Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ ἐν Μαλεῷ
Ψυχὴν ὁ Γεώργιος ἀσμένως δίδως,
Ψυχῶν γεωργῷ καὶ φυτουργῷ σαρκίων.
Τῇ δὲ τετάρτῃ ἀπῆρε Γεώργιος εἰς πόλον εὐρύν.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἀγάπησε ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁλόψυχα τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γονεῖς του ἐπιθυμοῦσαν νὰ νυμφευθεῖ. Ἔτσι ἐπιδόθηκε σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια, νηστεία καὶ σκληραγωγία, προσευχή, δάκρυα, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό.
Οἱ Χριστιανοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά φωτισθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς πίστεως. Βλέποντας, ὅμως, ὁ Ὅσιος ὅτι ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων καὶ δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, κατέφυγε στὸ ὄρος Μαλεβό, στὴ νότια Λακωνία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία γενόμενος σκεῦος ἐκλογῆς καὶ φωτίζοντας ὅλους στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μάλιστα ἔδινε στὸν καθένα χωριστὰ τοὺς ὅρους καὶ τοὺς κανόνες τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ ἐκδουλεύει. Ὁ Ὅσιος Γεώργιος πρόκοψε τόσο πολὺ στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγραψε πολλὲς ἐπιστολὲς ἀπαντώντας σὲ πνευματικὰ θέματα καὶ νουθετώντας αὐτοὺς νὰ κυβερνοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ δικαιοσύνη, ἀγαθότητα καὶ ἐλεημοσύνη.
Προεῖπε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὸ κατὰ Θεὸν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τρία χρόνια πρὶν αὐτὸ συμβεῖ. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ θεοφιλῶς καὶ καλῶς πολιτεύθηκε, ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς ἀσθένησε γιὰ λίγο. Τότε κάλεσε κοντά του ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀσκήτευαν στὸ ὄρος Μαλεβό, τοὺς εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τοὺς δίδαξε πῶς θὰ σωθοῦν καὶ θὰ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, Γεώργιε Ὅσιε· σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας, τρέφεις τῇ δωρεᾷ σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμην σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γεωργὸς πανάριστος, τῆς ἐγκρατείας ἐγένου, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, ἀσκητικῶς ἐπαυξήσας· ὅθεν σοι, ἡ ἐπουράνιος κληρουχία, δίδοται, ἀνθ’ ὧν διήνυσας Πάτερ πόνων· ὁ Χριστὸς γάρ σε δοξάζει, ὃν ἵλεών μοι δίδου Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Σπόρον γεωργήσας τὸν μυστικόν, στάχυν ἀφθαρσίας, συγκομίζεις ἐν οὐρανῷ· δι’ οὗ κἀμὲ θρέψον, Γεώργιε θεόφρον, τὸν ἐν παθῶν πενίᾳ, ἀεὶ λιμώτοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια