Ο Περικλής και τα λαγωνικά
Ο Περικλής και τα λαγωνικά
Στο βιβλίο που εξέδωσε το 1960 η ΕΔΑ για την «Υπόθεση Γλέζου» επισημαίνεται καχύποπτα ότι στο βιογραφικό του παλαίμαχου αντιστασιακού που διένειμε η Ασφάλεια κατά τη δίωξή του το 1958 για «κατασκοπεία» δεν υπήρχε η παραμικρή μνεία της πρόσφατης επίσημης επίσκεψής του στην Τσεχοσλοβακία, για το μνημόσυνο «του μαρτυρικού χωριού Λίντιτσε, που έγινε ολοκαύτωμα στον αγώνα εναντίον των Ναζί» (σ. 50).
Χάρη στο αναλυτικό «Δελτίο Δράσης» του Γλέζου που δημοσίευσε πρόσφατα η «Εφ.Συν.» από τον φάκελό του στην Ασφάλεια (4/4), γνωρίζουμε πια πως αυτή η παράλειψη δεν οφειλόταν σε πρόθεση να υποβαθμιστεί η διεθνής αναγνώριση ενός καταξιωμένου αγωνιστή, αλλά σε γραφειοκρατική αδράνεια: τα λαγωνικά που συμπλήρωναν τον φάκελο ξέχασαν να καταχωρίσουν ακόμη κι εκεί το επίμαχο ταξίδι. Η ίδια υπηρεσιακή καταγραφή περιείχε, άλλωστε, ένα ακόμη –τουλάχιστον– εύκολα διαγνώσιμο πραγματολογικό λάθος: ο Γλέζος φέρεται να ανέλαβε τη διεύθυνση της «Αυγής» στις 9/1/1957, ενώ στην προμετωπίδα της αναγραφόταν ως διευθυντής ήδη από το προηγούμενο δεκαπενθήμερο (23/12/1956). Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε πως η συγκεκριμένη μεταβολή, παραμονές Χριστουγέννων, έγινε αντιληπτή από την υπηρεσία –και «φακελώθηκε»– μόνο μετά τις γιορτές.
Μικρό το κακό, θα πει κανείς. Αποκαλυπτικό, όμως, του βαθμού αξιοπιστίας των αστυνομικών φακέλων, ακόμη και σε τόσο αυτονόητες, «ουδέτερες» λεπτομέρειες. Σαφής προειδοποίηση, επίσης, για την επιφύλαξη με την οποία πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται το όποιο περιεχόμενό τους. Σε αντίθεση με τη μυθολογία που θέλει τον σκληρό πυρήνα του βαθέος κράτους όχι μόνο πανεπόπτη αλλά και παντογνώστη, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με κοινούς γραφειοκράτες που συναρμολογούν όσες ψηφίδες από τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών τούς προμηθεύσουν συνάδελφοι του ίδιου φυράματος, καλοθελητές και λοιποί χαφιέδες. Ας μην το ξεχνάμε, όταν ξεφυλλίζουμε παρόμοια ντοκουμέντα.
Την αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις έδωσε ο θάνατος του δικού μας Περικλή Κοροβέση, που μας άφησε –κι αυτός– εν μέσω καραντίνας. Ο δικός του φάκελος στην Ασφάλεια δεν κρίθηκε, βέβαια, άξιος διατήρησης «για ιστορικούς λόγους» (όπως έγινε για 2.110 όλους κι όλους «επώνυμους»)· κάηκε, μαζί μ’ εκατομμύρια άλλους, στον κλίβανο της «Χαλυβουργικής» κατά το έγκλημα που διέπραξαν στις 29 Αυγούστου 1989 σε βάρος της ελληνικής Ιστορίας οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Λεωνίδας Κύρκος, Χαρίλαος Φλωράκης, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Φώτης Κουβέλης.
Χάρη στα απωθημένα που έτρεφαν για τον συγγραφέα των «Ανθρωποφυλάκων» οι διωκτικοί μηχανισμοί της χούντας και της Μεταπολίτευσης, διαθέτουμε όμως δυο-τρία παρεμφερή τεκμήρια που αφορούν (και) το πρόσωπό του. Πιστοποιώντας όχι μόνο τη συνέχεια του «βαθέος κράτους» μεταξύ των δυο αυτών περιόδων (και το διανοητικό επίπεδο των οργάνων που την ενσάρκωσαν), αλλά και την επικίνδυνη διαπλοκή των εν λόγω μηχανισμών με τα ΜΜΕ.
Στο στόχαστρο της Νικολούλη
Η στοχοποίηση του Κοροβέση μετά τον φόνο του Παύλου Μπακογιάννη είναι αρκετά γνωστή. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 το «Εθνος» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ιδού ο δολοφόνος», φωτογραφίζοντάς τον σαν εκτελεστή «συμβολαίου» με τη 17Ν και παλιό μέλος της που «πήρε μέρος στις δολοφονίες» Γουέλτς και Μάλλιου. «Η αποκάλυψη αυτή, που με όλη τη σοβαρότητα και τη συναίσθηση των ευθυνών φέρνει σήμερα στο φως το “Εθνος”», διαβάζουμε, «προέρχεται από υπηρεσίες του εξωτερικού και είναι διασταυρωμένη από ελληνική κρατική Υπηρεσία. Ο βασικός αυτός ύποπτος φέρεται στα αρχεία των υπηρεσιών σαν ηθοποιός–συγγραφέας με έντονη αντιστασιακή δράση. (Γνωρίζουμε τα στοιχεία του αλλά για λόγους ευνόητους δεν τα αναφέρουμε)».
Τη φωτογράφηση ολοκλήρωναν οι πληροφορίες πως ο «διανοούμενος δολοφόνος» είχε ζήσει καιρό στο Παρίσι και «τα τελευταία χρόνια κατέληξε στη Σουηδία», όπου διεξήγαγε έρευνα για τους εκεί μετανάστες. Διαφορετικής τάξης ήταν οι ισχυρισμοί του άρθρου περί «συχνών επαφών» και «κοινού αγώνα» του με τον... Τσουτσουβή (καταγεγραμμένων, μάλιστα, σε υπηρεσιακές «μαγνητοταινίες») ή ότι «προέρχεται από τον ΕΛΑ με τον οποίο διαφώνησε και αποχώρησε». Μεταπολιτευτικά, ο Περικλής είχε πάντως περάσει από μια άσχετη, νόμιμη αριστερή οργάνωση ονόματι ΕΛΕΚ...
Το επίμαχο ρεπορτάζ υπέγραφε η Αγγελική Νικολούλη, σχετικά άγνωστη ακόμη αστυνομική συντάκτρια και κουμπάρα του «εθνάρχη» Κωνσταντίνου Καραμανλή, που την είχε παντρέψει με τον επικεφαλής της προσωπικής του ασφάλειας («Ελεύθερος Τύπος», 10/6/1986). Εξ ου και το άκρως νεοδημοκρατικό ύφος του άρθρου: ο Κοροβέσης «φέρεται» να χρηματοδοτούνταν από το ΠΑΣΟΚ, μετά την εκλογική νίκη του οποίου έπαψε η (συστηματική μέχρι τότε) παρακολούθησή του. Ομως «τον είχαν εντοπίσει και οι Αμερικανοί», που «έχουν γι’ αυτόν άφθονο υλικό». Την επανενεργοποίησή του στη 17Ν «τεκμηρίωναν», τέλος, «πληροφορίες» περί ενημέρωσης της ΕΛ.ΑΣ. από την Ιντερπόλ ότι «μετακινείται προς την Αθήνα για μεγάλο πολιτικό συμβόλαιο», που η ΠΑΣΟΚική «σφηκοφωλιά στην Κρατική Ασφάλεια» απέφυγε ν’ αξιοποιήσει.
Το «ρεπορτάζ» είχε προαναγγελθεί από την επομένη του φόνου, με πρωτοσέλιδο επίσης τίτλο: «Ποιοι είναι οι δολοφόνοι. Συγκλονιστικές αποκαλύψεις σε λίγες μέρες» (27/9). Η μαχητικότητα όμως και το θάρρος του Περικλή, που αντί να παριστάνει τον ανήξερο κατέθεσε αυθημερόν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση, έριξαν στα βράχια τη σκευωρία. Αντιμέτωπο με ευρύτατη κατακραυγή, το «Εθνος» επιχείρησε μια άτσαλη κωλοτούμπα που αξίζει να διδάσκεται (ως αρνητικό παράδειγμα) στις δημοσιογραφικές σχολές.
Την επομένη της «αποκάλυψης», ανυπόγραφο κείμενο υποστήριξε πως «οι πληροφοριοδότες της εφημερίδας τής είχαν δώσει διαφορετικό όνομα υπόπτου απ’ αυτό του κ. Κοροβέση. Ισως και για λόγους παραπλάνησης» (!). Ακριβώς από κάτω, η Νικολούλη διαβεβαίωνε πάλι, σε τρίτο πρόσωπο και διαψεύδοντας όσα η ίδια έγραφε την προηγουμένη, πως «η σύνταξη του δημοσιεύματος αγνοούσε το όνομα του αναφερομένου στο σήμα». Το δικαστήριο που εκδίκασε τη μήνυση ουδόλως πείστηκε, φυσικά, απ’ αυτές τις άκομψες πιρουέτες.
«Επιβαρυντικά στοιχεία»
Ο Περικλής γνώριζε βέβαια πολύ καλά ότι το ανθρωποφάγο δημοσίευμα τον αφορούσε. Είχε άλλωστε προ πολλού στοχοποιηθεί ονομαστικά, μαζί με άλλους δεκατρείς αριστερούς πολίτες, σαν «βασικός ύποπτος» για συμμετοχή στη 17Ν.
Ηταν 9 Δεκεμβρίου 1984, λίγες μέρες μετά την επεισοδιακή αντιφασιστική διαδήλωση στο «Κάραβελ» κατά του Λεπέν (4/12) και τις 170 συλλήψεις της επομένης, όταν η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (με διευθυντή, τότε, τον Κώστα Σκούρα κι αρχισυντάκτη τον Σπύρο Καρατζαφέρη) ανήγγειλε στην πρώτη σελίδα της μια εντυπωσιακή αποκάλυψη: «Πώς βλέπει τώρα η Ασφάλεια τη “17 Νοέμβρη”».
Το δισέλιδο ρεπορτάζ υπέγραφε ο Γιώργος Φιλιππάκης και τιτλοφορούνταν παραπλανητικά «Και στην ακροδεξιά τώρα οι έρευνες»· τίτλος που προέκυπτε από ανώνυμες εκμυστηρεύσεις «αξιωματικών των ελληνικών αρχών ασφαλείας», πως η 17Ν «είναι στελεχωμένη από ακροδεξιά στοιχεία –πιθανώς απότακτους ή εν ενεργεία αξιωματικούς– και δρα σαν παρακλάδι διεθνών ακροδεξιών τρομοκρατικών οργανώσεων».
Η ουσία δεν βρισκόταν όμως σ’ αυτήν την καφενειακή ανάλυση, αλλά σε «δυο φοβερά ντοκουμέντα» ακατανόμαστων υπηρεσιών που συγκροτούσαν τον βασικό κορμό του δημοσιεύματος:
● Ενα «απόρρητο μνημόνιο για υπηρεσιακή χρήση» (23/12/1983), που παρατίθεται ολόκληρο και αφορούσε «συλλογή πληροφοριών» από τις αντίστοιχες υπηρεσίες της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας μετά την επανεμφάνιση της 17Ν. Μοναδικές διαπιστώσεις από την ανάγνωσή του είναι η ολοκληρωτική άγνοια των βολιδοσκοπούμενων για την οργάνωση-φάντασμα και η ύπαρξη ενός καταλόγου «υπόπτων» από τον «χώρο της εξτρεμιστικής αριστεράς», για τους οποίους ρωτούσαν οι ημέτεροι ασφαλίτες. Μαθαίνουμε έτσι ότι «στις γαλλικές αρχές ήταν γνωστός ο Καραμπελιάς και σχετικός αριθμός από τους γνωστούς υπόπτους», οι δε Γερμανοϊταλοί κατέγραφαν τις κινήσεις μιας Γερμανίδας που είχε φυλακιστεί το 1972 από τη χούντα ως μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «20ή Οκτώβρη». Περί Ακροδεξιάς, ούτε λέξη. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι κατά τη δημοσίευση του άρθρου ο Καραμπελιάς ήταν κρατούμενος για τη διαδήλωση στο «Κάραβελ», με εκκρεμή ακόμη την έκβαση της προανάκρισης.
● Μια έκθεση «των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλεία ς» περί 17Ν, συνταγμένη το 1980, από την οποία το άρθρο παραθέτει μονάχα το ζουμί: έναν κατάλογο 14 «κυρίων υπόπτων», αγωνιστών της αντιδικτατορικής αντίστασης ή/και ακτιβιστών της μεταδικτατορικής Αριστεράς. Μαζί με τον Κοροβέση, τον Καραμπελιά, τη γυναίκα του, την προαναφερθείσα Γερμανίδα και τον Ελληνα σύζυγό της, η λίστα περιλάμβανε επίσης τον (άρτι αθωωθέντα) «συνήθη ύποπτο» Γιάννη Σερίφη και μια σειρά αγωνιστές της «20ής Οκτώβρη» (πραγματικούς ή φερόμενους), του «Ρήγα» και της «Δημοκρατικής Αμυνας» (Νίκος Μανιός, Μαργαρίτα Γιαραλή, Δημήτρης Ψυχογιός, Γιώργος Σαγιάς, Γιάννης Σταράκης, Λούης Δάνος, Ηλίας Νικολακόπουλος). Ο κατάλογος έκλεινε με το όνομα του πολιτικού αρχισυντάκτη της «Ελευθεροτυπίας», Γιώργου Βότση, διευκρινίζοντας μάλιστα πως «εθεωρείτο ο συγγραφέας της διακήρυξης της “17 Νοέμβρη”».
Μη νομιστεί πως η παράθεση των 14 ονομάτων απέβλεπε στην καταγγελία της ΚΥΠατζίδικης αθλιότητας. Απεναντίας, ένα κείμενο εντός πλαισίου στο κέντρο του δημοσιεύματος εξέφραζε την απορία «γιατί δεν έγιναν συλλήψεις»: «Ενα από τα κυριότερα ερωτήματα που προκύπτουν από το απόρρητο υπόμνημα των ελληνικών αρχών ασφαλείας είναι γιατί η τότε Ασφάλεια δεν προχώρησε σε συλλήψεις όλων των υπόπτων εφόσον, όπως προκύπτει από το κείμενο, υπήρχαν επιβαρυντικά στοιχεία τουλάχιστον για τους δεκατέσσερεις πρώτους». Φαινόμενο πρωτοφανές στα δημοσιογραφικά χρονικά, η εφημερίδα απαιτούσε τη σύλληψη συντάκτη της, δίχως να μνημονεύει καν όσα τον «επιβάρυναν»!
Μερικούς μήνες αργότερα, το πλήρες κείμενο της επίμαχης έκθεσης δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Γιώργου Καράμπελα, «Το ελληνικό αντάρτικο των πόλεων, 1974–1985» (Αθήνα 1985, εκδ. Ρόπτρο, σ. 277–300), με τη διευκρίνιση ότι προερχόταν από την ΚΥΠ (νυν ΕΥΠ). Στοιχειώδης γνώση των δύο γλωσσών αρκεί πάντως για να διαπιστώσει κανείς αμέσως πως επρόκειτο για έγγραφο (κακο)μεταφρασμένο στα ελληνικά από τα αγγλικά, αμερικανικής κατά πάσα πιθανότητα προέλευσης. Αποκαλύπτεται επίσης περίτρανα ποια ακριβώς ήταν τα φοβερά και τρομερά «επιβαρυντικά στοιχεία» που δικαιολογούσαν –κατά το «ρεπορτάζ»– τη σύλληψη των δεκατεσσάρων «υπόπτων».
Για τον Περικλή, Νο7 στη λίστα, διαβάζουμε επί λέξει τα εξής –όλα κι όλα– εξόχως σοβαρά:
1. «Εγραψε το βιβλίο Ανθρωποφύλακaς, βιβλίο επί της τακτικής των αναρχικών. Πολλές φράσεις της διακήρυξης της 17 Νοέμβρη είναι πανομοιότυπες με φράσεις που αναφέρονται στο βιβλίο. Στο βιβλίο αναφέρεται το κελί 17, πιθανώς συμβολικός όρος. Οπως και ο περιγραφόμενος δολοφόνος, ο Κοροβέσης είναι ψηλός –1,85– με αθλητικό παράστημα.
2. Ζούσε στο Λονδίνο τον ίδιο καιρό που ήταν και ο Βότσης και ένας στενός φίλος του Ιωάννη Σταράκη. Στα μέσα Μαΐου 1977 αναφέρθηκε ότι ήταν έτοιμος να φύγει από Ελλάδα. Στις 27 Ιανουαρίου 1978, σε μια έρευνα στο σπίτι του βρέθηκαν μια γραφομηχανή και αναρχικό υλικό. Η ανάλυση της γραφομηχανής έδειξε ότι δε χρησιμοποιήθηκε για κανένα γνωστό κείμενο επί της δολοφονίας των Μάλλιου–Γουέλς.
3. Είναι σε επαφή με τον Γιώργο Βότση και με άλλους» (σ. 288).
Συγκλονιστικά, όντως, τεκμήρια· ιδίως η προφητική ενόραση του Περικλή, όταν έγραφε τους «Ανθρωποφύλακες» το 1969, πως η άλωση του Πολυτεχνείου (και η συνακόλουθη ονοματοδοσία) θα γινόταν στις 17 κάποιου μήνα, τέσσερα χρόνια αργότερα!
Ανάλογης υφής και σοβαρότητας είναι και τα υπόλοιπα λήμματα της λίστας. Κοινωνικές, επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις, προσωπικές φιλίες κι ερωτικοί δεσμοί αναγράφονται σαν δήθεν ενοχοποιητικά στοιχεία, μαζί μ’ ένα μωσαϊκό από άσχετες πληροφορίες οργάνων ή χαφιέδων, με μόνη συγκολλητική ουσία το αντιδικτατορικό παρελθόν κι αριστερό παρόν των υπόπτων.
Χαρακτηριστικό δείγμα: «Στις 8 Ιουλίου 1977 ο Βότσης και η φίλη του η Νταουντάκη πήγαν σε μια ταβέρνα στην οδό Φυλής ώρα 00.30. Μισή ώρα αργότερα ο Ψυχογιός και 3 άλλοι κάθισαν σε ένα διπλανό τραπέζι» (σ. 292). Συγκλονιστικό!
Οφθαλμοφανής είναι η ψυχροπολεμική ματιά, όπως και η δημοσιοϋπαλληλική ραστώνη που διαπερνά όλο το έγγραφο. Επιβαρυντικό για τους Βότση και Ψυχογιό θεωρείται λ.χ. ότι παρακολούθησαν το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στην Αβάνα· για τον δεύτερο πληροφορούμαστε, επίσης, πως «η γυναίκα του επισκέπτεται τα γραφεία του Ρήγα Φεραίου» – της νομιμότατης, δηλαδή, νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού!
Μια επίσκεψη των Βότση και Νικολακόπουλου το 1978 στην Αλγερία καταγράφεται πάλι σαν σκοτεινή ενέργεια (σ. 288 & 291). Αν ο συντάκτης της έκθεσης είχε μπει στον κόπο να ξεφυλλίσει την «Ελευθεροτυπία» και το «Αντί» των επόμενων ημερών, θα διάβαζε φαρδιά πλατιά τα δημοσιογραφικά οδοιπορικά τους από το Μέτωπο Πολισάριο της Δυτικής Σαχάρας...
Ο επίσημος επίλογος της υπόθεσης γράφτηκε στα δικαστήρια, όπου κατέφυγαν έξι από τους θιγόμενους. Πρωτόδικα οι Φιλιππάκης, Καρατζαφέρης και Σκούρας καταδικάστηκαν σε έξι 18μηνες φυλακίσεις ο καθένας και δύο εκπρόσωποι της εφημερίδας σε ισάριθμες 12μηνες (27/6/1985). Το Εφετείο μείωσε αισθητά τις ποινές για τους Σκούρα και Φιλιππάκη (10 μήνες), αθωώνοντας τους υπόλοιπους (14/2/1986).
Το φάντασμα της επίμαχης λίστας θα σκιάζει ωστόσο για χρόνια τον δημόσιο χώρο. Στο βιβλίο «Τρομοκρατία. Θεωρία και πράξη» που εξέδωσε το 1992, ο Πάνος Καμμένος αναπαράγει π.χ. κι αυτός τα ονόματα των 14 «κυρίως υπόπτων» (σ. 338–9), συμπτύσσοντας κατά το δοκούν τα υπηρεσιακά «αποδεικτικά στοιχεία».
Για τον Κοροβέση πληροφορούμαστε έτσι ξανά πως είναι «συγγραφέας του βιβλίου “Ανθρωποφύλακες” για την τακτική των αναρχικών» κι ότι «στη διακήρυξη της 17Ν υπάρχουν πολλές φράσεις πανομοιότυπες του βιβλίου». Εκατόν εξήντα σελίδες παρακάτω, ο αναγνώστης διαβεβαιώνεται, πάντως, παρεμπιπτόντως για την αθωότητά του (σ. 500).
Στο μυαλό του Περικλή, η «λίστα» της ΕΥΠ και το πρωτοσέλιδο του «Εθνους» ταυτίστηκαν τελικά ως ψηφίδες μιας ενιαίας στοχοποίησης. Αψευδής μάρτυρας, ένα lapsus σε αρκετά μεταγενέστερη συνέντευξή του (protagon.gr, 1/9/2009): «Με είχε βγάλει η Νικολούλη δολοφόνο γιατί στην Ασφάλεια με κρατούσαν στο κελί 17».
251 «εξτρεμιστές»
Μεταξύ άλλων «επιβαρυντικών στοιχείων», η ΚΥΠ καταλόγιζε στον Βότση (σ. 293) πως «είχε συναντήσεις» με τους Περικλή Κοροβέση και Μανόλη Γλέζο.
Απορίας άξιο, αυτό το τελευταίο; Οχι και τόσο. Το όνομα του Γλέζου συνυπήρχε, γαρ, με εκείνα των υπολοίπων σε ακόμη προγενέστερη λίστα υπόπτων, που ήρθε στο φως τον Δεκέμβριο του 1995. Κατηγορούμενος για συκοφαντική δυσφήμηση αντιδικτατορικού αγωνιστή, ο δημοσιογράφος του «Ελεύθερου Τύπου» Βασίλης Ζήσης επικαλέστηκε στη δίκη του ένα έγγραφο της μεταπολιτευτικής Ασφάλειας (6/12/1979), το οποίο διέτασσε τη φωτοτύπηση «κατά τρόπον αθόρυβον» των διαβατηρίων 251 «υπόπτων δι’ ανάμιξιν εις εξτρεμιστικάς ενεργείας».
Μεταξύ των 251 συγκαταλέγονταν ο Κοροβέσης, οι υπόλοιποι 13 «κύριοι» και 19 από τους 32 δευτερεύοντες «υπόπτους» της ΚΥΠατζίδικης λίστας, αλλά και πολιτικοί όπως ο Θόδωρος Κρητικός, ο Στάθης Γιώτας ή ο Μανόλης Γλέζος. Ισως ο τελευταίος κρίθηκε ύποπτος επειδή παρέστη τον Οκτώβριο του 1977 στην κηδεία του «αυτοκτονημένου» Αντρέα Μπάαντερ.
Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: η Ασφάλεια διοχέτευσε τη λίστα των 251 στον Τύπο όχι το 1979 αλλά το 1994, επιβεβαιώνοντας ότι παρέμεινε «ενεργή» παρά τις ενδιάμεσες κοσμοϊστορικές αλλαγές. Επτά χρόνια μετά, θα την αναπαραγάγει η «Espresso» (22/9/2002), με τη διαβεβαίωση πως η ΕΛ.ΑΣ. «αναζητά» εκεί «τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην πλήρη εξάρθρωση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα». Ο φόβος των μηνύσεων φύλαγε όμως πλέον τα έρημα και η έγκυρη εφημερίδα απέφυγε να παραθέσει πλήρη ονοματεπώνυμα. Ο Περικλής μνημονεύτηκε λ.χ. ως «Π.Κ., συγγραφέας και ηθοποιός» – κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...
Δεν υπάρχουν σχόλια