Σαν σήμερα η ανακάλυψη των τάφων της Βεργίνας – 100 χρόνια από τη γέννηση του Μανόλη Ανδρόνικου
Νοέμβρης ήταν και τότε, 8 του μήνα. Σαν σήμερα. Όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος πήρε το τσαπάκι της ανασκαφής, που κουβαλούσε χρόνια μαζί του και άρχισε να σκάβει με πείσμα και αγωνία το χώμα… Λίγο αργότερα θα βρισκόταν κι αυτός και οι συνεργάτες του μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα: Τον τάφο του Φιλίππου Β΄ στη Βεργίνα. Μια κορυφαία στιγμή για την ελληνική ιστορία, αλλά και τον ίδιο τον σπουδαίο αρχαιολόγο, που φέτος, πριν από λίγες μέρες για την ακρίβεια, στις 23 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του.
Ρίγη συγκίνησης παγκοσμίως είχε προκαλέσει εκείνο το εντυπωσιακό εύρημα το 1977. Γιατί δεν ήταν μόνον ένας ασύλητος, κατάφορτος από πολυτελή κτερίσματα τάφος, αυτός που έφερε στο φως η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου, ήταν η τελευταία κατοικία ενός σπουδαίου, ιστορικού προσώπου, που την ζωή και τη δράση του διδάσκονται ακόμη τα παιδιά στον δυτικό κόσμο, πατέρας του στρατηλάτη Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τα μυθικά κατορθώματά του διασχίζουν περήφανα τους αιώνες.
«Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο», γράφει ο ίδιος ο Μανόλης Ανδρόνικος στο βιβλίο του «Το χρονικό της Βεργίνας». Και συνεχίζει: «Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας».
Ήταν η στιγμή που ο Μανόλης Ανδρόνικος συνάντησε την ιστορία.
« Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα». («Το χρονικό της Βεργίνας»).
Στον μεγάλο διθάλαμο, καμαρωτό τάφο του Φιλίππου Β΄, με την δωρική πρόσοψη και τη μαρμάρινη θύρα, αλώβητο και ανέγγιχτο από τότε, που είχαν γίνει οι ταφές, τα σκεύη και τα άλλα αντικείμενα ήταν σκορπισμένα στο δάπεδο: Χρυσά ελάσματα με παραστάσεις, γυάλινα ανθέμια, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο. Τον νεκρό συνόδευαν τα όπλα του: ο εντυπωσιακός, σιδερένιος θώρακας και η χρυσελεφάντινη ασπίδα του. Ακόμη ό,τι θα του χρησίμευε για το συμπόσιο με τους θεούς, πολύτιμα αργυρά ποτήρια κρασιού, σκεύη για ιερές πράξεις, χάλκινα αγγεία για το λουτρό.
Στον προθάλαμο, σε μια χρυσή λάρνακα επίσης, ήταν τα οστά μιας νεαρής γυναίκας, τυλιγμένα σε χρυσοΰφαντο ύφασμα, μαζί με βαρύτιμο χρυσό διάδημα. Στον ίδιο χώρο, μία χρυσελεφάντινη κλίνη με πολύτιμη διακόσμηση και στο κατώφλι της θύρας προς τον κυρίως θάλαμο μία θήκη τόξου με χρυσή επένδυση και μία δέσμη από βέλη. Εντυπωσιακή και η ζωγραφική του προθαλάμου με μία μεγάλη τοιχογραφία, που απεικονίζει την σκηνή κυνηγιού λιονταριού, με μία έφιππη μορφή ενός νέου στεφανωμένου και ντυμένου με πορφυρό ιμάτιο να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους, όπως όμως και ένας γενειοφόρος ιππέας. Μορφές, που ταυτίζονται με τον Αλέξανδρο και τον Φίλιππο.
Στον δεύτερο ασύλητο τάφο, που ήρθε στο φως το 1978, που αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δ΄, τα οστά του νεαρού νεκρού είχαν τοποθετηθεί σε ασημένια υδρία στεφανωμένη με χρυσό στεφάνι με φύλλα βελανιδιάς. Χρυσελεφάντινη κλίνη του είχε δοθεί για την ταφή και ακόμη πολλά σκεύη από ασήμι και χαλκό, τα όπλα του αλλά και πολύτιμα ενδύματα, λάβαρα, καθώς και ένας πάπυρος με θρησκευτικό περιεχόμενο. Εξαιρετική και εδώ η ζωγραφική με παράσταση αρματοδρομίας.
Συλημένος εξάλλου, από την αρχαιότητα ήδη, βρέθηκε ο τρίτος τάφος της Μεγάλης Τούμπας, γνωστός ως «Τάφος της Περσεφόνης», που προφανώς ανήκε σε μία σημαντική, πλούσια γυναίκα. Εδώ οι θαυμαστές τοιχογραφίες αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά την υψηλή τέχνη της ζωγραφικής στης αρχαιότητα.
«Ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, ένας άνθρωπος που δεν ήταν απλώς ένας τυχερός αρχαιολόγος – άλλωστε δεν ήταν τυχερός, ήταν επίμονος – αλλά και ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος και ένας πολύ συνειδητοποιημένος, πολύ ευγενής άνθρωπος, που σημάδεψε όλους όσοι είχαν την τεράστια τύχη να συνεργαστούν μαζί του ή να ακούσουν τα μαθήματά του ή να τον γνωρίσουν», λέει σήμερα η συνεργάτης του και στην ανασκαφή της Βεργίνας, ομ. καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου κυρία Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη.
Η πρώτη γνωριμία του Μανόλη Ανδρόνικου (1919- 1992) με τη Βεργίνα έγινε όταν ακόμη ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Προσφυγόπουλο από την Προύσα είχε φθάσει με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη σε ηλικία μόλις τριών ετών, το 1922, κι από νωρίς είχε διακριθεί για τις επιδόσεις του στο σχολείο _μέχρι και τάξη πήδηξε στο δημοτικό. Σε ηλικία 19 χρονών μπήκε στο πανεπιστήμιο και ήταν από τους λίγους φοιτητές, που είχαν συνοδέψει τον καθηγητή τους Κωνσταντίνο Ρωμαίο (άλλη μεγάλη μορφή της Αρχαιολογίας) το 1938 στη Βεργίνα για πανεπιστημιακή ανασκαφή.
Με την κήρυξη του πολέμου όμως, το 1941 όλα θα σταματήσουν αλλά ο Ανδρόνικος θα πάρει το πτυχίο του και θα διοριστεί φιλόλογος στο Διδυμότειχο, απ΄όπου πάντως θα διαφύγει στη Μέση Ανατολή, όπου και θα μείνει ως το 1945. Επιστρέφοντας διδάσκει στα εκπαιδευτήρια Σχοινά κι εκεί θα γνωρίσει την μετέπειτα γυναίκα του Όλυ, με την οποία θα παντρευτούν το 1949 και θα μείνουν μαζί για όλη τη ζωή τους. Την ίδια χρονιά διορίζεται και επιμελητής αρχαιοτήτων στην Βέροια, που είχε στην δικαιοδοσία της τη Βεργίνα. Και από τότε χρονολογούνται οι πρώτες έρευνές του στον τόπο.
Στις νότιες παρυφές των Πιερίων ορέων η Βεργίνα είχε επισημανθεί για πρώτη φορά το 1856 από έναν νεαρό γάλλο αρχαιολόγο τον Léon Heuzey, που μαζί με τον αρχιτέκτονα Daumet έκαναν μια σύντομη ανασκαφή σε κάποιο σημείο, που τους υπέδειξε ένας παπάς. Το μόνο χωριό, που υπήρχε εκεί αυτήν την εποχή ήταν τα Παλατίτσια, με ονομασία που παραπέμπει πράγματι σε κάτι …βασιλικό. Οι δυο τους δεν θα μείνουν για πολύ, γιατί φοβούνται την ελονοσία, όμως φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους ευρήματα της ανασκαφής – η Μακεδονία ήταν άλλωστε τότε υπό τον τουρκικό ζυγό _ και συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το ανάκτορο που έχουν εντοπίσει! Πρόκειται ακριβώς για αυτά, που βρίσκονται σήμερα στο Λούβρο.
Ο Heuzey όμως είναι προφητικός, γράφοντας το 1876, ότι «αυτός εδώ ο χώρος θα γίνει αντικείμενο έρευνας και από μελλοντικούς ερευνητές, γιατί πιστεύουμε ότι είναι κάτι σαν την Πομπηία της αρχαίας Μακεδονίας» και ότι «τα επόμενα χρόνια όποιος αναλάβει να ανασκάψει την περιοχή, θα πρέπει να περιμένει πολύ σημαντικά πράγματα, που θα ανοίξουν τις πάρα πολύ περιορισμένες γνώσεις μας για την αρχαία Μακεδονία, τους αρχαίους Μακεδόνες και τον πολιτισμό τους».
Πράγματι το 1952 ο Ανδρόνικος αρχίζει την ανασκαφή του προϊστορικού νεκροταφείου των Τύμβων της Βεργίνας, που επίσης είχε εντοπίσει ο Heuzey και είχε δει και ο ίδιος ως φοιτητής. Τα αποτελέσματα είναι παραπάνω από εντυπωσιακά, αφού από τους τάφους που χρονολογούνται από το 1000 ως το 700 π.Χ. τα ευρήματα, μεταξύ των οποίων πολλά και εξαιρετικά κοσμήματα δείχνουν εύρωστες οικονομικά κοινωνίες εκείνη τη μακρινή εποχή. Θα ακολουθήσει η ανασκαφή του ανακτόρου και το 1975 πια ο καθηγητής Αρχαιολογίας πλέον (από το 1963 ως το 1984) Μανόλης Ανδρόνικος θα στρέψει την προσοχή του σ΄ αυτόν τον τεράστιο τύμβο που βρίσκεται μέσα στο χωριό. Την Μεγάλη Τούμπα.
Κι όμως. Μερικά χρόνια πριν, το 1968, όταν ο μεγάλος βρετανός ιστορικός και μελετητής της αρχαίας Ελλάδας N. G. L. Hammond (το έργο του «Η Ιστορία της Μακεδονίας» θεωρείται κλασικό) σε ένα συνέδριο για τη Μακεδονία διατυπώνει την άποψη, ότι η πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων δεν βρισκόταν στην Έδεσσα, όπως πιστευόταν ως τότε, αλλά ότι είναι η αρχαία πόλη ανάμεσα στην Βεργίνα και τα Παλατίτσια, ο Ανδρόνικος ήταν αρνητικός.
Οι δεύτερες σκέψεις όμως είναι καλύτερες, τόσο μάλιστα, που το 1976 σε μία ανακοίνωσή του στο Πανεπιστήμιο ο Ανδρόνικος δηλώνει βέβαιος, ότι σύντομα θα ανακαλυπτόταν ένας μεγάλος και ασύλητος, βασιλικός τάφος στη Βεργίνα!
Με διάμετρο περί τα 100 μέτρα και ύψος 13 η Μεγάλη Τούμπα ήταν ένας τεχνητός λόφος, που είχε δημιουργηθεί το 374-3 π.Χ. μετά την αποχώρηση του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου και των μισθοφόρων του από τις Αιγές, όπου είχαν περάσει πολλούς μήνες λεηλατώντας την πόλη και τους τάφους της. Ο λόφος έτσι, ήρθε να καλύψει προστατευτικά τους τάφους που είχαν απομείνει, παρ΄ότι ο καθένας τους είχε τη δική του μικρή τούμπα. Τα υλικά του ήταν χαλίκι, άμμος, μεγάλες πέτρες αλλά και επιτύμβιες στήλες, ολόκληρες ή σπασμένες (από την επιδρομή του Πύρρου), που ήταν το πρώτο εύρημα του Ανδρόνικου, αυτό που του επιβεβαίωσε, ότι βρισκόταν σε καλό δρόμο. Όμως οι δυσκολίες της ανασκαφής, μεγάλες.
«Το πλάνο δουλειάς είχε έναν αποφασιστικό χαρακτήρα: να φτάσω στο αρχικό έδαφος και από κει και πέρα να αρχίσω το ψάξιμο», γράφει ο Μανόλης Ανδρόνικος («Το χρονικό της Βεργίνας»). Και συνεχίζει: «Οι βαθιές τομές που είχα ανοίξει το 1962 και το 1963 μου έδειξαν πως όλη η επίχωση της μεγάλης Τούμπας αποτελούνταν από φερτά χώματα που είχαν σωρευτεί με μόνον σκοπό να σχηματιστεί ο τύμβος. Η συνέχιση της ανασκαφής μόνο με κασμά και φτυάρι ήταν ματαιοπονία. Ακόμη περισσότερο γινόταν επικίνδυνη, καθώς ήμασταν υποχρεωμένοι να προχωρούμε σε βάθος 10-12 μέτρων και γύρω μας να κρέμονται τα χαλαρά τοιχώματα του αμμοχάλικου. Τέλος η δαπάνη μιας τέτοιας ανασκαφής θα ξεπερνούσε κάθε δυνατό όριο και ο χρόνος που θα απαιτούνταν ήταν αδύνατον να υπολογισθεί. Έκρινα λοιπόν ως η μόνη λύση ήταν να χρησιμοποιήσω στα ανώτερα στρώματα και μηχανικό εκσκαφέα και τούτο βέβαια με άκρα προσοχή και συνεχή παρακολούθηση».
Λίγοι ξέρουν ωστόσο, ότι η πρώτη ανασκαφική απόπειρα το 1976 δεν οδήγησε πουθενά. Ο αρχαιολόγος έφθασε στο κέντρο της Τούμπας όπου υπολόγιζε, ότι θα είναι ο τάφος, αλλά τάφος δεν υπήρχε.
Το 1977 όμως, ύστερα από ανασκαφή έξι εβδομάδων ήρθε η αποκάλυψη. Ο ίδιος στο «Χρονικό της Βεργίνας» γράφει:
«Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε».
Σήμερα, 42 χρόνια μετά, τα υπέρλαμπρα ευρήματα της Βεργίνας άριστα προστατευμένα στο μουσείο που κατασκευάστηκε εγκιβωτίζοντας τους τάφους συνιστούν πόλο έλξης για επιστήμονες και απλούς επισκέπτες απ΄όλο τον κόσμο, άλλωστε από το 1996 η Βεργίνα βρίσκεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Οι ανασκαφές όμως δεν σταμάτησαν ποτέ φέρνοντας στο φως την πρωτεύουσα των Μακεδόνων βασιλέων με το ανάκτορο, όπου μεγάλωσε ο Μέγας Αλέξανδρος και το θέατρό της, όπου ο Φίλιππος Β΄ βρήκε το θάνατο το 336 π.Χ. από το χέρι του σωματοφύλακά του Παυσανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια