Ναυάγιο στα Κύθηρα, ένας χρόνος μετά
Τους έσωσαν μέσα από τα κύματα. Τώρα, συγγενείς και επιζώντες από το ναυάγιο του Οκτωβρίου του 2022 επιστρέφουν στα Κύθηρα για να ευχαριστήσουν τους κατοίκους.
Πριν φτάσει στα Κύθηρα, ο Σαμίμ Μοχαμέντ είχε μόνο αρνητικά συναισθήματα.
Δεν ήταν σίγουρος εάν έκανε καλά που επέστρεφε στο νησί. Εκεί, ένα χρόνο πριν ο αδερφός του έχασε τη ζωή του, όταν το ιστιοπλοϊκό στο οποίο επέβαινε μαζί με περισσότερους από 100 άλλους αιτούντες άσυλο έγινε κομμάτια.
Όμως, βρήκε το κουράγιο και την περασμένη Κυριακή ο 35χρονος Αφγανός ξεκίνησε το πολύωρο ταξίδι από την Φινλανδία, όπου ζει.
Συνολικά 12 ανθρώπους, επιζώντες και συγγενείς αιτούντων άσυλο που εκείνο το βράδυ δεν τα κατάφεραν, υποδέχθηκε αυτή τη βδομάδα το νησί.
Επέστρεψαν θέλοντας να ευχαριστήσουν όσους εκείνο το βράδυ προσπαθούσαν για ώρες να τους απεγκλωβίσουν από τα βράχια που έδερναν με μανία τα κύματα, και τις επόμενες μέρες τους πρόσφεραν γεύματα, φάρμακα, και φροντίδα.
Έναν χρόνο μετά, αντικρύζουν με δάκρυα στα μάτια το σημείο της τραγωδίας.
Το ναυάγιο
Το ιστιοπλοϊκό είχε ξεκινήσει από την Σμύρνη στις 2 Οκτωβρίου 2022, με τελικό προορισμό τα ιταλικά παράλια.
Πρόκειται για μια διαδρομή ευρύτερα άγνωστη, τη Διαδρομή της Καλαβρίας. Τα τελευταία χρόνια, προτιμάται ολοένα περισσότερο από αιτούντες άσυλο που ξεκινούν από τα τουρκικά παράλια, υπό τον φόβο της επαναπροώθησής τους στην Τουρκία εάν αποβιβαστούν στα νησιά του Αιγαίου.
Αργά το βράδυ της 5ης Οκτωβρίου, το ιστιοπλοϊκό προσεγγίζει τα βράχια στα ανατολικά των Κυθήρων, στην περιοχή Διακόφτι. Οι ισχυροί άνεμοι που πνέουν, έως και 9 μποφόρ, κάνουν το αλιευτικό να προσκρούσει στα βράχια. Το σκάφος παίρνει νερό και, στη συνέχεια, καταστρέφεται από τα κύματα.
Οι επιβαίνοντες προσπαθούν να σωθούν. Τα φώτα από το καράβι της γραμμής, την ώρα που εκτελεί το προγραμματισμένο του δρομολόγιο για το λιμάνι της Κισσάμου, είναι τα μόνα που για λίγη ώρα φωτίζουν το σημείο του ναυαγίου.
Ταυτόχρονα, ακολουθώντας τις φωνές που ακούγονται μέσα απ’ τα βράχια, οι Αρχές και κάτοικοι σπεύδουν στο σημείο. Εκείνη τη στιγμή δεν είναι εύκολο να διακρίνουν εάν οι άνθρωποι είναι νεκροί ή ζωντανοί.
Αργότερα, θα περιγράψουν στο Solomon πως οι επιζώντες είχαν σχηματίσει με τα σώματά τους μια «ασπίδα» στα βράχια.
Τις επόμενες ημέρες, τον γύρο του κόσμου κάνει η εικόνα του γερανού που διέσωσε δεκάδες ανθρώπους από τον βράχο, στον οποίο βρίσκονταν εγκλωβισμένοι.
«Μόλις έφτασα στο σημείο και είδα την κατάσταση, το ύψος του βράχου και τις καιρικές συνθήκες, σκέφτηκα πως ο μόνος τρόπος να σωθούν αυτοί οι άνθρωποι είναι με μηχανικά μέσα», λέει ο 24χρονος Δημήτρης Πρωτοψάλτης, που είχε την ιδέα και χειρίστηκε το επαγγελματικό όχημα σε συνεννόηση με την Πυροσβεστική.
Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνο το βράδυ. Ο αριθμός των αγνοουμένων παραμένει άγνωστος. Διασώθηκαν συνολικά 80 άτομα εκ των οποίων 18 ανήλικοι, 7 γυναίκες και 55 άνδρες.
Οι κάτοικοι του νησιού λένε πως εάν το σκάφος είχε καταφέρει να φτάσει εκατό μέτρα πιο πέρα, κανείς από τους επιβαίνοντες δεν θα είχε ούτε γρατζουνιά. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται μια από τις πιο γαλήνιες παραλίες των Κυθήρων.
Αναζητώντας την αδερφή
Οι επιζώντες μεταφέρονται άμεσα σε δημοτικό σχολείο στο χωριό Καστρισιάνικα, που τα τελευταία χρόνια παραμένει κλειστό. Έχοντας την ίδια χρονιά συνδράμει επιζώντες και από άλλα ναυάγια, οι κάτοικοι αποκρίνονται ταχύτατα: στήνουν στο κτίριο αυτοσχέδιο μαγειρείο και φαρμακείο, αποθήκη τροφίμων και ειδών υγιεινής, και ορίζουν τις ανάλογες βάρδιες.
Την ίδια ώρα, στο νησί καταφθάνουν οι πρώτοι συγγενείς αγνοουμένων. Έχουν ταξιδέψει από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ζουν, προκειμένου να ενημερωθούν και να βρουν τους δικούς τους.
Αναζητούν ιδιωτικές βάρκες και ακολουθούν τα παράλια. Η ελπίδα τους: να βρουν κάποιον δικό τους, έστω και νεκρό.
Ο Αχμάντ Ζομπάιρ, 37 ετών, ταξίδεψε από την Ουγγαρία όπου ζει. Επί πέντε μέρες αναζητεί την αγνοούμενη αδερφή του Σόνια, 33 ετών, που ταξίδευε μαζί με τον σύζυγο της, Ζαχέντ. Εκείνος διασώθηκε.
Ο Ζομπάιρ κατάγεται από το Αφγανιστάν. Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν και ζούσε με την οικογένειά του στην Βουδαπέστη, πρόσφατα μετακόμισε στην Φρανκφούρτη. Χρειάστηκαν λίγες ώρες για να φτάσει στα Κύθηρα, όπου δίχως να χάσει χρόνο νοίκιασε ένα μικρό αλιευτικό σκάφος, παρά την αντίθεση των αρχών.
«Επειδή η ακτοφυλακή δεν μου επέτρεπε να πλεύσω, έπρεπε να το κάνω κρυφά», λέει στο Solomon.
Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης, την έκτη μέρα από το ναυάγιο, ο Ζομπάιρ εντοπίζει ένα άψυχο σώμα περίπου δέκα χιλιόμετρα μακριά από το σημείο, κοντά σε έναν μεγάλο βράχο. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται δεν επιτρέπει την ταυτοποίησή του.
Ειδοποιεί τις αρχές που τον απομακρύνουν από το σημείο, λέγοντας πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί — ο ίδιος ακολουθεί την πορεία της σορού.
Τα σιδεράκια της Σόνια είναι το μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε να δείξει εάν το κορμί που είχε εντοπίσει ανήκε στην αδερφή του. Ώρες αργότερα, η νεκροψία στο Γενικό Νοσοκομείο Λακωνίας – Νοσηλευτική Μονάδα Μολάων δείχνει πως η σορός ήταν της Σόνια.
Όταν ενημερώνεται από τη δημοσιογράφο του Solomon σχετικά, ο Ζομπάιρ απαντάει: «Ελπίζω να είναι η αδερφή μου. Χαίρομαι τόσο πολύ που το ακούω». Άλλοι συγγενείς, έως και σήμερα, δεν θα έχουν μια εξίσου καθαρή απάντηση.
Το «ευχαριστώ» στα Κύθηρα
Για να εκφράσουν το «ευχαριστώ», που κατά τις ημέρες της επιστροφής στο νησί βγαίνει διαρκώς από τα χείλη τους, επιζώντες και συγγενείς προσκάλεσαν τους κατοίκους των Κυθήρων σε ένα γεύμα την Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου 2023.
Στην τελετή μνήμης που έλαβε χώρα την ίδια ημέρα, η 60χρονη Χατίτζε Αχμαντί, επιζούσα του ναυαγίου, είπε ότι χρωστά τη ζωή της στους ανθρώπους που εκείνο το βράδυ έσπευσαν να βοηθήσουν: «Βρίσκομαι εδώ σήμερα χάρη σε εσάς».
Με καταγωγή από την Καμπούλ, η Χατίτζε ταξίδευε με τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της, Αμπντούλ Ρασέ Αχμαντί. «Ποιος θα μας σώσει εδώ; Εδώ δεν υπάρχει κανείς», ήταν τα τελευταία λόγια του μέσα στο σκάφος που βυθιζόταν.
Η Χατίτζε σήμερα ζει στο Αμβούργο μαζί με τα δύο της παιδιά και τις δυο αδερφές της. Ολόκληρη η οικογένεια ταξίδεψε στα Κύθηρα. Ένας από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνονται οι ευχαριστίες της είναι ο προϊστάμενος του Πυροσβεστικού Κλιμακίου Κυθήρων, πυραγός Σπύρος Φουντουλάκης.
Η επιχείρηση σε τέτοιου είδους συμβάντα δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα του Σώματος. Οπότε, λόγω «μη ύπαρξης των κατάλληλων διασωστικών μέσων, καταφύγαμε σε πατέντες», λέει ο ίδιος στο Solomon. «Από το να μην κάνεις τίποτα, καλύτερα να κάνεις κάτι που είναι επισφαλές».
Πυροσβέστες, λιμενικοί και κάτοικοι, αρχικά χρησιμοποίησαν ένα χοντρό σκοινί, το οποίο έριχναν στους εγκλωβισμένους φωνάζοντας να περάσουν το ένα τους πόδι από τη θηλιά και να καθίσουν πάνω του ώστε να τους τραβήξουν.
«Απο τα κύματα και τον πανικό, όμως, δεν καταλάβαιναν τι λέγαμε. Γατζώνονταν με λάθος τρόπο, με αποτέλεσμα τελικά περίπου οι μισοί να διασωθούν με το σκοινί και οι άλλοι μισοί με τον γερανό», λέει ο κ. Φουντουλάκης.
Εκείνο το βράδυ, όταν του έφεραν τον ατομικό του ορειβατικό εξοπλισμό, ο κ. Φουντουλάκης κατέβηκε από ύψος δέκα μέτρων για να βρίσκεται μαζί τους και να τους εμψυχώνει.
Με την επιστροφή των διασωθέντων και των συγγενών στο νησί, τα συναισθήματά του είναι ανάμεικτα.
«Από τη μία πέθαναν άνθρωποι που δεν μπορέσαμε να σώσουμε. Από την άλλη έχω χαρά που σώθηκαν 80 άνθρωποι. Σε τέτοια κοιλότητα, με τέτοιο κάθετο βράχο, και τέτοιες καιρικές συνθήκες», λέει.
Δεν υπάρχουν σχόλια