπόθετη αγάπη… Εκείνοι που απορρίπτονται σε αυτό το σκηνικό του εσχατολογικού δικαστηρίου είναι εκείνοι που απέτυχαν να ‘δουν’ τον Ιησού στο πρόσωπο των απόκληρων της ζωής, στο πρόσωπο των ‘πιο μικρών’ της κοινωνίας»17.
Η θέση του συντάκτου εν προκειμένω έγκειται στο ότι η αγάπη προς τον πλησίον, για την οποία κάνει λόγο ο Κύριος στη περικοπή της μελλούσης κρίσεως, δεν είναι απροϋπόθετη, όπως εσφαλμένα πιστεύει. Η αγάπη, όπως και όλες οι χριστιανικές αρετές, είναι καρποί του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη,…», (Γαλ.5,22). Για να γίνουν όμως κτήμα μας, είναι απαραίτητη η πίστη στον Χριστό ως προϋπόθεση, διότι μόνον διά της πίστεως στο Χριστό έρχεται το Πνεύμα το άγιο σε κάθε πιστό: «μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος», (Πραξ.2,38). Προηγείται η πίστη «επί τω ονόματι Ιησού Χριστού» και έπεται η «δωρεά του Αγίου Πνεύματος», η οποία με τη σειρά της θα φέρει ως καρπόν της την εν Χριστώ αγάπη. Όλες οι αρετές μέσα στην Εκκλησία ασκούνται και γίνονται κτήμα μας εν τω Χριστώ και διά του Χριστού. Και για να μιλήσουμε ακριβέστερα, τα πάντα μέσα στην Εκκλησία γίνονται εν τω Χριστώ και διά του Χριστού και τίποτε δεν γίνεται ερήμην του Χριστού. Επομένως λοιπόν με το να προβάλει ο Χριστός την εν Χριστώ αγάπη στην εν λόγω περικοπή, δεν σημαίνει ότι καταργεί όσα κατά καιρούς δίδαξε κατά την επί γης ζωή και δράση του.
****
Με τα ελάχιστα στοιχεία που παραθέσαμε, σχολιάζοντας τα δύο δημοσιευθέντα άρθρα στο περιοδικό «ΘΕΟΛΟΓΙΑ», γίνεται φανερό ότι το εν λόγω περιοδικό, αν όχι κακοδοξεί, τουλάχιστον ανέχεται και φιλοξενεί κακόδοξες θέσεις. Νομίζουμε ότι αποδείξαμε επαρκώς το οικουμενιστικό «πνεύμα», το
αρθρογραφία και στη θεματολογία του. Ο καθένας μας μπορεί να καταλάβει, πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, το να δημοσιεύονται δηλαδή άρθρα ως δήθεν «ορθόδοξα», διότι όσοι δεν γνωρίζουν τα αφανή κίνητρα του Οικουμενισμού, παρασύρονται στα δίχτυα της παναιρέσεως με ολέθριο αποτέλεσμα να χάνονται ψυχές «υπέρ ών Χριστός απέθανε». Λυπούμαστε και ανησυχούμε από το γεγονός ότι κανένας από τους συμμετέχοντες στην επετειακή εκδήλωση δεν είχε τη διάθεση, ούτε τόλμησε να καταδείξει την αποξένωση του περιοδικού από την ορθόδοξη πίστη και παράδοση, στην οποία έφθασε σήμερα. Ελπίζουμε και ευχόμαστε, ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, προνοία του οποίου εκδίδεται το περιοδικό, αλλά και οι υπεύθυνοί της συντακτικής ομάδος, να συνειδητοποιήσουν το άκρως θλιβερό αυτό γεγονός και να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια, για να επαναφέρουν και πάλι την αρθρογραφία του σε ορθόδοξη τροχιά και πορεία.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Δεν υπάρχουν σχόλια