Θοδωρής Κουέλης / Ενας αυθεντικός οργανοπαίκτης με καταγωγή τα Κύθηρα
Αποδίδει σε πολλά παράλληλα δημιουργικά επίπεδα. Παίζει κιθάρα, τρίχορδο μπουζούκι, μπαγλαμά, ούτι, τσέλο, ηλεκτρικό μπάσο και βασικά κοντραμπάσο
Χαρά μεγάλη προκαλεί στον Θοδωρή η μνήμη ταξιδιών χωρίς στόχο, με μεγάλες παρέες στη νησιωτική Ελλάδα. Όταν φεύγει το αεροπλάνο, φεύγουν από μέσα του άγχη, σκέψεις, φαρμάκια της καθημερινής ζωής.
Πρόσφατα, με τον 15χρονο γιο του επισκέφτηκε την «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Του αφηγήθηκε την ιστορία με τη σπηλιά. Με το δοξάρι στο χέρι και με την καλλιτεχνική γέφυρα του Νίκου Καζαντζάκη, θέλησε ν’ ανοίξει για τον γιο του μια αμυχή στο πνευματικό πέπλο που μας περιβάλλει.
Χορδές της ψυχής
Συνέπεια της μίξης των μουσικών ειδών με τα οποία ασχολείται είναι η σχεδίαση του bass East, ενός πρωτότυπου οργάνου που συνδυάζει τον ήχο ενός μπάσου, την ευαισθησία ενός τσέλου, τον ήχο ενός πολύχορδου κεμανέ. Μιας μεγάλης λύρας μ’ επιρροές από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Η ιδέα ανήκει στον Θοδωρή, αλλά η υλοποίηση χρειαζόταν ακόμα έναν «τρελό» οραματιστή αφοσιωμένο στην παραδοσιακή οργανοποιία: τον Δημήτρη Μακρή.
Οι παππούδες του ήταν πραγματικοί ρεμπέτες, γλεντζέδες, άνθρωποι σκληροί και συνάμα, με τον δικό τους τρόπο, τρυφεροί. Ο ένας, καλός φίλος του Γιάννη Παπαϊωάννου, σκορπούσε μαζί του σε κεράσματα όλα σχεδόν τα χρήματά του. Στο σπίτι άκουγε μια ξεχασμένη κασέτα του Τσιτσάνη και άλλων μεγάλων του αγνού λαϊκού τραγουδιού. Ο Θοδωρής θυμάται τις υπέροχες φωνές τους και την περίεργη αργκό των τραγουδιών. Χρόνια μετά, όταν επιμελήθηκε τους δύο τελευταίους δίσκους του αείμνηστου Στέλιου Βαμβακάρη, κατάλαβε. Η εκφορά του λόγου, οι χροιές τους, δεν απείχε από αυτές του Στελλάκη του Περπινιάδη, του Στράτου Παγιουμτζή και των άλλων Πειραιωτών μουσικών του ρεμπέτικου. «Αυτού του τύπου η κληρονομιά είναι ανυπολόγιστης αξίας και ισχυρό φίλτρο αισθητικής για όλο τον λαό» επισημαίνει.
Στο παλιό Πέραμα
Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπως σχεδόν η μισή Ελλάδα. Πάντα, όμως, μνημονεύει την καταγωγή της οικογένειάς του καθαρά για λόγους ιστορικούς, αλλά και συναισθηματικούς. Από του πατέρα του τη μεριά κατάγεται από τα Κύθηρα και την Κρήτη. Απ’ τη μεριά της μητέρας του είναι 100% Πόντιος. Έμεναν στο Πέραμα - και ακόμα του αρέσει να μένει στις γειτονιές του Πειραιά.
Ο Θοδωρής μεγάλωσε στις αλάνες. Πήγαινε στο σπίτι μόνο για ύπνο και φαγητό. Υπήρχαν ελάχιστα αμάξια τότε, κάθε γειτονιά ήταν ένα γήπεδο. Έπαιζε ποδόσφαιρο από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Καρμανιόλες οι αλάνες, πέτρα και χώμα. Έπεφτες κι είχες πληγές για πολλούς μήνες.
Η αίσθηση που υπήρχε εκείνη την εποχή σ’ όλη τη Β΄ Πειραιά ταίριαζε με τον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη στη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη: «Εμείς θα ζήσουμε και ας είμαστε φτωχοί». Κόσμος υπερήφανος, προκομμένος, παρά τις άπειρες ταλαιπωρίες. Οι γιαγιάδες καθάριζαν τα πεζοδρόμια, τα έβαφαν, τα φρόντιζαν, φύτευαν δεντράκια και είχαν κήπους με λουλούδια και λαχανικά. Μετά έφτασαν η εποχή του φραπέ, η «αμερικανίλα», η φιγούρα, η ψευτομαγκιά…
Μια «ροκ» απόδραση
Ξεκίνησε με τη μουσική ερασιτεχνικά από τα 13 του χρόνια. Εκείνη την εποχή κάθε γειτονιά στο Πέραμα είχε κι ένα γκρουπάκι - η καλύτερη απόδραση και εκτόνωση για έναν έφηβο. Η ενασχόλησή του με τη μουσική τον έσωσε από δυσάρεστα πράγματα. Οριοθέτησε στόχους, έως τότε άπιαστους, ονειρεύτηκε, συμπορεύτηκε απ’ την αρχή με παρέες, ιδέες, κινήματα, φιλοσοφίες αλλά και γκρουπ, πολλά γκρουπ. Η πιο καλή «κοινωνικοποίηση» για έναν νέο άνθρωπο!
Ο ξάδελφός του, ο Δημήτρης, που ήθελε να φαίνεται μάλλον περισσότερο τότε έπαιζε κιθάρα. Του λέει: «Θα παίζεις μπάσο εσύ». Ο Θοδωρής δεν ήξερε καν τι είναι το μπάσο, ούτε ξεχώριζε το ηχόχρωμά του στα πανκ-ροκ ακούσματα της εποχής. Το μπάσο έπαιζε τότε έναν ρόλο «χαμάλη». Σήμερα, ο μπασίστας -η επίδραση και η σημασία που έχει στον ήχο όλων των στιλ της μουσικής- έχει αναγνωριστεί ως υπεραπαραίτητος.
Ο Κουέλης διαπίστωσε, μετά από πολλά χρόνια, ότι το μπάσο δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα του. Τον προκάλεσε, όμως, σχεδόν ασυνείδητα, να βρει άλλους τρόπους παιξίματος στο όργανο, «μεταφέροντας» τεχνικές από άλλα - όπως το μπουζούκι, η κιθάρα, το ούτι, η λύρα. Πήγαινε συχνά σε συναυλίες. Σε μία είδε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και αμέσως φαντάστηκε πως μια μέρα θ’ «ανήκει εκεί». Χρόνια μετά ο Θοδωρής έγραψε στίχους και μουσική σε δύο τραγούδια του Βασίλη και συνεργάστηκε με όλους όσους παλιότερα θαύμαζε ως απλός ακροατής. Γιατί «τα όνειρα, τα οράματα έχουν ενέργεια και πραγματώνονται, όταν κάποιος τα τροφοδοτεί με συνέπεια και κόπο».
Η δικαίωση των ήχων της Ανατολής
Όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται μέσα του μια φυσική, μη επιτηδευμένη στροφή στις ρίζες. Είναι ο λόγος που στα κομμάτια που γράφει συνυπάρχουν το παλιό λαϊκό, το ρεμπέτικο και οι παραδοσιακές μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό συνέβαλε η ήδη εντεκάχρονη συνύπαρξή του με το εξαμελές σύνολο ανατολικής -και όχι μόνο- μουσικής Polis Ensemble. Το πρόσφατο άλμπουμ τους «Ήχος ελληνικός» («Hellenic sound») δικαιώνει τα όνειρα των συναδέλφων του στο σχήμα και πιστοποιεί την αξία ελληνόφωνων συνθετών από τον 13ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας. Μάντζαρος, Μπερεκέτης, Πελοποννήσιος, Σκαρβέλης, Θεοδωράκης, Μαμαγκάκης, Κωνσταντινίδης και Σκαλκώτας ανάμεσά τους. «Η βυζαντινή μουσική, η εξελικτική της πορεία σε επίσημη μουσική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι η δική μας μπαρόκ εποχή» λέει ο Θοδωρής.
«Παντού και πάντα, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, γράφονται και θα γράφονται αριστουργήματα! Η μουσική, το τραγούδι ως μορφή τέχνης, δεν έχει νόημα αν δεν κοινωνικοποιηθεί, αν δεν παντρευτεί και με τις υπόλοιπες τέχνες, όπως η ποίηση, το θέατρο ή ο χορός, και συνδυαστεί μ’ αυτές. Αποκτά βάρος και διαχρονικότητα όταν περιέχει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση κάθε εποχής. Τρανταχτό παράδειγμα, το έργο του Μίκη Θεοδωράκη».
Το σήμερα, το αύριο
Εδώ και κάμποσα χρόνια δουλεύει εντατικά στον τομέα της παραγωγής, της μίξης και της ηχογράφησης στο στούντιο του κουμπάρου του, του Νίκου Ασημάκη. Άλλη μια απαιτητική κι αναγκαία, έτσι όπως τα έφεραν οι καιροί, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση, που τον βοήθησε να κατανοήσει ακόμα πιο πολύ τι σημαίνουν ηχογράφηση, ενορχήστρωση και φροντίδα στον τομέα του τραγουδιού, της μουσικής. «Ο κύκλος της γνώσης μεγαλώνει ολοένα κι εγώ νιώθω μια εξέλιξη μέσα από αυτό. Ως μουσικός δεν έπαψα να παίζω όπου με καλούν, όμως στην εποχή του εγκλεισμού όλα είχαν μεταφερθεί στο στούντιο».
Από το 2016 ο Θοδωρής Κουέλης έχει την τιμή να είναι μέλος, ως μπασίστας και κοντραμπασίστας, στη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Πολλά τα ταξίδια, οι συναυλίες, η τριβή με το έργο-διαμάντι του αλησμόνητου Έλληνα τιτάνα της μουσικής που χάσαμε πρόσφατα. Η επόμενη προσωπική εργασία του είναι ένα μουσικοθεατρικό έργο με τίτλο «Τα ασπρόμαυρα τραγούδια», σε εννέα κείμενα και στίχους του Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη. Ολόφρεσκα τραγούδια σε ιστορίες καθημερινές, με στόχο να μπορεί ο κόσμος να σιγοτραγουδήσει, να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες τους.
Ταινία μεγάλου μήκους και αξίας
Στο Τεχνικό Λύκειο Περάματος ο Θοδωρής Κουέλης έζησε τα πιο όμορφα, τα πιο σημαντικά γεγονότα της εφηβικής ζωής του. Το σχολείο, μια πολυκατοικία τελείως ακατάλληλη για Λύκειο. Γυμναστική στην ταράτσα, με κάγκελα ψηλά, να μην φεύγουνε οι μπάλες και σκοτωθεί κανείς. Εκεί, υπό αυτές τις συνθήκες, έγιναν απίστευτα πράγματα: δανειστική βιβλιοθήκη, όπου η διακίνηση των βιβλίων έφτανε πάνω από 2.000 τον χρόνο, θεατρικό εργαστήρι, βραδιές με ποίηση και συζητήσεις. Μια ατμόσφαιρα άκρως καλλιτεχνική και ιδιαίτερα δημιουργική.
Ο τότε υποδιευθυντής του ΤΕ.Λ. και μετέπειτα διευθυντής του ΓΕ.Λ. Περάματος, ο Βαγγέλης Μαρίνης, ένας γίγαντας της εκπαίδευσης και της βαθιάς γνώσης, επηρέασε γενιές ανθρώπων στη Β΄ Πειραιά και όπου αλλού εργάστηκε. Μέντορας πολλών μαθητών και απόλυτο παράδειγμα προς μίμηση, ζει και δημιουργεί ώστε να βλέπει τις νέες γενιές να ανθίζουν και να προκόβουν. Ήταν τιμή του Θοδωρή που -εκτός από μαθητής- έγινε συνεργάτης του.
Το «Σωσίβιο» είναι μια κοινωνική ταινία, στην οποία συναντιούνται οι άστεγοι με τους μετανάστες, στη σύγχρονη σκληρή πραγματικότητα της χώρας μας, αναζητώντας σωσίβια που θα τους κρατήσουν στη ζωή, φτάνοντας στα άκρα για να επιβιώσουν. Ο Θ. Κουέλης είναι ο μουσικοσυνθέτης του «Σωσίβιου». Κάπου διαβάσαμε να λέει: «Όλη η τότε σχολική παρέα δημιούργησε την ταινία χωρίς ούτε 1 ευρώ προϋπολογισμό. Με τον εγκλεισμό και τον φόβο του θανάτου που καλλιεργούν χωρίς ντροπή τα Μέσα, ώστε οι σχέσεις των ανθρώπων να γίνουν θεωρητικές, με συνέπεια όλα να μετρώνται με το χρήμα, αυτή η ταινία είναι μια ισχυρή απάντηση. Πρέπει η κοινωνία από τη βάση της, τον λαό, να ξαναβρεί τις χαμένες και αυτονόητες αξίες».
Στη συνάντηση του Θ. Κουέλη με το «περιβάλλον» του ευρωπαϊκού κινηματογράφου συνέτεινε ο γραφίστας Στάθης Καμπουράκης. Αποτέλεσμα είναι η έκδοση ενός βιβλίου-CD που σε βάζει να ακούς και να διαβάζεις καρέ-καρέ τη ροή της ταινίας. Στη μίξη και στο mastering συνέβαλε ο ηχολήπτης Γιώργος Αλειφέρης (εκδόσεις music art lab).
Καθένας την τέχνη του
Συντελεστές της ταινίας είναι άνθρωποι που εργάζονται και δημιουργούν στις πόλεις Κερατσινίου-Δραπετσώνας και Περάματος, όπου έγιναν τα γυρίσματα μιας ανεξάρτητης παραγωγής, με τη συμμετοχή ανθρώπων του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μουσικής. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιάννης Παναγιωταράκος, τη διεύθυνση φωτογραφίας ο Αλέξανδρος Ιωαννίδης, η μουσική είναι του Θοδωρή, τα σκηνικά του Γιώργου Ζαμπέλη, τα κοστούμια της Άννας Ροβάτσου, ο ήχος του Κώστα Γιουρτζόγλου, το sound design του Βαγγέλη Φάμπα. Διεύθυνση και οργάνωση παραγωγής: Βαγγέλης Μαρίνης. Παραγωγή: Massive Productions.
Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου
Δεν υπάρχουν σχόλια