Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας:«Καὶ λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας»
ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
«Καὶ λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας»
(Mατθ. 14,31)
Κάτω στὴν Ἁγία Γῆ εἶναι μιὰ λίμνη, ποὺ ὑπάρχει καὶ μέχρι σήμερα. Ἡ λίμνη Γεννησαρέτ. Στὴ λίμνη αὐτὴ ταξίδευαν μιὰ νύχτα οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ πλοῖο. Στὴν ἀρχὴ ἡ θάλασσα ἦταν γαλήνια. Ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ φυσάῃ ἄνεμος ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρός. Σηκώθηκαν κύματα, κύματα μεγάλα. Ὅλοι φοβήθηκαν. Καὶ ὁ Χριστὸς ποῦ ἦταν; Δὲν ἦταν στὸ πλοῖο, ὅπως ἄλλες φορές. Ἦταν μακριά, πάνω σ᾿ ἕνα βουνό. Δὲν κοιμόταν· ἔκανε ἀγρυπνία. Ὅλη νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα συνωμιλοῦσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ οἱ μαθηταὶ κινδύνευαν, ἔλειπε ὁ Χριστός. Καὶ σὰ᾿ νὰ μὴν ἔφτανε ὁ φόβος τους, ξαφνικὰ πάνω στὰ ἄγρια κύματα εἶδαν κάτι σὰν φάντασμα καὶ τρόμαξαν ἀκόμα περισσότερο. Σὲ λίγο ὅμως βεβαιώθηκαν ὅτι δὲν εἶναι φάντασμα.·Ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ περπατοῦσε πάνω στὰ νερά. -«Ἐγώ εἰμι, τοὺς λέει, μὴ φοβεῖσθε».
Τότε ὁ Πέτρος λέει· -«Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πὲς νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα». Καὶ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀμέσως ὁ Πέτρος πήδησε πάνω στὰ κύματα καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ σὰ᾿ νὰ ἤτανε ξηρά, σὰ᾿ νὰ ἤτανε στερεὸς δρόμος. Καθὼς ὅμως πλησίαζε τὸν Χριστό, ἦρθε ἕνα κῦμα. Ὁ Πέτρος ἀπέσπασε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν Χριστό, κοίταξε τὸ κῦμα, καὶ κλονίστηκε. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, πήγαινε νὰ καταποντιστῇ, καὶ φώναξε δυνατά· -«Κύριε, σῶσόν με». Τότε ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε· -«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;». Μετὰ ἀνέβηκε κι ὁ Χριστὸς στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις πάτησε στὸ κατάστρωμα, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔπεσε. Οἱ μαθηταὶ ἦταν πλέον ἀσφαλεῖς. Γονάτισαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· -«Εἶσαι ὄντως Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»!
Πολλές φορές εἶναι πού αυτή ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε παρομοιάζεται μέ μιὰ θάλασσα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθοῦμε μέχρις ὅτου πεθάνουμε, ὅσα χρόνια ζήσουμε, ἡ ζωὴ εἶναι σὰν ἕνα ταξίδι στὸ πέλαγος. Καὶ ὅπως ἡ θάλασσα δὲν εἶναι πάντοτε γαλήνια, ἀλλὰ συχνὰ σηκώνει κύματα καὶ καταποντίζονται πλοῖα, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ζωή μας. Ποιά εἶναι τὰ κύματα; Οἱ διάφορες δυστυχίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου.
Κῦμα εἶναι ἡ ἀσθένεια, κῦμα ἡ φτώχεια, κῦμα ἡ ἀποτυχία, κῦμα ἡ ὀρφάνια, κῦμα ἡ σκληρή συζυγία, κῦμα ἡ χηρεία, κῦμα οἱ διάφορες περιπέτειες τῆς ζωῆς, ἡ συκοφαντία καὶ διαβολὴ κ.τ.λ.. Κῦμα ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ εἶναι οἱ γενικώτερες ἀντιξοότητες ἢ οἱ καιρικὲς ἀνωμαλίες, οἱ πλημμύρες ἢ ἡ ἀνομβρία, ἤ οἱ λοιμοί δηλ. ἡ ἐπιδημική νόσος, ὅπως αὐτή πού διατρέχουμε σήμερα. Κύματα εἶναι ὅλα αὐτά.
Τὸ πιὸ μεγάλο ὅμως ἀπό ὅλα τά κύματα πού προανέφερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ποιό εἶναι; Εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ὅμως δὲν τὴν ὑπολογίζουμε σάν τέτοιο. Ἡ ἁμαρτία όμως εἶναι αὐτή που ἔρχεται νὰ μᾶς κλονίσῃ, νὰ βυθίσῃ τὴ βαρκούλα τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς καταποντίσῃ. Αὐτὴ εἶναι τὸ πελώριο κῦμα.
Τί χρειάζεται; Προσευχή. Σῶσε μας, Κύριε! Νὰ ἔχουμε πίστι στὸ Θεό, κι ἀπ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀντλοῦμε θάρρος. Καὶ ἂν στὸν κόσμο μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας· κι ἂν πέσουμε σὲ ὀρφάνια ἢ χηρεία· κι ἂν δοκιμάσουμε πεῖνα ἢ δίψα· κι ἂν βρεθοῦμε στὴν ἐρημιὰ μέσα σὲ ἄγρια θηρία, ἢ μέσα στὴν σκληρή κοινωνία τῆς ἀδικίας καὶ τῆς διαφθορᾶς· κι ἂν γίνῃ σεισμὸς ἢ πλημμύρα· κι ἂν γεμίσῃ ἡ γῆ ἀπὸ σκορπιοὺς καὶ φίδια, κι ἂν τὰ ἄστρα ἀκόμα γίνουν ἀστροπελέκια καὶ πέφτουν, κι ἂν ἀναστατωθῇ ἡ γῆ, κι ἂν ὁ ἥλιος σβήσῃ, ποτέ ἐμεῖς νά μὴν ἀπελπισθοῦμε.
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀπελπισθῶ;».
Μὴν εἴμαστε χλιαροί χριστιανοί. Ο Χριστός εἶναι σέ κάθε βήμα τῆς ζωῆς μας μιά ἀνάσα κοντά στόν καθένα μας. Καί ἀκόμη περισσότερο. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;». «Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;». Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὁπλίσῃ μὲ πίστι ἀκράδαντη. Τότε, ὅσα δεινὰ καί νὰ μᾶς βροῦνε, θὰ μείνουμε ἀσάλευτοι πάνω στὴν πέτρα τῆς πίστεως. Ἀμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια