Header Ads

Header ADS

Σαν σήμερα πιάστηκε «το Βαπόρι απ’ την Περσία»



Το πιο πολυτραγουδισμένο συμβάν του αστυνομικού δελτίου έγινε μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 46 χρόνια.

Συμπληρώνονται σήμερα 46 χρόνια από την ημέρα που «τόνους 11 γεμάτο, με χασίσι μυρωδάτο», το κυπριακό μότορσιπ «Γκλόρια» ακινητοποιείται από το Λιμενικό κοντά στα Ίσθμια.

Τώρα τα «αλάνια κλαίνε που θα μείνουν χαρμάνια» και ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει την τελευταία μεγάλη του επιτυχία εμπνευσμένος από ένα πραγματικό γεγονός. Από ένα συμβάν του αστυνομικού δελτίου που πιθανότατα τραγουδήθηκε όσο κανένα άλλο πριν και όσο κανένα άλλο μετά.

Μια μικρή λεπτομέρεια μόνο. Το βαπόρι δεν προερχόταν από την Περσία αλλά από τον Λίβανο και το λιμάνι της Βηρυτού.

«Ήταν προμελετημένη, καρφωτή και λαδωμένη»

Την 8η Ιανουαρίου 1977 η εφημερίδα «Μακεδονία» κυκλοφορεί με πρώτο θέμα μια υπόθεση ναρκωτικών που προέκυψε την προηγούμενη ημέρα. Ο τίτλος είναι εντυπωσιακός: «11 τόνοι χασίς κατασχέθηκαν σε κυπριακό πλοίο στον Ισθμό»!

Στο ρεπορτάζ ανέφερε: «Η μεγαλύτερη στα παγκόσμια, ίσως, χρονικά λαθρεμπορίου χασίς υπόθεση, απασχολεί τις λιμενικές και τις δικαστικές αρχές και φυσικά, άλλα ανώτερα κλιμάκια, αρμόδια για τις υποθέσεις των ναρκωτικών. Σ’ ένα μικρό φορτηγό, ένα μότορσιπ 480 κόρων υπό κυπριακή σημαία, το ''Γκλόρια'', βρέθηκαν 10 τόνοι και 700 κιλά κατεργασμένου χασίς, εκλεκτής ποιότητας, που η αξία του υπολογίζεται, μέτρια, σε 4.000.000.000 δραχμές.

Το χασίς ήταν συσκευασμένο σε πλάκες του ενός κιλού, τυλιγμένο με γάζα και ανά 100 ή 200 κιλά σε σάκους μάλλον πολυτελείς, τριών χρωμάτων, κρεμ, μπλε και γκρι, με σφραγίδες του λιβανέζικου τελωνείου. [...]

Το ''Γκλόρια'' που μπορεί όταν ξεκίνησε από ένα λιμανάκι στα βορεινά της Βηρυτού, να λεγόταν αλλιώς και εν πλω να άλλαξε ένα ή δύο ονόματα, ένα πειρατικό, τέλος πάντων, παλιοκάραβο έφτασε την Πέμπτη το βράδυ στο λιμάνι της Ίσθμιας, του κόλπου των Μεγάρων, και ζήτησε πλοηγό να περάσει τον Ισθμό και να βγει στον Κορινθιακό. Μετέφερε, δηλώθηκε, κεντήματα του Λιβάνου και προορισμός του ήταν το Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Αμβέρσα ή άλλα λιμάνια της βορείου Ευρώπης – υπάρχει και η πληροφορία ότι ο πραγματικός προορισμός ήταν η Ιταλία, με κανονικές φορτωτικές από τη Βηρυττό.

Πλήρωμα, αντί των επτά, κατά την κανονική σύνθεση, τρεις μόνο Έλληνες, ο Νικόλαος Ξανθόπουλος, πλοίαρχος, […] ο Βασίλειος Ζώης και ο Στ. Μπαζέκης. […] Και δύο συνοδοί του φορτίου, Τούρκοι, 23 χρόνων και 42 χρόνων, γεωργοί, μπορεί αδέρφια, μπορεί θείος και ανεψιός, πάντως συγγενείς».

Καπετάνιος του «Γκλόρια» ήταν ο «κάπτεν Νικ» ο οποίος ήταν το πρόσωπο κλειδί της υπόθεσης. Ο καπετάνιος, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Νίκος Ξανθόπουλος, από νέος έμπλεκε σε κάθε περίεργη... ιστορία που στηνόταν με τα πλοία, μέχρι που έχασε τον κολλητό του φίλο από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Από εκείνο το σημείο και μετά ο ίδιος επιδόθηκε σε ένα ανελέητο κυνήγι κάθε είδους λαθρέμπορου. Όποια μεγάλη επιτυχία σημείωναν εκείνη την εποχή οι διωκτικές αρχές από πίσω βρισκόταν ο κάπτεν Νικ ο οποίος στο μεταξύ είχε στρατολογηθεί από την αμερικανική DEA.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, μάλιστα, ο Ξανθόπουλος ήταν αυτός που έκλεισε τη δουλειά! Εγκέφαλοι ήταν δυο Λιβανέζοι οι οποίοι συμφώνησαν με τον καπετάνιο να του δώσουν 300.000 δολάρια. 150.000 με τη φόρτωση και άλλα τόσα όταν τα ναρκωτικά έφταναν στον προορισμό τους.

Συνοδοί του φορτίου θα ήταν δυο δικοί τους άνθρωποι. Δυο Τούρκοι. Όταν η δουλειά έκλεισε ο κάπτεν Νικ ειδοποίησε τις ελληνικές αρχές. Σύμφωνα με τον θρύλο, μάλιστα, ο Ξανθόπουλος ειδοποίησε τις Αρχές πως όλα ήταν έτοιμα λέγοντας πως θα έφερνε πολλούς τόνους «σοκολάτα» δώρο για τα Χριστούγεννα!

Προφανώς, για άγνωστους λόγους, η «δουλειά» καθυστέρησε για λίγες ημέρες και έφτασαν... Θεοφάνια.

Είχαν συμφωνήσει, μάλιστα, η «σύλληψη» να γινόταν σε... τυπικό έλεγχο 10 ναυτικά μίλια νότια της Πύλου αλλά τα πολλά μποφόρ τους άλλαξαν τα σχέδια. Τελικά, το βαπόρι από την Περσία (που δεν ήταν από την Περσία αλλά από τον Λίβανο) πιάστηκε στην Κορινθία και συγκεκριμένα έξω από τα Ίσθμια.

Παραλήπτες του φορτίου, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν Λιβανέζοι υπήκοοι στην Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ. Οι δυο Τούρκοι (τα «δυο μεμέτια τα καημένα») οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου, ενώ ο «Κάπτεν Νικ» και το πλήρωμα του, μετά τις αρχικές υποτιθέμενες συλλήψεις, δέχτηκαν τα συγχαρητήρια του αρχηγού του Υ.Ε.Ν, Αλέξανδρου Παπαδόγγονα.

Το Υπουργείο Οικονομικών όρισε ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία στα 7.800.000 δρχ. Ο «Κάπτεν Νικ» από αυτά πήρε 1.500.000 δρχ., τα υπόλοιπα τα μοιράστηκαν... διάφοροι αξιωματικοί.

Η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη

Ο σπουδαίος Βασίλης Τσιτσάνης έγραφε για όσα ζούσε. Η καθημερινότητα ήταν αυτή που του έδινε έμπνευση. Όπως είχε γίνει με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», ο αρχικός τίτλος της οποίας ήταν «Ματωμένη Κυριακή».

Η έμπνευση του δόθηκε όταν στην Κατοχή, οι Γερμανοί στρατιώτες έκαναν μπλόκο, στην περιοχή που βρισκόταν το κουτούκι που έπαιζε ο Τσιτσάνης, προκειμένου να συλλάβουν αντιστασιακούς.

Ο μεγάλος ρεμπέτης αναγκάστηκε να παίζει όλη νύχτα προκειμένου οι λιγοστοί θαμώνες και οι εργαζόμενοι, ουσιαστικά να βρουν καταφύγιο και να μη χρειαστεί να βγουν έξω. Το πρωί που έφυγε από το κουτούκι τα πάντα ήταν λευκά καθώς όλη τη νύχτα χιόνιζε. Στην άκρη του δρόμου, ωστόσο, το χιόνι είχε γίνει κατακόκκινο από το αίμα ενός νεαρού άνδρα που κείτονταν εκεί νεκρός. Σοκαρισμένος ο Τσιτσάνης γύρισε στο σπίτι του και έγραψε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, έγινε και με το «Βαπόρι». Ο σπουδαίος συνθέτης εμπνεύστηκε από ένα αληθινό γεγονός. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ο Τσιτσάνης έμαθε για την υπόθεση από μια φίλη του και η αντίδρασή του ήταν εξίσου... επική με το τραγούδι που θα έγραφε λίγο αργότερα.

«Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά... Έντεκα τόνοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες.

«Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει... Δε μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».

Μέσα στο Γενάρη το ηχογράφησε με τη Λιζέτα Νικολάου στα δεύτερα φωνητικά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1977 σε δίσκο 45 στροφών.

Το «Βαπόρι απ’ την Περσία» ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη, αν και δεν παιζόταν από τα δημόσια ραδιόφωνα εξαιτίας της... θεματολογίας του! Βέβαια, αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα του συγκεκριμένου τραγουδιού. Τον Ιανουάριο του 1984 λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη ένας ραδιοφωνικός σταθμός έπαιξε το «βαπόρι».

Το ζήτημα είναι πως εκείνη την εκπομπή την άκουγε και ο τότε αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας και ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», επειδή το τραγούδι είναι «κακής ποιότητος και προτρέπει σε χρήση ναρκωτικών»!

Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Μαλακάση, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση και στο πόρισμά του, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως βάζει την υπόθεση στο αρχείο γιατί ναι μεν το τραγούδι είναι από τα πιο «ατυχή του λαϊκού συνθέτη» αλλά «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών».

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο εισαγγελέας υποστήριξε πως το συγκεκριμένο τραγούδι «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».

reader.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.