Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος:Τα δάκρυα των βιβλίων Από την τραυματισμένη Αθήνα
… κι αντάμα
τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα… κι ένα κλάμα…
Lacpimae rerum – Λάμπρου Πορφύρα
– Έλα, πατέρα. Δεν θα μπούμε στο βιβλιοπωλείο;
– Όχι σήμερα, Ηλέκτρα μου.
Στεκόταν λιγομίλητος ο σεβαστός κύριος Νίκος, με προσηλωμένο το βλέμμα στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Η κόρη του τον κράτησε αγκαζέ μέχρι το απόμερο παγκάκι του διπλανού άλσους.
– Συγγνώμη, μπαμπά μου. Μήπως υπερβάλλεις;
– Μα δεν είδες… Ήταν δακρυσμένα τα ωραία βιβλία…
Η Ηλέκτρα σιώπησε ανήσυχη.
– Όχι, παιδί μου, μη φοβάσαι. Δεν είχε πρόβλημα υγείας ο Λάμπρος Πορφύρας, όταν έγραφε: «Lacrimae rerum». Τα «δάκρυα των πραγμάτων»… Οι στίχοι είναι πένθιμοι.
Ένα τρομακτικό γεγονός, απαράδεκτο από όσους το πληροφορήθηκαν, προκάλεσε τη βαθιά ανθρώπινη υπερευαισθησία του κυρίου Νίκου, μπροστά στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Μόλις είχε μάθει ότι τα βιβλία του εξαίρετου Σάμη Γαβριηλίδη, μετά τη «φυγή» του, εξαφανίστηκαν από τον εκδοτικό οίκο που ίδρυσε, διότι είχε περιέλθει σε πτώχευση. Με ενέργειες των πιστωτριών τραπεζών, τα βιβλία… πολτοποιήθηκαν…Τώρα, 2021, ογδόντα και περισσότερα χρόνια μετά τους εμπρησμούς των βιβλίων στη χιτλερική Γερμανία… Και με ισχύ νόμου! που σε τέτοιες περιπτώσεις απαγορεύει τη δωρεά των βιβλίων ή να αφεθούν στο πεζοδρόμιο και επιβάλλει την καταστροφή τους, με ποινικές συνέπειες για τους παραβάτες. Η απογείωση του αδιανόητου.
Η Ηλέκτρα έβγαλε διακριτικά από το τσαντάκι του κ. Νίκου το ωραίο βιβλιαράκι, τον μόνιμο συνταξιδιώτη του. Την «Αντιγόνη», του Σοφοκλή. Στην παράκλησή της να ακούσει κάποιους μεταφρασμένους στίχους, δεύτερη άρνηση δεν ταίριαζε.
– Άκουσε, παιδί μου, τι πολτοποίησαν.
Ο σεβαστός κύριος, πριν να ανοίξει το βιβλίο, απήγγειλε από το πρώτο στάσιμο δύο στίχους:
Και φθέγμα και ανεμόεν
φρόνημα… εδιδάξατο!…
Έκθαμβος αλλά και «ρεαλιστής» ο ποιητής, υμνεί τον άνθρωπο για τα μεγάλα του δημιουργήματα. Ανάμεσά τους το φθέγμα, την ομιλία· και το φρόνημα, τη σκέψη, με την ταχύτητα των ανέμων. Τα θαυμαστά, που καταγράφουν τα βιβλία και τα έργα Τέχνης. Το μεγαλείο του Πολιτισμού!
– Έχεις δίκιο, μπαμπά. Αβάσταχτη προσβολή…
– Εναντίον του βιβλίου… του γενναιόδωρου φίλου και συχνά ευεργέτη μας. Έχεις χρόνο, Ηλέκτρα μου; Άκου λοιπόν.
Αναζητώντας άγκυρες
– Θυμήσου τον Ιταλοεβραίο συγγραφέα Πρίμο Λέβι, που αφού επέζησε στο Άουσβιτς και τον απελευθέρωσαν, έγραψε βιβλίο με τίτλο: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Ξέρεις πώς αγωνιζόταν να μην βυθιστεί στο σκοτάδι ο νους του; Όταν μπορούσε, απήγγελλε Δάντη! σ’ ένα φίλο του, ή ήθελε να δώσει τη μόνη τροφή, τη σούπα του, για κάποιους στίχους. Και μια κρατούμενη ήταν έτοιμη να στερηθεί το ημερήσιο ψωμί της, πριν αποκτήσει έναν Μολιέρο. Προτιμούσε τον άρτο της ψυχής από τον άρτο του σώματος, όπως περίπου είχε πει ο μεγάλος Ουγκό. Η Μίλενα και η Μαργκαρέτε στο Ράβενσμπουργκ, κάπου κρυμμένες, ανέσυραν αναμνήσεις από τον Κάφκα, ταινίες και μουσική, «νησίδες ωραίου μέσα στον ωκεανό της απόγνωσης».
– Έλα Ηλέκτρα μου, στο τρένο προς το Βλαδιβοστόκ. Προσπάθησε «να ακούσεις» την Γκίνσπουργκ να απαγγέλλει ολόκληρο τον Ευγένιο Ονιέγκιν! Όλοι και όλες μάχονταν τον εφιάλτη του ψυχικού πνιγμού, κρατώντας άγκυρες των βιβλίων ή της Τέχνης και αναζητώντας να αγκαλιάσουν όλο και περισσότερες1. Έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλης στο βιβλίο του «Μαουτχάουζεν»: «Οι Ρώσοι του Μαουτχάουζεν τραγουδούσαν σχεδόν κάθε νύχτα. Χαμηλά, βαθιά… Πηγαίναμε στις παράγκες τους… Φεύγαμε, δραπετεύαμε, γλιτώναμε στις καταπράσινες πεδιάδες των τραγουδιών… εκεί πηγαίναμε όλοι να λειτουργηθούμε και να μεταλάβουμε θάρρος».
– Αυτά δεν μου τα είχες πει, μπαμπά.
Αμέσως έβγαλε από την τσέπη του το τελευταίο απόκτημα: «Jozef Czapsci. Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση»2. Ο συγγραφέας, Πολωνός αξιωματικός και ζωγράφος, βρίσκεται έγκλειστος στο στρατόπεδο Γκριαζόβιετς της βόρειας Ρωσίας, μόνο με 79 συμπατριώτες του από τους 4.000 άλλου στρατοπέδου. Θάλασσα ανθρώπων πάλι χάθηκε…
Χειμώνας του 1940 – 41, σε μια παγωμένη αίθουσα οι φυλακισμένοι τα βράδια, μετά από μαρτυρική δουλειά 40 βαθμών υπό το μηδέν, παρακολουθούν ομιλητές τους με διάφορα θέματα, στην προσπάθεια να μη σπάσει το νήμα που τους ενώνει με τον πνευματικό κόσμο. Ο καλλιεργημένος Γιόζεφ αφηγείται αποσπάσματα από το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. Χωρίς κανένα βιβλίο, από μνήμης, ξετυλίγει σκηνές και φράσεις αυτού του μυθιστορηματικού ποταμού. Και οι εξαθλιωμένοι ξεχνιούνται, νομίζοντας ότι πίνουν τσάι με το άρωμα μιας μαντλέν και βλέποντας ένα απλό μπισκότο, με τη μυρωδιά του, να φέρνει στο φως τα κοιμισμένα χρόνια του συγγραφέα. Οι λογοτεχνικές αναμνήσεις όλους τούς σώζουν από τον κίνδυνο της κατάρρευσης και τους θερμαίνουν την παγωμένη ελπίδα ότι κι εκείνοι κάποτε, ελεύθεροι, θα αναζητήσουν τον χαμένο χρόνο τους. Με όμοιο τρόπο ζούσε σε φυλακή του 1967 και ο εξαιρετικός Παύλος Ζάνας, μεταφράζοντας το κορυφαίο δημιούργημα.
– Μπαμπά, τι μου θύμισες… Έναν άλλο Γιόζεφ Τσάπσκι, σχεδόν συγκαιρινό μας, στο Χαλέπι του συριακού εμφυλίου πολέμου.
– Τι λες, Ηλέκτρα;
– Βέβαια, ανάμεσα σε αποκλεισμένους στη βιβλιοθήκη της πόλης, που πίστευαν ότι αυτήν δεν θα τη βομβαρδίσουν. Αλλά ο πολύ νεότερος Γιόζεφ ήταν μόλις δώδεκα χρόνων, όταν «έπιασε δουλειά». Τις ώρες των βομβαρδισμών, κρατώντας βιβλία της βιβλιοθήκης διάβαζε παραμύθια στα παιδιά, προσκαλούσε σε κατάλληλες σελίδες τους μεγαλύτερους στο φως των κεριών που και αυτά φρόντιζε. Ο μικρός άγγελος – σωτήρας έκανε τους κατατρεγμένους να αισθάνονται άνθρωποι, ενωμένοι στα δίκτυα μιας παράλογης μοίρας και να προσμένουν την Ειρήνη.
Ωστόσο και η βιβλιοθήκη βομβαρδίστηκε, καταστράφηκε, με το παιδί – δάσκαλο στο νέο καταφύγιο έξω από την πόλη, να αφηγείται ξανά στους «μαθητές» του, από μνήμης, όπως ο Γιόζεφ, ιστορίες που είχε διαβάσει.
– Σου λείπει η βιβλιοθήκη; Τον ρώτησε ένας ξένος δημοσιογράφος. Πώς όχι. Από το φως των κεριών ταξίδευε σε ευτυχισμένες χώρες και ελεύθερες θάλασσες, μέχρι που φανταζόταν ότι ήταν πανίσχυρος και καταργούσε τους πολέμους. Μα δεν μπορούμε να τον αναζητήσουμε. Άλλωστε δεν ξέρουμε το όνομά του, αφού όλοι έλεγαν «ο βιβλιοθηκάριος»3.
«Γιατί όσο υπάρχει το παιδί…»
Η Ηλέκτρα έδωσε ραντεβού με τον πατέρα της, μετά από μισή ώρα, στον αριθμό 56 της οδού Σπύρου Μερκούρη. Μόνη για λίγο, αγωνιούσε: Θα ψηφιστεί με ομοφωνία της Βουλής, μια διάταξη που να απαγορεύει την καταστροφή βιβλίων, απολύτως, και θα προβλέπει αυστηρότατες ποινές για τους παραβάτες; Τα βιβλία είναι δημόσια αγαθά, όπως ο αέρας, ο ήλιος, το νερό. Ως εδώ!… Tα δημόσια αγαθά προστατεύονται, δεν καίγονται, δεν πολτοποιούνται.
Η συνάντηση έγινε αλλά και με τα εγγονάκια του κ. Νίκου να τον αγκαλιάζουν όλο παράπονο:
– Παππού, γιατί δεν μας παίρνεις τα βιβλία που μας έταξες;
Τα κοίταξε, έχουν την ηλικία του μικρού βιβλιοθηκάριου. Τα πήρε από το χέρι!
Όχι. Τώρα τα βιβλία δεν είναι δακρυσμένα! Ο κ. Νίκος νομίζει ότι χαμογελούν, περιμένοντας τα παιδιά. Την ελπίδα μας!
Παραπομπές
1 Αριστοτέλης Σαΐνης, «Αυτό είναι ο άνθρωπος…». Η εφημερίδα των Συντακτών, 5-6 Ιουνίου 2016
2 Jozef Czapsci, «Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση». Μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου.Εκδ. Ποταμός, 2021.
3 Κυριακή Μπεϊόγλου, «Ο μικρός βιβλιοθηκάριος». Η Εφημερίδα των Συντακτών. 24-11-2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια