"ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ¨
"ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο.
Η όψη της, παλαιϊκή, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο• τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος.
Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες.
Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως.
Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση.
Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι.
Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου.
Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική.
Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας.
Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε.
Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.
Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο.
Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό.
Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση.
Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι.
Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν.
Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο..............
Το κείμενο ήταν μακρύ.
Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου.
Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή «θα καμφθεί διά όπλων».
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά.
Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη.
Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους.
Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του.
Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό.
Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής.
Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:
«Alors, c’ est la guerre». Ώστε, λοιπόν, πόλεμος.
Ταραγμένος ο Γκράτσι, προσπάθησε να μετριάσει την εντύπωση, να εξηγήσει.
Ισχυρίστηκε πως αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: Η ιταλική κυβέρνηση, απεναντίας, είχε την ελπίδα πως η ελληνική θ΄αποδεχόταν αυτά που της ζητούσε η διακοίνωση, θ΄αφηνε τα ιταλικά στρατεύματα να μπούν. Η κίνησή τους θα άρχιζε στις 6 το πρωΐ.
«Αυτό δεν μπορέι να γίνει» είπε ο Μεταξάς. «Και πώς φανταζόσαστε, ακόμα κι αν υποτεθεί πως θα είχα την πρόθεση να συγκατατεθώ, πράγμα που αποκλείεται, ότι θα προλάβαινα μέσα σε 3 ώρες να ξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργό των Στρατιωτικών, τον Αρχηγόν του Επιτελείου, να θέσω σε κίνηση όλες τις τηλεγραφικές υπηρεσίες του Στρατού, να δώσω στα τμήματα των συνόρων τις αναγκαίες οδηγίες?»
Το υποκριτικό και βάναυσο αδιέξοδο, που ήταν και ο αντικειμενικός σκοπός του τελεσιγράφου, υπογραμμιζόταν από τον έλληνα πρωθυπουργό για να γίνει κατάφωρη η κακοπιστία εκείνων που το συνέταξαν.
Ο Γκράτσι, εκτεθειμένος άσχημα, δοκίμασε να παρατηρήσει πως το πράγμα δεν του φαίνεται και τόσο αδύνατο. Ζήτησε να υποδείξει τρόπους, μέτρα.
«Και ποια είναι αυτά τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας?» ρώτησε ο Μεταξάς.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, εξοχώτατε. Δεν μ΄έχουν πληροφορήσει σχετικώς» απάντησε ο Γκράτσι.
«Ώστε βλέπετε πως πρόκειται για πόλεμο. Η ευθύνη θα βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Ήξερε καλλιστα πως το μόνο που επιθυμούσε η Ελλας ήτανε να παραμείνει ουδετέρα. Ήξερε όμως και πως ήμασταν αποφασιμένοι να υπερασπίσουμε απέναντι σ΄οποιονδήποτε το εθνικόν μας έδαφος», κατέληξε ο Μεταξάς.
Ο Γκράτσι σηκώθηκε.
«Διατηρώ την ελπίδα, πως θα λάβετε υπ΄οψη σας τη διαβεβαίωση της διακοινώσεως ότι η ιταλική κυβέρνησις δεν επιβουλέυεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Θα περιμένω την απάντησή σας ως τις έξη, στην πρεσβεία» αποφώνισε.
Ο Μεταξάς δεν αποκρίθηκε. Με αξιοπρέπεια, άφησε τον πρεσβευτή να καταλάβει πως η συνομιλία είχε τελειώσει. Μόνο στην πόρτα του κήπου, κάτω, στο κατώφλι που είχανε δρασκελίσει μπαίνοντας ένα τέταρτο της ώρας πρίν, είπε με βαριά φωνή:
«Vous etes les plus forts». Έχετε την δύναμη με το μέρος σας.
Τότε ο Γκράτσι ένιωσε ντροπιασμένος.
Η ανανδρία που του είχαν αναθέσει να εκφράσει, του ανέβηκε μονομιάς στο πρόσωπο.
Ο ηλικιωμένος αυτός άνθρωπος που στεκόταν εκεί μπροστά του, και το έθνος του, είχαν προτιμήσει, στην υπέρτατη τούτη στιγμή, την οδό της θυσίας παρά την ατίμωση.
Είναι τα λόγια ακριβώς του ίδιου του Γκράτσι, στ΄απομνημονεύματά του. Μ΄ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον Έλληνα πρωθυπουργό κι έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο.
Ήταν η ώρα 3 και τέταρτο.
Κανονικά σε δυόμιση ώρες περίπου έπρεπε ν΄ αρχίσει η εισβολή. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν είχε καιρό να χάνει.
Ανέβηκε γρήγορα στο σπίτι του, πήρε το τηλέφωνο, ξύπνησε το βασιλέα και τον κατατόπισε για ότι έχει συμβεί. Ύστερα ειδοποίησε τον Άγγλο πρέσβη. Ο λόρδος Πάλεραιτ απάντησε πως ανεβαίνει αμέσως στην Κηφισιά.
Στο μεταξύ, ο Μεταξάς, ειδοποίησε τηλεφωνικά τον Α/ΓΕΣ Αντγο Παπάγο, τον Α/ΓΕΝ αντχο Σακελλαρίου.
Συνεκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο στο υπουργείο εξωτερικών.
Στις 4 παρά τέταρτο, ειδοποίησε τους πρέσβεις στο Βελιγράδι και στην Άγκυρα. Στις 4 έφτασε ο άγγλος πρέσβης.
Αφού του εξήγησε ο Μεταξάς τι διελήφθηκε, του ζήτησε την ενίσχυση της χώρας του στον άνισο αγώνα που άρχιζε.
Ο Πάλεραιτ τον διαβεβαίωσε ότι η Αγγλία θα τηρήσει την εγγύηση που έδωσε η χώρα του το 1939.
Αμέσως ύστερα, ο Μεταξάς κατέβηκε στην Αθήνα. Στις 4.30 έφτασαν στο ΥΠΕΞ ο Γεώργιος Β΄ με τον διάδοχο Παύλο.
Μία ώρα αργότερα, άρχιζε η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Ο Μεταξάς, ανέδραμε στα της ελληνικής πολιτικής με την Ιταλία, εξιστόρησε την την νυχτερινή σκηνή με τον Γκράτσι και συμπέρανε:
«Αυτή είναι κύριοι συνάδελφοι, η όλη εξέλιξις της πολιτικής μας. Τώρα εφόσον πρόκειται να ζητήσω τας υπογραφάς σας εις το διάταγμα της επιστρατεύσεως, σας δηλώ απεριφράστως, ότι οιοσδήποτε εξ΄ ημών έχει τυχόν αντίρρησιν ή επιφύλαξιν, μπορεί να την διατυπώσει ελευθέρως, ή αν διαφωνεί, να υποβάλλει την παραίτησίν του».
Η συγκίνηση ήταν βαθειά. Πήρε ο Μεταξάς τα έτοιμα διατάγματα, έθεσε την πένα στο χαρτί:
«Θέτω προς υπογραφήν τα διατάγματα ταύτα και υπογράφω πρώτος», είπε.
Έκανε τον σταυρό του, υπέγραψε το διάταγμα της γενικής επιστρατεύσεως λέγοντας:
«Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα».
Τα διατάγματα ήταν πολλά: Της επιστρατεύσεως του Ναυτικού, της κηρύξεως της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κηρύξεως σ΄ εμπόλεμη κατάσταση της Αεροπορίας, της αναλήψεως της γενικής αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων από τον Βασιλέα, του διορισμού του στρατηγού Παπάγου ως αρχιστρατήγου του κατά ξηράν στρατού.
Οι υπουργοί υπέγραφαν στην σειρά και ξανάλεγαν το λόγο του πρωθυπουργού: «Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα».
Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου 1940.
ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά.
Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες.
Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο.
Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν.
Όμως σ‘ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία.
Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωϊνό αγέρι που κολπώνει το πανί.
Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα.
Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», ήτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα.
Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδας χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτές, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει.
Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής.
Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε.
Κι’ ο πιο ταπεινός, έχανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο.
Η εκλογή της Μοίρας ήταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.
Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν, έλεγαν με λίγα, χτυπητά, λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα.
Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει.
Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση.
Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο• μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά :
«Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της… »
Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου.
Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται ατά κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.
Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιες περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενο της όμως είναι σύνθετο.
Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική του αναξιοπρέπεια, ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα.
Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Αλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων.
Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χυτές κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας.
Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των Ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβαθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό.
Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.
Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει.
Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες.
Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα, στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές- χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό.
Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα.
Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός ήταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.
Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας.
Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς.
Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό.
Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα.
Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε.
Αυτά – εκεί, ήτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του Έθνους , το φρόνημα του, τίποτ’ άλλο.
Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.
Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία :
«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.
Ο ΛΙΤΟΣ ΗΓΕΤΗΣ
Στην Ήπειρο οι χειμώνες έρχονται νωρίς, ανυπόμονοι.
Είναι τραχειά η όψη τους, καθώς γύρω τα βουνά της γύρω περιοχής.
Το απόγευμα της Κυριακής 27 Οκτωβρίου ο καιρός είχε βαρύνει πολύ, μύριζε ο τόπος γη νοτισμένη.
Με το σούρουπο, ξέσπασε βροχή, βαρειά βροχή, και το γοργό σκοτάδι της νύχτας έφερε αστραπές, βροντές απανωτές, αστροπελέκια.
Τα βουνά μούγκριζαν, τα ρουμάνια κ’ οι λαγκαδιές αντιλαλούσαν.
Αλάλλαζε πέρα ως πέρα το κυματερό, φαρδύστερνο τοπίο της Ηπείρου.
Στα Γιάννινα, στη Μεραρχία, ο Διοικητής της υποστράτηγος Κατσιμήτρος συνεργαζόταν με τον Επιτελάρχη του αντισυνταγματάρχη Δρίβα και με το Διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου Πετρουτσόπουλο.
Δύο μέρες πριν, είχε έρθει μήνυμα από το συνταγματάρχη Δαβάκη, ψηλά από την Πίνδο.
Έλεγε πως εκεί, αντίκρυ στα φυλάκια, τα ιταλικά τμήματα έχουν πάρει κιόλας διάταξη επιθετική.
Ξάφνου ανοίγει η πόρτα του γραφείου και μπαίνει μέσα ένας άντρας ηλικιωμένος, μεγαλόσωμος, βαρύς κοκκινωπός.
Έφερνε μαζί του μυρωδιά νύχτας, υπαίθρου, θύελλας.
Στις επωμίδες του είχε τα διάσημα του συνταγματάρχη, τη φλογοφόρο ροιά και το χρώμα του όπλου του: Μαύρο – Πυροβολικό.
Με το έμπα του, φάνηκε σάμπως ο πόλεμος να είχε ζυγώσει ένα ακόμα βήμα.
Ήταν ο αρχηγός του Πυροβολικού της Μεραρχίας συνταγματάρχης Μαυρογιάννης.
Ερχόταν από τα σύνορα απ’ τα προχωρημένα φυλάκια.
Απόψε, όσα είπε στο γραφείο του Μεράρχου έδειχναν πως η νύχτα τούτη πρέπει να είναι η οριστική.
Ο μέραρχος με τους επιτελείς του έβγαλε γρήγορα το συμπέρασμα.
Το ανακοίνωσε ο ίδιος από το τηλέφωνο στο Γενικό Επιτελείο στον αντισυνταγματάρχη Κορόζη, το αυτί και το μάτι του Παπάγου:
«Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν.
Η Μεραρχία θα επιτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ.»
«Θα το αναφέρω στρατηγέ μου», απάντησε η φωνή από το τηλέφωνο.
«Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι.
Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατάρχου Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί -όπως και δεν επέρασαν-, αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι…».
Στην άλλη άκρη του σύρματος, η φωνή του συνταγματάρχη, κόμπιασε από την συγκίνηση: «Εύχομαι καλήν επιτυχία στρατηγέ μου».
Όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, ο Μέραρχος της Ογδόης είχε συμπληρώσει τις διαταγές του:
Τα τμήματα προκαλύψεως να παρακολουθούν άγρυπνα. Τα τμήματα της μεθορίου να πορσέξουν πολύ μήπως μας γίνει από τους Ιταλούς καμμιά υφαρπαγή προκεχωρημένων και απομονωμένων φυλακίων.
Η τελευταία πληροφορία που πήρε, ήταν από το Χάνι Δελβινάκι.
Η φωνή στο τηλέφωνο έλεγε πως στην μεγάλη αρτηρία από Αργυρόκαστρο σε Κακκαβιά ακούγεται αδιάκοπο βροντοκύλισμα.
Άρματα μάχης, βέβαια, και βαρύ πυροβολικό, που ανεβαίνουν στην γραμμή. Ξεχωρίζει καθαρά ο μεταλλικός πάταγος από τις ερπύστριες.
Η φωνή του τηλεφώνου μπερδευόταν με μπουμπουνητά ασταμάτητα, κρουνέλιασμα της βροχής.
Ο Μέραρχος κρέμασε το ακουστικό ατάραχος.
Πρόσταξε να πάνε στα σπίτια τους όσοι αξιωματικοί της Μεραρχίας δεν ήταν επιφυλακή, ύστερα ανέβηκε κι αυτός στο απάνω πάτωμα, που ήταν η κατοικία του.
Από εκεί πήρε το τηλέφωνο μιάν ακόμη φορά, ρώτησε τους διοικητές των τμημάτων προκαλύψεως τι γίνεται, έμαθε πως επικρατεί ησυχία σ΄ όλο το μέτωπο της Μεραρχίας.
Έβαλε δίπλα του την τηλεφωνική συσκευή και κουρασμένος καθώς ήταν έπεσε να κοιμηθεί.
Κοιμήθηκε βαθιά, τον ύπνο του αγωνιστή και του δίκαιου.
Θα ήταν η ώρα 4 παρά τέταρτο, πριν από τα χαράματα, όταν το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει.
Ο Κατσιμήτρος δεν το άκουσε.
Κοιμόταν με σιδερένια αταραξία. Το τηλέφωνο επέμενε, σαν βιαστικό και σαν αλαφιασμένο.
Τότε πετάχτηκε από τον ύπνο του το κοριτσάκι του Μέραρχου, κατέβηκε από το κρεβάτι του, έτρεξε, πήρε το ακουστικό.
Ήταν από την Αθήνα, από το Γενικό Επιτελείο, μια φωνή ανυπόμονη:
«Ξυπνήστε αμέσως τον στρατηγό!»
Ο Μέραρχος ξύπνησε.
Στο τηλέφωνο του είπαν ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας είχε επιδώσει πριν από λίγο τελεσίγραφο, ο Πρόεδρος της κυβέρνησης το απέρριψε και στις 6 η ώρα θα αρχίσει επίθεση των Ιταλών.
«Η Μεραρχία θα κάμει το καθήκον της, όπως το επιβάλλει η εθνική τιμή και με τον τρόπο που αυτή ξέρει», απάντησε με σταθερή φωνή ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.
Η φωνή από την Αθήνα, του απάντησε κομπιασμένη:
«Στρατηγέ μου, καλή επιτυχία».
Στην Μέρτζανη, στο Χάνι Μπουραζάνι, από τους Δρυμάδες προς το Δελβινάκι κι από κεί στην Κακκαβιά, από την Κονίσπολη προς τους Φιλιάτες, οι φάλαγγες είχαν αρχίσει να διακρίνονται στο θαμπό ξημέρωμα.
Κάπου εκεί, στις 5 και μισή, πριν καν εκπνεύσει το τελεσίγραφο, άρχιζε το κανονίδι……………
Δεν υπάρχουν σχόλια